Ο Γεώργιος Τσουδερός (εικ. 1) με τους Αγιοβασιλειώτες του, στις 9 – 10 Φεβρουαρίου 1822, λαμβάνει μέρος στη Μάχη στο Μοναστηράκι. Εδώ -λόγω της αρχαιότητάς του στο αξίωμα του αρχηγού- ο Τσουδερός εμφανίζεται με ιδιαίτερο κύρος. Έτσι, όταν μερικοί καπεταναίοι πρότειναν την παραμονή της μάχης να χαλάσουν το μικρό γεφύρι του Λυγιώτη ποταμού, για να κόψουν τον δρόμο των Τούρκων -που ήταν διπλάσιοι- προς το Μοναστηράκι, ο Τσουδερός επέβαλε την άποψή του, να τους αφήσουν όλους να περάσουν και, στη συνέχεια, να τους ρίχνονταν στις κακοτοπιές από ψηλά, ενώ το ποτάμι θα δυσκόλευε την υποχώρησή τους. Νίκησε η γνώμη του Τσουδερού. βρήκαν οι Τούρκοι ελεύθερο το γεφύρι, πέρασαν απέναντι και αυτό υπήρξε η καταστροφή τους.
Οι Τούρκοι, να σημειωθεί ότι, την εν λόγω στιγμή, κατευθύνονταν προς τα Σφακιά με σκοπό να κτυπήσουν το Λουτρό, το φυσικό ορμητήριο των επαναστατών, ώστε η παρουσία τους στο Αμάρι, τη στιγμή αυτή, ήταν η αρχή της εκτέλεσης τού εν λόγω σχεδίου τους, που εκτελούνταν με προσυνεννόηση από τον Σερίφ πασά με τους άλλους δυο πασάδες, τον Λατίφ των Χανίων και τον Οσμάν του Ρεθύμνου. Ευτυχώς, οι επαναστάτες, ευθύς μετά την πρώτη ειδοποίηση του Μιχάλη Κουρμούλη, κατάλαβαν τους σκοπούς των Τούρκων κι έσπευσαν προς τούτο όλοι οι Σφακιανοί καπετάνιοι να ενισχύσουν τα σώματα που βρέθηκαν κοντά στο Αμάρι.
Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα και δεν έπαυσαν ούτε στιγμή την επίθεσή τους. Τις βραδινές ώρες, που άρχισαν να κλονίζονται, θεωρήθηκε η κατάλληλη στιγμή για μια γενική εξόρμηση. Το σύνθημα δίνουν ο Γ. Τσουδερός με τον Ρούσο Βουρδουμπά (εικ. 2):
– Απάνω ντως των μπουρμάδω! Μαχαίρι των μπουρμάδω! …
Τότε αντιλάλησε ο τόπος και το μακελειό αρχίζει. Οι Τούρκοι τα χάνουν και οπισθοχωρούν, ενώ από κοντά οι επαναστάτες τούς κυνηγούν σε μια άγρια καταδίωξη. Το γεφύρι δεν τους χωρά και πέφτουν στο ποτάμι, που έχει φουσκώσει από τις τελευταίες μεγάλες βροχές του Φλεβάρη. Άλλοι πνίγονται στο νερό και άλλοι φτάνουν στην άλλη μεριά σακατεμένοι.
Την επόμενη μέρα οι αγωνιστές και πάλι στις θέσεις τους. Τριακόσια κορμιά Τούρκων βρίσκονται σπαρμένα εδώ κι εκεί, ενώ πολλές μέρες αργότερα ο Πλατύς ποταμός «ξερνούσε» συνεχώς Τούρκους πνιγμένους, μπερδεμένους στα κλαδιά των δένδρων σε όλο το μήκος του μέχρι τη θάλασσα στο Νότιο Κρητικό. Οι χριστιανοί, τελικά, μέτρησαν τριάντα νεκρούς και είκοσι τρεις τραυματίες.
Τις επόμενες τρεις ημέρες οι δυο εχθροί, ανήμερα θηρία, βρίσκονταν ο ένας απέναντι στον άλλο, περιμένοντας ενισχύσεις. Την τέταρτη μέρα, το βράδυ, ο παράτολμος και ορμητικός Αντώνης Μελιδόνης (εικ. 3) διαλέγει ογδόντα από τα πιο δυνατά παλικάρια και προχωρεί προς το Βαθιακό. Ήξερε τα μέρη καλά και την τουρκική γλώσσα ως μητρική. Μπήκε, λοιπόν, στο χωριό και δεν δείλιασε να ζώσει το τζαμί του Βαθιακού, όπου είχε πληροφορηθεί ότι οι Τούρκοι φύλαγαν τις τροφές και τα πολεμοφόδιά τους. Οι Τούρκοι, πάλι, δεν μπορούσαν να φανταστούν πως θα βρισκόταν χριστιανός τόσο παράτολμος και αποφασιστικός, που θα τολμούσε να προχωρήσει ως το Βαθιακό, ένα από τα μεγαλύτερα χωριά της Αμπαδιάς, γερά οχυρωμένο από τον Δελή Μουσταφά και γι’ αυτό και δεν είχαν καν διανοηθεί να βάλουν βάρδιες.
