Ποτέ δεν θα ξεχάσω την έκφραση στο πρόσωπο του αείμνηστου Κώστα Ξεξάκη όταν του αποκάλυψα την καταγωγή μου.Η χειραψία του έγινε πιο ζεστή και μια σκιά θλιμμένης νοσταλγίας διέκρινα στο βλέμμα του.
– Αχ οι πρόσφυγες μου είπε. Τι μου θύμισες τώρα.
Και μου αφηγήθηκε με τον δικό του τρόπο τις εντυπώσεις του από την πρώτη φορά, που τους αντίκρισε στο λιμάνι.
Ήταν η μέρα που είχε έρθει στο Ρέθυμνο με τον πατέρα του για δουλειές, με συντροφιά τον συγγενή τους Δημήτρη Νικολουδάκη από την Ελεύθερνα, πολυπόθητη εμπειρία για ένα 12χρονο αγόρι που ζει στο χωριό.
Εκείνη τη μέρα ένα πλοίο αποβίβαζε με βάρκες πρόσφυγες. Ήταν ένα θέαμα θλιβερό που έγινε τραγικό αργότερα όταν άνθρωποι, μπόγοι, βαλίτσες έγιναν ένας σωρός εκεί στην αποβάθρα στην είσοδο του λιμανιού.Κάμποσοι ντόπιοι πλησίασαν να δουν από κοντά τον κόσμο που έφθανε. Ανάμεσα τους ο Ξεξάκης με τους συνοδούς του. Κι αυτό που είδε ο 12χρονος στοίχειωσε στη σκέψη του μέχρι τα γεράματά του.
Θα γράψει αργότερα μεταξύ άλλων στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» 1993:«Άνδρες, γυναίκες και παιδάκια, εκάθοντο κρατώντας το κεφάλι τους σκυφτοί και αμίλητοι. Κανένας δεν έκλαιγε. Είχαν μια σφιγμένη έκφραση και αδιάφορο βλέμμα. Πολλοί Ρεθεμνιώτες ήταν γύρω τους, τους μιλούσαν κι εκείνοι απαντούσαν, κουνώντας το κεφάλι και αφήνοντας έναν αναστεναγμό. Πολλοί Ρεθεμνιώτες και ο πατέρας μου άπλωναν το χέρι να τους δώσουν κάποια βοήθεια…».
Αυτό το κείμενο είχα την τύχη να μου το υπαγορεύσει, όπως κάθε φορά που έφερνε κείμενο στην εφημερίδα και για να διευκολύνουμε το λινοτύπη, μου το υπαγόρευε. Και δεν υπήρχε πιο σημαντική στιγμή για μένα πιστέψτε με, αφού μου μάθαινε τόσα πολλά. Με αφορμή την πρώτη μας συνάντηση και την καταγωγή μου, όπως μου αποκάλυψε αργότερα, σκέφτηκε να καταγράψει αυτές τις μνήμες.
Για να βρεθεί αργότερα, ένας άλλος φωτισμένος εκπαιδευτικός ο Γιώργος Φρυγανάκης, που είχε μεταβάλει το σύνδεσμο Φιλολόγων σε πνευματική κυψέλη, να επιλέξει άρθρα του Κώστα Ξεξάκη (1937-1997) και να τα συμπεριλάβει σε μια από τις θαυμάσιες εκδόσεις του συνδέσμου. Αυτό το συγκεκριμένο άρθρο θα μας δώσει και άλλα πολύτιμα στοιχεία, για τον εμπλουτισμό του αφιερώματός μας αυτού, στον πρώτο καιρό των προσφύγων στο Ρέθυμνο.
Εκεί στην αποβάθρα λοιπόν ξεκίνησε η νέα οδύσσεια των Μικρασιατών, μέχρι να τακτοποιηθούν στην άγνωστη τους πόλη.
Και μια συγκλονιστική αφήγηση του Δημήτρη Φρυγανάκη, μας δίνει άλλο ένα στοιχείο, από τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες τις δυσκολίες, τις πρώτες μέρες της άφιξής τους στο Ρέθυμνο:
«Μετά από ένα χρόνο το πλοίο «Πατρίς» – αξέχαστα – μας έφερε στιβαγμένους ασφυχτικά και μας μοίραζε στην Κρήτη. Το δικό μας ανθρωπομάνι το ξεφόρτωσαν σε κάτι μαύρες μαούνες στ’ ανοιχτά και το άδειασαν μετά στο Ρέθυμνο, στην αποβάθρα του ενετικού λιμανιού. Ένας σωρός κουρέλια! Σωματικά και ψυχικά!…
Μαζεύτηκε πολύς κόσμος γύρω μας και μας περιεργαζόταν… Η μάνα μου, η αδελφή μου και εγώ, ό,τι είχε απομείνει δηλαδή από τη μεγάλη μας οικογένεια, κουρνιάσαμε σε μια γωνιά και σφίγγαμε την εικόνα του Εσταυρωμένου. Η μάνα μου κάτι ψιθύριζε στην εικόνα σαν να παραμιλούσε… Ανάμεσα στις άλλες λέξεις ξεχώριζαν τα ονόματα του πατέρα μου και των τριών αδελφών μου που «είχαν μείνει πίσω»… Ένιωθα να φοβούμαι και πιο πολύ να ντρέπομαι τον κόσμο, χωρίς να ξέρω γιατί!….
