Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που είχε το προνόμιο να εισέλθει στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Κι όμως ποτέ δεν κατάφερε να αναπτυχθεί και να βελτιώσει την ευημερία των πολιτών της σε σύγκριση με χώρες που ξεκίνησαν από παρόμοια αφετηρία. Κι ενώ πολλά επιμέρους μπορούν να εξεταστούν ως προς τις αιτίες (πελατειακό κράτος, αδύναμοι θεσμοί, ανεπαρκής δημόσια διοίκηση, δημοσιονομική απειθαρχία κ.ά.), σε τελική ανάλυση καταλήγουμε σε μια ευρύτερη παθογένεια από την οποία πηγάζουν όλα: Τον λαϊκισμό.
Ο λαϊκισμός, σαν πολιτικό ρεύμα και πρακτική, πορεύεται πάντα εντός πλαισίου έντονης πολιτικής πόλωσης. Η ύπαρξη ενός εχθρού είναι απαραίτητο συστατικό της λαϊκιστικής στρατηγικής. Ο εχθρός του «αγνού λαού» είναι πάντα το «κατεστημένο» (το οποίο παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα το εκάστοτε λαϊκιστικό πλαίσιο). Λαϊκισμός και πολιτική πόλωση πάνε πακέτο. Και στις συμπληγάδες της πολιτικής πόλωσης συνθλίβονται ο ορθός λόγος, οι συναινέσεις, η κριτική σκέψη, οι τεχνοκρατικές λύσεις, η επιστημονική τεκμηρίωση, οι μετρήσιμοι στόχοι και αποτελέσματα.
Όταν μια κοινωνία είναι διχασμένη μεταξύ δύο πόλων εξουσίας, η κυριαρχία του λαϊκισμού ακόμα και στον έναν πόλο οδηγεί αναπόφευκτα σε θεσμική, οικονομική και κοινωνική υστέρηση. Τι είδους εξέλιξη να έχει μια χώρα όταν κάθε φορά ο ένας από τους δύο πόλους εξουσίας υπόσχεται να αναιρέσει, μόλις αναλάβει την εξουσία, μεταρρυθμίσεις και βασικές επιλογές που θα έπρεπε κανονικά να αποτελούν κοινό στόχο (ευρωπαϊκή πορεία, πολιτικός φιλελευθερισμός, Δυτικός προσανατολισμός, συμμαχίες, προσέλκυση ξένων επενδύσεων κ.ά.).
Ο λαϊκισμός βέβαια υπάρχει σαν πολιτικό φαινόμενο σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Ο βαθμός όμως στον οποίο επηρέασε και εν τέλει επικράτησε στο πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης είναι ίσως μοναδικός. Ο λαϊκισμός κάνει την εμφάνιση του στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία στα πρώτα κιόλας βήματα της μεταπολίτευσης και της, κατά τα άλλα, επιτυχημένης και γρήγορης μετάβασης από την δικτατορία σε ένα φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς.
Τότε, μεταξύ άλλων, παίρνει την μορφή αντιευρωπαϊσμού και αντιαμερικανισμού, ο οποίος εκφράζονταν στα μέσα και τέλη της δεκαετίας του 70΄ από το τότε, ανερχόμενο στην εξουσία, ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Ενώ σε άλλες χώρες, παρά τις διαφωνίες μεταξύ των βασικών πολιτικών κομμάτων, υπήρχε συναίνεση ως προς τον βασικό στόχο της ένταξης στην ενωμένη Ευρώπη, στην Ελλάδα δεν συμφωνούσαμε ούτε για τα αυτονόητα.
Τελικά η Ελλάδα έγινε το δέκατο μέλος της ΕΟΚ τον Ιανουάριο του 1981. Λίγους μήνες αργότερα το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνει την εξουσία, με τις υποσχέσεις για δημοψήφισμα για την παραμονή της χώρας στην Κοινότητα και με τα αντιδυτικά – αντιευρωπαϊκά προεκλογικά συνθήματα ουδέποτε να γίνονται πράξη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ιδιαίτερα μετά το 1985, ο λαϊκιστικός λόγος έγινε ηπιότερος και η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας έπαψε να τίθεται υπό αμφισβήτηση.
