Μας είναι γνωστή η αειθαλής, ακούραστη και εμπνευσμένη πένα του Γεωργίου Ιωσήφ Σηφάκη (Σιμισακογιώργη) που διατηρεί την μακροβιότερη στήλη στον τοπικό τύπο με τις ευφυέστατες μαντινάδες του. Είναι όμως και η γενιά του που τον κάνει περήφανο. Γιατί ανήκει στις τιμημένες της Λαμπηνής.
Πώς βρέθηκε η οικογένεια στο ιστορικό χωριό δεν γνωρίζουμε. Πάντως από την εγκατάστασή της και μετά άρχισε να διακρίνεται σε έργα τιμής και πρεπιάς.
Ο παππούς Γιώργης Ιωσήφ Σηφάκης γεννήθηκε στη Λαμπηνή και ήταν γιος του Ιωσήφ που είχε παντρευτεί μια άξια κοπελιά το γένος Χαροκόπου από την Παντάνασσα.
Έτσι ξέρουμε για τους στενούς δεσμούς που διατηρούν ακόμα τα δυο τιμημένα χωριά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχε την καλοσύνη να μας δώσει ο εγγονός του ο Γιώργης είχε δυο αδελφούς τον Μιχάλη και τον Κώστα και δυο αδελφές την Δέσποινα (η οποία παντρεύτηκε τον Κελαϊδή) και την Πηνελόπη που πέθανε σε ηλικία 28 ετών. Ο Μιχάλης πολέμησε και σκοτώθηκε στους Βαλκανικούς πολέμους το 1912, ενώ ο Κώστας έγινε ήρωας από ένα τυχαίο περιστατικό. Ήταν μόλις 12 χρόνων όταν πιάστηκε για συγκεκριμένη αφορμή στα χέρια με ένα Τουρκόπουλο. Καθώς ήταν πιο δυνατός, έπνιξε το αλλόθρησκο παιδί στον Μέγα ποταμό κοντά στο Σπήλι. Με το τέλος αυτό του μικρού όμως υπέγραφε την καταδίκη του. Έντρομοι οι συγγενείς του για την τύχη που τον περίμενε τον φυγάδεψαν στην Αθήνα. Εκεί έκανε και τη στρατιωτική του θητεία. Στη συνέχεια παντρεύτηκε και έζησε στον Άγιο Θωμά στην Θήβα, χωρίς ποτέ να γυρίσει στο χωριό. Δεν είναι πως ο ίδιος το απέφευγε. Αλλά οι συνθήκες της εποχής δεν ευνοούσαν και τόσο τις μετακινήσεις ακόμα και σε μικρότερες αποστάσεις. Έτσι με τα χρόνια χάθηκαν τα ίχνη του.
Η επανασύνδεση όμως έγινε με περίεργο τρόπο από αυτούς που μόνο η ζωή εμπνέεται. Είχε αποκτήσει τρεις γιους. Όταν ο πατέρας του Σιμισακογιώργη βρέθηκε να υπηρετεί στο πυροβολικό στη Θήβα, τους γνώρισε εντελώς τυχαία. Η γνωριμία προκάλεσε έντονη συγκίνηση και στις δυο πλευρές και από τότε οι δυο οικογένειες ξανασυνδέθηκαν. Και η σχέση τους διατηρείται.
Εκδίκηση για το άδικο φονικό
Ο Σιμισακός είχε πρώτα ξαδέλφια στην Παντάνασσα Αμαρίου που λέγονταν Χαροκόποι.
Ένας ανιψιός του Σιμισακού ονόματι Λευτέρης Χαροκόπος σε ηλικία 17 ετών δολοφονήθηκε τον Γενάρη του 1891 από τους Τούρκος που ζούσαν στη Πατσό με πρόσχημα ότι τους έκλεβε πρόβατα, χωρίς αυτό να αποδειχτεί.
Τα τραγικά γεγονότα έχουν ως εξής κατά τον κ. Γιάννη Σαββάκη:
Όλα ξεκίνησαν όταν κάτοικοι από το χωριό Παντάνασσα (για βιοποριστικούς λόγους) πήγαν στην περιοχή των Ποταμών και έκλεψαν κατσίκες του Τούρκου Αγά Βοριά. Την ώρα εκείνη πέρναγε από τους Ποταμούς και ο έφηβος Χαροκόπος Ελευθέριος, από τον οποίο ζήτησαν βοήθεια. Έμαθε ο Αγάς Βοριάς για την κλοπή από κατοίκους της Παντάνασσας και ότι την έκανε μόνος του ο Χαροκόπος Ελευθέριος. Πήγε λοιπόν στην περιοχή Πλάτες, όπου έβοσκε τα πρόβατά του ο Χαροκόπος Ελευθέριος, τον πήρε και τον πήγε στην Πατσό. Εκεί τον κράτησε τρεις ήμερες, τον κακοποίησε, τον σκότωσε και στη συνέχεια τον επέστρεψε στις Πλάτες και τον άφησε πάνω σε μια πλάκα χιονισμένη. Το τσοπανόσκυλο του Ελευθέριου παρέμεινε δίπλα στο πτώμα του μέχρι που πείνασε και πήγε στο σπίτι του, στην Παντάνασσα. Είδαν οι συγγενείς του Ελευθερίου το σκύλο μόνο του και ανησύχησαν. Αφού τον τάισαν τον ακολούθησαν και αυτός τους πήγε στον σκοτωμένο.