Εκείνη τη στιγμή, ένα ψηλό, ξυπόλητο προσφυγόπουλο πήρε ένα γκαζοντενεκέ, τον ύψωσε και άρχισε να τον χτυπά ρυθμικά, ανατολίτικα… Μια ομάδα νεαρών σηκώθηκαν τον έβαλαν στη μέση και άρχισαν να χορεύουν με αργές κινήσεις. Μετά κι άλλοι, κι άλλοι… Λες και όλα αυτά τα έβλεπα απ’ το παράθυρό μου στο απέναντι καφενείο, γιορτινές μέρες στη Σμύρνη… Λες και όλα αυτά τα έβλεπα σ’ ένα κακό όνειρο…
Ξαφνικά ένιωσα μέσα μου κάτι παράξενο να γίνεται και άρχισα να παίζω κι εγώ παλαμάκια στους ρυθμούς του γκαζοντενεκέ. Το ίδιο και η αδερφούλα μου…Ξαφνικά οι περισσότεροι ήταν όρθιοι και κινιούνταν στους ίδιους ρυθμούς, πότε κατεβάζοντας τα πρόσωπα προς τη γη και πότε υψώνοντάς τα προς τον ουρανό…
Και άκουες κάτι αναστεναγμούς, σαν μουγκρητά μέσα από σπηλιές!…». (Από το βιβλίο του Γιώργου Φρυγανάκη «Στη σκιά των αλησμόνητων πατρίδων», Αθήνα 2022, σ. 52. )
Πάντα έλεγαν «Δόξα τω Θεώ»
Έτσι έπαιρναν πάντα κουράγιο οι πρόσφυγες.
Εδώ αναβιώνουν δικές μου μνήμες. Ποτέ δεν θυμάμαι βαρυγκόμια για μια κακή στιγμή. Είχαμε δεν είχαμε φαγητό. Τα επιδέξια χέρια της γιαγιάς έκαναν θαύματα, με τα πιο απλά υλικά. Το «Δόξα Σοι ο Θεός» ήταν στην ημερήσια διάταξη. Και το τραγούδι άλλοτε χαρούμενο, ρυθμικό, άλλοτε λυπητερό, ένας αμανές που αναδείκνυε και το φωνητικό ταλέντο του ερμηνευτή, ποτέ δεν έλειπε από τα χείλη. Αυτό που σιχαινόταν ο Μικρασιάτης, ήταν η γκρίνια που θεωρούσε μεγάλη γρουσουζιά. Γι’ αυτό δεν αργούσε να βγει από τη δύσκολη θέση και να κάνει πάλι τα σταυρό του, με ευγνωμοσύνη στην Ύψιστο.
Οι Μικρασιάτες που έφθασαν στο Ρέθυμνο, τοποθετήθηκαν στην αρχή κάτω από άθλιες συνθήκες στη Λότζια, στα Τούρκικα σχολειά, στο χώρο που είναι σήμερα η σχολή Αστυνομίας.
Είναι πολλά τα άρθρα ιδιαίτερα στην εφημερίδα «Δημοκρατία», που περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα τις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων τον πρώτο καιρό.
Η μεγάλη προσφορά της Λαβιτζόι
Σε κείνους τους κρίσιμους καιρούς χάρισε στους πρόσφυγες ουσιαστική βοήθεια και ελπίδα, μια ευαίσθητη Αμερικανίδα Η Έσθερ Λαβτζόι.
