Η δρυς έπεσε. Ο πανδαμάτωρ χρόνος εδάμασε τον αδάμαστο. Η αίσθηση του Μεγάλου γεννά την ψευδαίσθηση του Αθάνατου, αλλά η αδήριτη εγκόσμια νομοτέλεια καταλύει τις ψευδαισθήσεις και επιβάλλει την κυκλική εναλλαγή της ζωής με τον θάνατο στη ροή του χρόνου. Είναι άραγε τυχαίο ή έκφραση διαίσθησης το γεγονός ότι το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Στυλιανού για το 2019 ήταν αφιερωμένο στον χρόνο; «Ο χρόνος που φεύγει είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας που όλο και θα το συναντούμε μπροστά μας, όχι μονάχα ως ανάμνηση νοσταλγική, αλλά και ως συνέπεια άμεση, οργανική καθοριστική της ζωής και της φυσιογνωμίας μας». Ο Στυλιανός έφυγε και σε μας τώρα, τους προσωρινώς επιζώντες, απομένουν οι μνήμες, η αναδίφηση του παρελθόντος.
Γνώρισα τον Στυλιανό το 1968, νεότευκτος Δήμαρχος, όταν ο μακαριστός Επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου γέροντας Αθανάσιος παραιτήθηκε. Ήρθαν τότε στο γραφείο μου στο παλιό Δημαρχείο δυο ομάδες ευυπόληπτων συμπολιτών και άλλοι μεμονωμένοι, μου εξύμνησαν τον αρχιμανδρίτη Στυλιανό Χαρκιανάκη και ζήτησαν να εισηγηθώ την εκλογή του στον χηρεύοντα θρόνο της Επισκοπής μας. Επείσθηκα ότι ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου, τον οποίο εκτιμά το πλήρωμα της εκκλησίας, θα ήταν κατά τεκμήριο η καλύτερη επιλογή, συνέταξα μια σχετική επιστολή και πέταξα στη Θεσσαλονίκη, για να μάθω τις προθέσεις του. Έφθασα στη μονή Βλατάδων βραδάκι, την ώρα που ο Στυλιανός ως ηγούμενος τελούσε τον εσπερινό χωρίς ψάλτη. Στάθηκα στο αναλόγιο και βοήθησα και στο δείπνο που ακολούθησε του ενεχείρισα την επιστολή και πρόσθεσα την προσωπική μου πρόσκληση να αναλάβει τα ηνία της Ρεθυμνιακής Εκκλησίας.
«Ευχαριστώ από καρδιάς, είναι μεγάλη τιμή για μένα, αλλά δεν μπορώ. Εγώ τώρα φορτώνω», ήταν η απάντησή του. Οικοδομούσε την επιστημονική του κατάρτιση και την όλη προσωπικότητά του, το κατάλαβα και το σεβάστηκα. Περάσαμε πολλές ώρες συζητώντας και γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Από το βράδυ εκείνο μας συνέδεσε μια βαθειά αδελφική φιλία, ένιωθα γι’ αυτόν σεβασμό, θαυμασμό και αγάπη και δεν έκρυβε τα συναισθήματά του για μένα.
Όταν το 1975 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας, του έστειλα το εξής μήνυμα: «Το ήξερα πως είσαι καραβοκύρης ανοιχτής θάλασσας και πως οι θάλασσές μας εδώ είναι στενές, γεμάτες υφάλους και ακρωτήρια. Μα ήξερα επίσης πως το ταξίδι είναι ένα, ίδιο σ’ όλα τα πελάγη του Μεγάλου Καραβοκύρη, και έλπιζα. Τώρα σηκώνεις άγκυρες για τις θάλασσές σου με τους μεγάλους ορίζοντες και τα μεγάλα κύματα. Ας ετοιμαστούμε για τη νοσταλγία. Καλό ταξίδι».