Ωστόσο η ζημία είχε γίνει. Ο λαϊκισμός εξαπλώθηκε όχι μόνο σε όλα τα κόμματα, τέμνοντας κάθετα το κομματικό σύστημα, αλλά και σε ολόκληρη την κοινωνία (η οποία χωρίζονταν μέχρι και σε «πράσινα» και «μπλε» καφενεία). Μια ολόκληρη κοινωνία διαπαιδαγωγήθηκε στον ακραίο πολιτικό λόγο, στην πίστη σε μαγικές λύσεις για σύνθετα προβλήματα, σε ένα μόνιμο αίσθημα οργής και αγανάκτησης προς το σύστημα (όταν δεν κυβερνούσε η παράταξη που υποστήριζε ο κάθε πόλος) και στην αντίληψη ότι ο λαός δεν φταίει ποτέ για τίποτα αλλά όλη την ευθύνη έχουν οι πολιτικοί, οι θεσμοί, οι ξένοι κ.τλ. Ταυτόχρονα η εξαργύρωση της λαϊκιστικής ψήφου εκτροχίαζε όλο και περισσότερο τα δημόσια οικονομικά.
Ο λαϊκισμός στην μεταπολίτευση ανεδείχθη ως ο μοναδικός τρόπος για να κερδίσει κανείς εκλογές και κατέστη μόνιμη αντιπολιτευτική στρατηγική: όχι σε όλα, οι μεταρρυθμίσεις ισοδυναμούν με «αντιλαϊκά» μέτρα, το σύστημα, οι ελίτ και τα «ξένα κέντρα» καταδυναστεύουν τον «σοφό» λαό.
Την μεταρρυθμιστική παρένθεση των Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και Κώστα Σημίτη και την ανεπιτυχή απόπειρα τους να ξεκολλήσει η χώρα και το κομματικό σύστημα από την τοξικότητα του λαϊκισμού ακολούθησε η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή. Ο οποίος και αυτός υπόσχονταν να απαλλάξει τον λαό από τους «νταβατζήδες» και τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να συντηρήσει το λαϊκιστικό κράτος και να επιταχύνει ακόμη περισσότερο τον οικονομικό εκτροχιασμό που κρύβονταν όλα αυτά τα χρόνια κάτω από το χαλί.
Όλη αυτή η πορεία εξερράγη στην οικονομική κρίση, η οποία εξελίχθηκε σε θεσμική και πολιτική κρίση. Ο λαϊκισμός στην Ελλάδα είχε σαν αποτέλεσμα την απονομιμοποίηση του ίδιου του συστήματος που τον είχε θρέψει. Ο λαός, αρνούμενος να αντικρίσει την πραγματικότητα και τα αίτια της κρίσης, όχι μόνο δεν απέρριψε τον λαϊκισμό αλλά έδωσε την εξουσία σε μια αμιγώς λαϊκιστική συγκυβέρνηση Αριστεράς – Δεξιάς.
Κάπου εκεί τελείωσαν οι μύθοι και τα παραμύθια, ο λαός έπαθε και έμαθε και από το 2019 και μετά ο λαϊκισμός στην Ελλάδα βρίσκεται σε περιδίνηση. Σε καμία περίπτωση δεν έχει ηττηθεί. Αυτό είναι εμφανές τόσο από την σύνθεση της σημερινής Βουλής όσο και από το επίπεδο του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα. Βρίσκεται όμως κατακερματισμένος σε μικρότερες δυνάμεις αδυνατώντας, προς το παρόν, να απειλήσει την σταθερότητα της χώρας. Μέχρι την επόμενη φορά…