Η εθελόντρια Esther Pohl Lovejoy) γεννήθηκε από Εγγλέζους γονείς στην Ουάσιγκτον, στις 16 Νοεμβρίου του 1869 και πέθανε 31 Αυγούστου του 1967. Η πρωτοπόρος γιατρός Lovejoy έζησε από κοντά την καταστροφή της Σμύρνης. Ως επικεφαλής της ανεξάρτητης οργάνωσης «Νοσοκομεία Αμερικανίδων Γυναικών» στην Ελλάδα, αγωνίστηκε με πάθος για τη συγκέντρωση χρημάτων στην πατρίδα της και την περίθαλψη των προσφύγων στη χώρα μας. Στο Ρέθυμνο βρέθηκε το 1922-1923. Ο δήμος Ρεθύμνου αναγνωρίζοντας την προσφορά της, την τίμησε με το κλειδί της πόλης, (Μενέλαος Παπαδάκης 1923-1925), όπως επίσης και με την απόδοση του ονόματός της στη σημερινή οδό Εθνάρχου Μακαρίου και Νίκου και Μαρίας Καστρινάκη. (Ξεκινούσε από τη βόρεια πύλη του τότε νοσοκομείου και κατέληγε στη σημερινή πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη.) Η προσφορά της Αμερικανίδας γιατρού, ξεχάστηκε γρήγορα όπως ξεχάστηκαν πάρα πολλά σε αυτήν πόλη.
Είναι συγκλονιστικές οι λεπτομέρειες από την κατάσταση που είχε βρει στο Ρέθυμνο η σπουδαία αυτή γυναίκα.
Όταν έφθασε στην Κρήτη συνεργάστηκε στενά με τη Μάριαν Κρούκσανκ, μία γιατρό, με την οποία εκτός από τις ρίζες τους στο Όρεγκον, μοιραζόταν την ικανότητα της πρακτικής και ψύχραιμης αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η Κρούκσανκ ανακηρύχθηκε από τους Κρητικούς «μάντισσα», όταν προειδοποίησε ότι θα ξεσπούσε επιδημία τύφου και ευλογιάς στο στρατώνα έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου, όπου ήταν στοιβαγμένοι 3.000 νέοι πρόσφυγες. Η φήμη της Αμερικάνας γιατρού απογειώθηκε, όταν τους έδειξε πώς να θέτουν υπό έλεγχο τον τύφο εγκαθιστώντας λουτρά και χώρους απολύμανσης από τις ψείρες.
Στο Ρέθυμνο η Λαβτζόι και η Κρούκσανκ βρήκαν προσφυγόπουλα να ζητιανεύουν κρέας έξω από ένα εστιατόριο, κάτι που εξόργισε την Κρούκσανκ, η οποία αναφώνησε ότι πολύ θα ήθελε να δει τους πολιτικούς και τους διπλωμάτες, που ήταν υπεύθυνοι για την ανταλλαγή πληθυσμών στη θέση των θυμάτων τους.
Ήταν άραγε υπερβολικά σκληρή η κριτική; Υπερασπιστές του πρωτοκόλλου της Λωζάννης θα ισχυρίζονταν ότι σκοπός του ήταν να φέρει τάξη και να θέσει κανόνες σε μία ανταλλαγή πληθυσμών, που θα γινόταν έτσι κι αλλιώς – και ήδη συνέβαινε υπό τις πιο απάνθρωπες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση, την ίδια ώρα που οι γιατρέσσες αγωνίζονταν να θέσουν την επιστημονική τους κατάρτιση, τις δυνάμεις και το μυαλό τους στην υπηρεσία των προσφύγων, για να αντιμετωπίσουν τουλάχιστον τις άμεσες ανάγκες τους, φάνηκε καθαρά ότι τα έκτακτα οικονομικά επιδόματα δεν έλυναν το πρόβλημα. Στα κεντρικά γραφεία της Κοινωνίας των Εθνών λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Γενεύη, οι γραφειοκράτες μελετούσαν μία πιο μακροπρόθεσμη λύση, στην πρόκληση της εγκατάστασης των προσφύγων και της σταθεροποίησης της κατάστασης στην ανατολική Μεσόγειο…
Με την πάροδο των χρόνων, ξεχάστηκαν όλα. Ακόμα και οι προσφορές κάποιων σε ώρες δύσκολες.
Πάει και η οδός που είχε δοθεί στο Ρέθυμνο προς τιμήν της.
Μένουν μόνο οι στίχοι του Γιώργου Φρυγανάκη, του έξοχου και ποιητή, που της αφιέρωσε το παρακάτω ποίημα
Άγγελε του ελέους.
Ιέρεια του Ασκληπιού
Κόρη του Ιπποκράτη
Μάνα της προσφοράς
και Σαμαρείτισσα αδελφή,
ο θρήνος κι ο καπνός του ’22
σε συντάραξαν
κι ήρθες κι αγκάλιασες την προσφυγιά,
προσφέροντάς απλόχερα αγάπη και χαρά,
όπως προδήλωνε το όνομά σου!