Το 1996, εκτιμώντας την πλούσια δράση του στον διεθνή πνευματικό ορίζοντα, εισηγήθηκα στο Δημοτικό Συμβούλιο να τον τιμήσει το Ρέθυμνο ως γενέτειρά του. Η εισήγησή μου έγινε ομόφωνα δεκτή, οργανώσαμε τη σχετική τελετή και στην προσφώνησή μου μεταξύ άλλων είπα τα εξής:
«Το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνης, διερμηνεύοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα ολόκληρου του Ρεθυμνιακού λαού, αποφάσισε ομόφωνα να απονείμει στον συμπολίτη Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, διακεκριμένο συγγραφέα και εμπνευσμένο ποιητή,
κ.κ. ΣΤΥΛΙΑΝΟ ΧΑΡΚΙΑΝΑΚΗ
την ανώτατη τιμητική διάκριση της πόλης και να τον ανακηρύξει ΑΞΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ.
Η απονομή αυτή θεωρήθηκε χρέος της πόλης προς το τέκνο της, γιατί με τη διαλάμπουσα και καταξιωμένη στο διεθνή και ελληνικό χώρο πολυσχιδή και πολύτιμη πνευματική δημιουργία του αύξησε και διεύρυνε την πνευματική περιουσία της, αυτήν που το Ρέθυμνο έχει αποθησαυρίσει σε αιώνες πνευματικής άνθησης και καρποφορίας. Παράλληλα, το έργο του αυτό έδειξε ότι η παράδοση του Ρεθύμνου εις τα Γράμματα είναι πάντοτε ενεργός και δυναμική, ότι το έδαφός του, το οποίο εγεώργησαν και κατάρδευσαν γίγαντες της Επιστήμης και γενικότερα του πνεύματος, διατηρεί όλη την ικμάδα και τη ζωτικότητά του και τρέφει αδιαλείπτως υψίκορμα δένδρα και πλούσιο αμητό ευσταλών σταχύων.
Και θέλω να είμαι σαφής: Υπόκειμαι στην μαγεία της Ποίησης του Στυλιανού Χαρκιανάκη. Όχι αντιδιασταλτικά, όχι επειδή στην εποχή μας καθημερινά συναντούμε αντιποίηση της Ποίησης, όπου κανένα νοητικό ξίφος δεν διαπερνά τη γόρδια ασάφεια και όπου γίνεται βασανιστική η υποψία, ότι πίσω από τις ατάκτως ερριμμένες έννοιες δεν βρίσκεται τίποτε, μόνο το κενό, καθώς η απουσία συνάρτησης τις στερεί από τη στήριξή του εννοιολογικού περιβάλλοντος και περιορίζει τις λέξεις στον άχαρο ρόλο του άψυχου υλικού για την κατασκευή ενός φραστικού σκηνικού σ’ ένα θέατρο χωρίς ηθοποιούς, για ένα δράμα χωρίς δραματική πλοκή.
Υπόκειμαι στη γοητεία της Ποίησης του Στυλιανού Χαρκιανάκη ανεξάρτητα από άλλες ποιητικές δημιουργίες, γι’ αυτό που η ίδια είναι.
Πάνω απ’ όλα, γιατί βρίσκω ότι διακατέχεται και κυριαρχείται από ένα πνεύμα Λυτρωτικό, που αποτελεί θεμελιακό στοιχείο κάθε μεγάλης πνευματικής δημιουργίας, είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην ποιητική Τεχνική και την ποιητική Τέχνη, ανάμεσα στο μικρό και το Μεγάλο.