Ο Μελιδόνης, υποκρινόμενος με πειθώ, τούς είπε στα τουρκικά πως ήταν Τούρκος Ηρακλειώτης, από εκείνους που είχαν φτάσει την ώρα εκείνη από το Μεγάλο Κάστρο για να τους ενισχύσουν. Οι Τούρκοι τον πίστεψαν και άνοιξαν την πόρτα. Είκοσι παλικάρια του Μελιδόνη όρμησαν, τότε, με γυμνά μαχαίρια και σε λίγα λεπτά έσφαξαν δεκαοκτώ Τούρκους που είχε αφήσει ως φρουρά ο Τζιλιβόμπασης. Διατάζει, στη συνέχεια, ο Μελιδόνης τα παλικάρια του να πάρει ο καθένας όσα πολεμοφόδια και τουφέκια μπορούσε. Σκορπίστηκαν μετά στο χωριό και κάνοντας ασυνήθιστο θόρυβο ανάγκαζαν τους Τούρκους να ξεπετιούνται περίεργοι από τα σπίτια τους, για να δουν τι συμβαίνει και τότε, πάνω στη σαστιμάρα τους, οι άντρες του Μελιδόνη τους σκότωναν σωρηδόν, ώσπου το χωριό ερημώθηκε. Ο Μελιδόνης γύρισε στο Μοναστηράκι με τα ογδόντα παλικάρια του, καταφορτωμένοι με πολύτιμα λάφυρα, τόσο απαραίτητα στις σκληρές εκείνες ώρες του αγώνα.
Ο Ρούσος Βουρδουμπάς -ως αρχαιότερος αρχηγός που ήταν με τον Γ. Τσουδερό– κάλεσε τον Μελιδόνη και του έκανε μερικές παρατηρήσεις για τον αμελέτητο κίνδυνο στον οποίο είχε εκθέσει τους ογδόντα άντρες του, χωρίς προηγουμένως να ειδοποιήσει τους άλλους αρχηγούς, για να είναι έτοιμοι σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος.
Η δίκαιη παρατήρηση του Βουρδουμπά εξερέθισε και αγρίεψε τον εγωισμό του Μελιδόνη και η λογομαχία που ακολούθησε- μαζί και με άλλες διαφορές που υπήρχαν ανάμεσά τους – οδήγησε την κατάσταση στα άκρα. Μετά τους λόγους τούτους που ανταλλάχτηκαν μεταξύ τους, ο Μελιδόνης αποχώρησε με αγανάκτηση. Όμως, όπως λέγεται, ο Σακόρραφος, κατόπιν παράκλησης του Πρωτοπαπαδάκη, έτρεξε και τον έπεισε να επιστρέψει με σκοπό να τους συμφιλιώσουν. Μόλις ο Μελιδόνης επέστρεψε, έσπευσαν οι άλλοι να τους συμβιβάσουν και, μάλιστα, ο συνετός Αλέξιος Μαυροθαλασσίτης, που προσπαθούσε να ενώσει τα χέρια τους. Μα τη στιγμή εκείνη, ο Μελιδόνης τράβηξε το χέρι του πίσω φωνάζοντας:
– Με τσα άτιμο και φθονερό, εγώ δε θέλω φιλίες!
Τη βρισιά αυτή δεν την άντεξε ο Βουρδουμπάς, που θεώρησε τον εαυτό του έντονα προσβεβλημένο, γιατί ενώ αυτός είχε πειστεί και είχε δώσει το χέρι του, ο Μελιδόνης το τράβηξε και πάλι πίσω. Αυτό τον αγρίεψε ακόμα περισσότερο, γιατί τον μείωνε στα μάτια των άλλων, τράβηξε το μακρύ του μαχαίρι και τον πέρασε πέρα για πέρα. Δυστυχώς, το κακό δεν μπόρεσε να κρατηθεί και τα πράγματα οδηγήθηκαν στον άδικο φόνο του Μελιδόνη, στις 15 Φεβρουαρίου 1822, και ένας λαμπρός αγωνιστής, με εξαιρετική γενναιότητα και σπουδαίες πολεμικές ικανότητες, εξέλιπε από τον αγώνα των Κρητικών, παραλύοντας, ταυτόχρονα, την ψυχική συνοχή δύο χιλιάδων επαναστατών.
Τον θάνατο του Μελιδόνη επακολούθησε γενική σύγχυση. Οι Μυλοποταμίτες και οι εθελοντές του Μαυροθαλασσίτη, που τον λάτρευαν, γιατί αυτός ήταν ο οδηγός τους εδώ στην Κρήτη, πήραν το νεκρό και τον έθαψαν, ενώ από την άλλη μεριά οι Σφακιανοί είχαν γίνει ένα σώμα γύρω από τον Βουρδουμπά, που από όλους τους Σφακιανούς αρχηγούς είχε το μεγαλύτερο κύρος. Έτσι, όλως απερίσκεπτη αλλά και αψυχολόγητη κρίνεται η αφαίρεση- δήθεν για τιμωρία- τη στιγμή εκείνη από τον Αφεντούλιεφ της αρχηγίας των Σφακιανών από τον Βουρδουμπά, γιατί οδήγησε σε οξύτατες αντιδράσεις των συντρόφων του, που κινδύνευαν να διασαλεύσουν την ομοψυχία της Επανάστασης τη δύσκολη εκείνη στιγμή. Μάταια και ο σοφός και έμπειρος Αγιοβασιλειώτης αρχηγός Γ. Τσουδερός, με το ιδιαίτερο κύρος και τη σοφία που διέθετε και στους Ρεθεμνιώτες αλλά και στους Σφακιανούς (για τη σφακιανή καταγωγή του), προσπαθούσε να προλάβει θλιβερότερα επακόλουθα.
www.ret-anadromes.blogspot.com