Πάλεψες με αυταπάρνηση τον τύφο,
τη φυματίωση, την ευλογιά,
την πείνα, την ορφάνια
και την εξαθλίωση!
Δίκαια σου απένειμε η πόλη
το κλειδί της!
Δίκαια δόθηκε σε κεντρική οδό της
το όνομά σου!*
Δίκαια οι τότε πρόσφυγες
στο όνομά σου ορκίζονταν
και δίκαια σε κατευόδωσαν
με δάκρυα και ύμνους!
Μ’ αλήθεια πόσο άδικα
έγινε προσφυγάκι η πινακίδα σου
στον τοίχο τον αόρατο της λήθης!
Πότε επιτέλους θα απαλλαγεί
η «Πόλη των Γραμμάτων»
από το «μίασμα» α-χαριστίας;
Και τι θα απαντήσει άραγε
στον εγγονό σου που ’ρχεται;
με δάφνινο στεφάνι;
Οι ρεθεμνιώτες του εξωτερικού υπέρ των προσφύγων
Υπήρξαν και Ρεθεμνιώτες του εξωτερικού που νοιάστηκαν για το δράμα των Μικρασιατών. Παράδειγμα ο ιερέας Μάρκος Πετράκης. Ο φλογερός αυτός πατριώτης οργάνωσε μέχρι και συλλαλητήριο στην ενορία του, εκεί στη μακρινή Αμερική, όπως μας ενημερώνει η εφημερίδα «Δημοκρατία» στο φύλλο της 2 Οκτωβρίου 1922.
«Ρεθυμνίοι εν τη Ξένη
Ζωηρά, ακούραστος, πατριωτική η δράσις του ιερέως Αγίου Λουδοβίκου της Αμερικής αιδ. Μάρκου Πετράκη. Τον ενθυμείσθε όλοι, ιερέα εδώ. Κάποτε προ οκτώ ετών, ανεχώρησε δια την Αμερικήν. Εις τον Αγ. Λουδοβίκον ωργανώθη μέγα παγχριστιανικόν Συλλαλητήριον διαμαρτυρίας κατά των εν Μικρασία διαπραχθεισών Κειμαλικών ωμοτήτων.
Του Συλλαλητηρίου μετέσχον χιλιάδες Αμερικάνων. Αμερικάνοι καυτηρίασαν εις κεραυνώδεις λόγους τας Τουρκικάς αγριότητας. Απας ο Αμερικανικός Τύπος αφιέρωσε μακράς στήλας δια την σοβαρότητα του Συλλαλητηρίου, αντηχήσασαν και εις την Ευρώπην. Κατά τον «Εθνικόν Κήρυκα» της Ν. Υόρκης το Συλλαλητήριον ήτο αποτέλεσμα των ευγενών προσπαθειών και κόπων του εξ αγαθών και πατριωτικών πάντοτε προθέσεων εμφορουμένου και εξ ακραίων ελατηρίων ελαυννομένου ιερέως της Παροικίας μας αιδ. Μάρκου Περάκη, όστις μετα περισσού ζήλου και ακουράστου ενέργείας ειργάσθη καταλλήλως όπως κινήσει το ενδιαφέρον και εξεγείρη την συμπάθειαν των εν τη πολεί μας Χριστιανικών Εκκλησιών, υπέρ των δεινοπαθούντων ομόαιμων μας της Μικρασίας και ωθήσει ταύτας εις την μοναδικήν για την τάξιν μεγαλοπρέπειαν και επισημότητα συγκέντρωσιν του Αγ. Λουδοβίκου».
Η «Δημοκρατία» δεν έχει παρά να δώσει και τα δικά της συγχαρητήρια εις τον εκλεκτόν συμπολίτη ιερέα.
Ο παπά Μάρκος φαίνεται ότι δεν σταμάτησε να αγωνίζεται υπέρ των προσφύγων.
Πέρα από τους πύρινους από άμβωνος λόγους του, συγκρότησε επιτροπή η οποία κατάφερε με έρανο, να συγκεντρώσει περίπου 1.000 δολάρια, τα οποία και εστάλησαν για τις ανάγκες των προσφύγων, μέσω της εφημερίδας «Εθνικός Κήρυκας». Κι συνέχισε με τον ίδιο ζήλο το ανθρωπιστικό έργο του.
Ακόμα και φόρους;
Η επόμενη χρονιά βρήκε τους πρόσφυγες να διευκολύνονται με ημίμετρα. Οι σχέσεις με την τοπική κοινωνία είχαν πια ζεσταθεί. Οι λαϊκές τάξεις φυσικά άνοιγαν και αγκαλιές, ενώ η τοπική ελίτ άπλωνε μόνο χέρι βοηθείας στο πλαίσιο φιλανθρωπικού έργου.