Ο χειριστής της ποιητικής Τεχνικής είναι δέσμιος της εποχής του, επηρεάζεται από τα δεδομένα της και την αντανακλά, μένει σ’ αυτήν. Έτσι στην εποχή μας, εποχή της αμφισβήτησης του αξιολογικού συστήματος που αποτέλεσε το θεμέλιο του Πολιτισμού και της ευρύτερης ή πλήρους άρνησής του, πάρα πολύ συχνά η Ποίηση, όταν δεν γίνεται εκποίηση αξιών η προσποίηση Τέχνης, αυτοπεριορίζεται στο ρόλο του Φωτογράφου, απλά απεικονίζει τη σύγχυση, την αντιφατικότητα, το κενό, ίσως και τον πόνο της σύγχρονης ζωής. Ανοίγει το στήθος της, δείχνει τα σπλάχνα και τα εσώψυχά της, όμως το αφήνει ανοικτό, σπαραγμένο και αιμάσσον, μαζί με το δικό μας στήθος, γιατί δεν έχει τη δύναμη να ξεπεράσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και να το κλείσει. Ο χειριστής της ποιητικής Τεχνικής δεν μπορεί να δώσει κανένα μήνυμα υγείας, ζωής και ελπίδας, γι’ αυτό νομίζω, δεν γίνεται ποτέ πραγματικά μεγάλος.
Αντίθετα, ο θεράπων της Τέχνης προχωρεί άλλο τόσο μπροστά. Βιώνει σε όλο της το βάθος την τραγικότητα της σύγχρονης ζωής, το προσωρινό και το αιώνιο στοιχείο της, το ελάχιστο και το μέγιστο, την οδύνη και την ευφροσύνη της. Σπαράσσεται και αιμορραγεί, πέφτει και σηκώνεται, αλλά δεν υποκύπτει. Κλείνει τις πληγές, που η παρατήρηση και η συνειδητή βίωση της σύγχρονης πραγματικότητας προκαλεί, ξεπερνά τις καταλυτικές επιρροές της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, αποδεσμεύεται από την εποχή του και αυτονομείται, σπάει τις προμηθεϊκές αλυσίδες που κρατούν το στήθος του ακίνητο, βορά στον αετό της καθημερινής κενότητας, και γίνεται ο ίδιος αετός, λυτρωμένος και Λυτρωτής. Γιατί, μαζί με τη δική του Ψυχή λυτρώνει και τη δική μας ο θεράπων της Τέχνης. Δείχνει το δρόμο της πνευματικής Λύτρωσης και ρίχνει γέφυρες πάνω από το αβυσσαλέο κενό της καθημερινής πρακτικής.
Γι’ αυτό είναι Μεγάλος, γιατί βιώνει ο ίδιος και συμπαρασύρει τους άλλους στα πάθη της ανελέητης πραγματικότητας, αλλά έχει τη δύναμη να τα ξεπεράσει και να βιώσει και να προσφέρει την «των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Αυτή βρίσκω ότι είναι μια, η αξιολογότερη, πλευρά της Ποίησης του Στυλιανού Χαρκιανάκη: είναι Λυτρωτική Ποίηση, γιατί βρίσκει τη δύναμη να αναπαυθεί σε μια πανίσχυρη Πίστη, πίστη στο Θεό και στον άνθρωπο, και να τη μεταγγίσει σαν αγώνισμα, σαν κάλεσμα Ελπίδας και Νίκης.
Είναι ιερατική Ποίηση, ο Παντελής Πρεβελάκης έγραψε ότι «έχει την ευγένεια των ιερών κειμένων», και δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι η υψηλή Τέχνη σε όλες τις μορφές της υπήρξε πάντα στο βάθος της θρησκευτική, ότι μεταστοιχειώνει το φθαρτό σε άφθαρτο, το προσωρινό σε αιώνιο.
Είναι όμως και βαθύτατα ανθρώπινη. Είναι στο σύνολό της μια ευγενής δύναμη ανάτασης και αποπνευματοποίησης του ανθρώπου, ο βέβηλος βόμβος της αγοράς εξαφανίζεται και κυριαρχεί απαράμιλλη ευαισθησία, ισορροπία και εσωτερική ευδαιμονία.
Το Ρέθυμνο δ’ εμού σήμερα ασπάζεται τη δεξιά του Αρχιεπισκόπου, τιμά τον Επιστήμονα, αγαπά τον Ποιητή».
Οι ποιητικές Συλλογές του που μου έστελνε αποτελούν τα πολυτιμότερα αποκτήματα της βιβλιοθήκης μου και ένα ποίημά του που μου αφιέρωσε την ανώτατη τιμή για το πρόσωπό μου.