Τα προβλήματα δεν έλειψαν κυρίως στους ασχολούμενους με τη γη. Σε άρθρο της τον Σεπτέμβριο του 1923 η εφημερίδα «Δημοκρατία», καλεί το αθηνοκεντρικό κράτος να πάρει θέση και να βοηθήσει τους πρόσφυγες, που έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν και φορολογικές υποχρεώσεις, από τη στιγμή που μετά βίας εξασφαλίζουν τον επιούσιο για τα παιδιά τους. Κι ενώ οι τοπικοί αρμόδιοι εξοντώνονται στη δουλειά, για να ετοιμάσουν φακέλους στις υπηρεσίες, το επίσημο κράτος ανταποκρίνεται με ρυθμούς χελώνας. Ακόμα και τα γεωργικά εφόδια που περιμένουν οι πρόσφυγες, τείνουν να φθάνουν με ανησυχητική για την εποχή της σποράς καθυστέρηση.
Η ζωή τους όμως τραβά την ανηφόρα. Το τραγούδι δεν σταματά στις προσφυγικές γειτονιές. Η αισιοδοξία δεν λείπει, επειδή πηγάζει από βαθειά πίστη. Γνωστή άλλωστε η ευσέβεια των Μικρασιατών. Δεν έλειψαν και τα μνημόσυνα, με την οργανωτική φροντίδα των τοπικών αρχών, για τους πεσόντες στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Όσο για κείνους που περίμεναν το αντάμωμα με τους αγαπημένους, ποτέ δεν έπαψαν να ελπίζουν. Και σαν από θαύμα, πολλές οικογένειες κάποια στιγμή έσμιξαν ξανά.
Ο Δημήτρης Λαδιάς ήταν από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Η καταστροφή τον βρήκε στα επτά του χρόνια. Το κύμα της προσφυγιάς τον άρπαξε και αυτόν, τον πήρε μακριά από την οικογένειά του και για ένα διάστημα μικρό παιδί, χωρίς κανέναν στον κόσμο βρέθηκε από τον Πειραιά στο Ναύπλιο. Τελικά μια μέρα τον έστειλαν στο Ρέθυμνο. Κι εδώ έσμιξε με τη μητέρα του και την αδελφή του.
Ο Γιάννης Ανάς Μαγιάφας έφτασε στο Ρέθυμνο με τον πατέρα του και τα αδέλφια του που ήταν όλα μικρά παιδιά. Έμειναν για λίγες μέρες στο χώρο που βρίσκεται σήμερα η σχολή Αστυνομίας και μετά τους πήγαν στο Ρουσοσπίτι. Εκεί τους φρόντισε ένας ιερέας ο παπά Μανόλης, αλλά σύντομα κατάλαβαν πως δεν είχαν μέλλον. Κι επέστρεψαν στην πόλη, όπου και κατάφεραν να αποκατασταθούν.
Οι Μικρασιάτες δεν φοβήθηκαν ποτέ τη δουλειά. Και πολύ γρήγορα απέδειξαν τι αξίζουν.
Αναφέρει σχετικά ο Κώστας Ξεξάκης για τη μετέπειτα πρόοδο Μικρασιατών, που άφησαν έντονη την σφραγίδα τους στο Ρέθυμνο.
«Δυο μεγάλα καταστήματα για πρώτη φορά στην πόλη μας έκαναν εντύπωση, για τις καινοτομίες τους και για το μέγεθος και τον πλούτο των εμπορευμάτων.
Τα καταστήματα εγχωρίων και αποικιακών προϊόντων στο τέρμα της οδού Αρκαδίου και το άλλο του Φεσσά απέναντι από τη Λότζια, του Συμσίρη, του Σιμιτζή. Κι εκείνος ο φούρνος του Κωτάκη, απέναντι στη Κρήνη Ριμόντι, που το παξιμάδι του ήταν περιζήτητο ακόμα και στη Θεσσαλονίκη και ένα κατάστημα που είχε ιδιαίτερη διαφημιστική ταμπέλα, που έγραφε παξιμάδι Κρήτης Κωτάκη…».
Μα ήταν πολλοί οι Μικρασιάτες που τίμησαν τη φιλοξενία, με το δικό τους παραγωγικό έργο και άφησαν έντονα τα χνάρια τους στην κοινωνική και πνευματική ζωή του τόπου μας. Έχουμε το χρόνο να αναφερθούμε στους περισσότερους από αυτούς σε επόμενα αφιερώματα.