Το 2003 με κάλεσε να μετάσχω στο Κληρικολαϊκό Συνέδριο της Αυστραλίας και πήγα. Έμεινα έκθαμβος. Ένας ρωμαλέος ελληνορθόδοξος πληθυσμός, αυτάρκης και ανερχόμενος, εκφράστηκε με πληρότητα και υψηλή ποιότητα, ο «Ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας» του Καφάβη. Η οργάνωση, η δομή, το φρόνημά του είναι το αέτωμα των μακροχρόνιων αγώνων του Στυλιανού.
Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει δύο εκφάνσεις: τη βιολογική ζωή, που καταγράφει το Ληξιαρχείο, και το ίχνος που αποτυπώνει το άτομο, όταν έχει φύγει, στη συνείδηση των ανθρώπων. Ο ληξιαρχικός θάνατος ως φυσικό φαινόμενο είναι ηθικά ουδέτερος. Ηθικό περιεχόμενο έχει το ίχνος από το πέρασμα του ατόμου, γιατί αυτό είναι δική του επιλογή, το περιεχόμενο και η ουσία της ύπαρξής του.
Ο Στυλιανός υπήρξε μια βαθύτατα ηθική προσωπικότητα, που άφησε ανεξίτηλο ίχνος στη συνείδηση των επερχόμενων γενεών. Οι επιστημονικές του Μελέτες, η γνώση που μεταλαμπαδεύει η Θεολογική Σχολή του Αγίου Ανδρέα που ίδρυσε και στην οποία εδίδαξε, η μάθηση στα Δημοτικά, τα Γυμνάσια, τα Λύκεια και τα δίγλωσσα Ελληνορθόδοξα Κολλέγιά του, η κοινωνική συνδρομή στους Βρεφονηπιακούς Σταθμούς, τα Νηπιαγωγεία, τα Γηροκομεία και γενικά στα ευαγή Ιδρύματά του, οι προσευχές στις Μονές του, η Ποίηση και οι εκδόσεις του, η όλη δράση του και η απήχησή της στον νου και στην ψυχή των ανθρώπων αποτελούν ευγενικούς και ακλόνητους πυλώνες που διαιωνίζουν την παρουσία του στην αέναη ροή του χρόνου με οικουμενική εμβέλεια και κύρος.
Και τίποτε από αυτά δεν συντελέστηκε χωρίς σκληρότατους αγώνες, χωρίς θυσία εαυτού, όπως η μοίρα των κορυφαίων ορίζει. Η θέση στην κορυφή της ανθρώπινης ύπαρξης ενέχει ένα στοιχείο μεγαλείου αλλά και τραγικότητας. Ο Στυλιανός, το ορφανό παιδί από το Άδελε του Ρεθύμνου, τα εβίωσε όλα, και τη Μεγαλοσύνη και την τραγικότητα.
Η τελευταία επικοινωνία που είχα μαζί του πρόσφατα ήταν έμμεση, η αφήγηση του σεβάσμιου πατρός Βασιλείου, Ηγουμένου της Μονής Ιβήρων, για τη συνάντησή του με τον Στυλιανό. Τον χαρακτήριζε όχι η γνώριμη φλογερή αγωνιστικότητα, αλλά η ηρεμία και η γλυκύτητα. Εθεώρησα ότι δεν ήταν έκφραση του Νικητή, η νίκη φέρνει άγχος και επαγρύπνηση, αλλά αύρα του Μεγαλόψυχου που συγχώρησε ειλικρινά και βαθιά όλους όσοι τον πολέμησαν και τον κατάτρεξαν.
Και στη ζωή του και στον θάνατό του ο Στυλιανός ήταν Μεγάλος Άνθρωπος, ο σύγχρονος επικός Ακρίτας, φρουρός, εμπνευστής και υπέρμαχος του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στα σύνορα της Οικουμένης.
* Ο Δημήτρης Ζ. Αρχοντάκης είναι τέως δήμαρχος Ρεθύμνης