Τον σκοτωμένο εξέτασαν Τούρκοι και Έλληνες γιατροί. Ο γιατρός Αντέλης από το Βιζάρι στην ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξε, ανάφερε ό,τι ακριβώς είδε και διαπίστωσε στο άψυχο σώμα του Χαροκόπου Ελευθέριου. Ο Αγάς από το Ρέθυμνο, που έμαθε για την έκθεση του γιατρού, τον προέτρεψε να την αλλάξει, με αντάλλαγμα αρκετά χρήματα, αλλά αυτός αρνήθηκε και την πήγε στο Γαλλικό προξενείο. Μαθεύτηκε στην Γαλλία το γεγονός και έγινε μεγάλη διαμαρτυρία και διαδήλωση για την θηριωδία των Τούρκων. Η Ιατροδικαστική έκθεση ήταν και αυτή ένα λιθαράκι για τον ξεσηκωμό και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αργότερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε βουλευτή Ρεθύμνου τον γιατρό Αντέλη, ανταμείβοντάς τον για την προσφορά του.
Παράλληλα στην Παντάνασσα συγκεντρώθηκαν οι συγγενείς του αδικοχαμένου, για να δουν πως θα χειριζόταν την κατάσταση. Αποφάσισαν λοιπόν και οργάνωσαν την δολοφονία του Τούρκου Αγά Βοριά. Ο Τούρκος Αγάς Βοριάς, για να ελέγχει οπτικά το χωριό της Πατσού είχε σαν παρατηρητήριο ένα μεγάλο βράχο (χαράκι), στην περιοχή Τούρνα, πάνω από το χωριό, όπου του παρείχε απεριόριστη ορατότητα και παράλληλα κάλυψη, μια εσοχή που είχε ο βράχος στην κορυφή του.
Τη συγκεκριμένη ημέρα της δολοφονίας του Αγά Βοριά, ο Σιμισακός με τον Κωνσταντίνο Χαροκόπο (Πατατάς), πρώτα ξαδέλφια του Χαροκόπου Ελευθερίου, έστησαν καρτέρι στον βράχο – παρατηρητήριο και ταμπουρώθηκαν. Για να εμφανιστεί ο Αγάς Βοριάς από τον βράχο, έστησαν εικονική ζωοκλοπή μερικά σπίτια ποιο κάτω, στα πρόβατα που είχε ο Τούρκος στο σπίτι του σημερινού Κουρκουλού Πολιού. Ακούγοντας ο Αγάς Βοριάς την όλη εικονική φασαρία της ζωοκλοπής ξεπρόβαλε από τον βράχο και τον πυροβόλησαν (άριστοι και οι δυο στο σημάδι). Κάτοικοι του χωριού μαρτύρησαν τους δυο εμπλεκομένους και οι Τούρκοι τους έπιασαν. Στην δίκη που ακολούθησε βρέθηκαν άτομα που ανάφεραν ότι, ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος την συγκεκριμένη ημέρα ήταν στο θέρος και όχι στην Πατσό. Ο Σιμισακός από την Λαμπηνή Αγ. Βασιλείου ομολόγησε την πράξη του και αρνήθηκε ότι ήταν μαζί του ο Κωνσταντίνος Χαροκόπος. Το δικαστήριο αποφάσισε την 25ετη φυλάκισή του και μεταφέρθηκε στις φυλακές του Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έμεινε για 17 χρόνια ο Σιμισακός, μέχρι που ο Τούρκος επικεφαλής των φυλάκων τον συμπάθησε και σε συνεργασία με τον φύλακα της φυλακής άφησαν την πόρτα ανοικτή και αυτός έφυγε. Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία έφτασε στην Κρήτη και στο χωριό του. Έκανε κάπου έξι μήνες να φθάσει με πολλές περιπέτειες στο δρόμο.
Όταν έφτασε στο Ρέθυμνο πήγε πρώτα στην Πάτσο να δει τα ξαδέλφια του. Εκεί αφού γλέντησαν αρκετές μέρες και τον ευχαρίστησαν για αυτό που έκανε συνέχισε και πήγε στη Λαμπηνή στο χωριό του που γλεντήσει πάλι με την οικογένεια του και τους χωριανούς του. Παντρεύτηκε σε ηλικία 48 ετών την Χρυσή Λαγουδάκη από τις Καρίνες και έκαναν 7 παιδιά.
Για το χρονικό αυτό έγραψε ο πολυτάλαντος απόγονος Σιμισακογιώργης με αφορμή το ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει με τον Στέλιο Παττακό (Παττακοστελή) στο πλαίσιο των 200 χρόνων της Εθνικής Παλιγγενεσίας
Ο Σιμισακός κι ο Χαροκόπος
Στσι μαύρους χρόνους τση σκλαβιάς, μπέηδες και αγάδες
αρμέγανε τσ’ αδύναμους και τσι φτωχούς ραγιάδες.
Εκόβγανε τσι κεφαλές κείνες που περισσεύγαν
κι’αυτές απού βγορίζανε δώστου και τσι κλαδεύγαν.
Έζηεν ετότες στην Πατσό ένας αγάς ντερβίσης
κι έτσα μεμέτη αντίχριστο δεν έβγαλεν η φύσης.
Τσι χρισθιανούς εντράκερνε και τσι περιγελούσε
και κάθα μέρα πλιότερο χαράτσι ν-εζητούσε.
Ένα βοσκάκι έμπαινε μέσα στα χειμαδιά ντου
κι’εθάρρουνε πως έκλεβε το δόλιο τα ωζά ντου.
Αντανασσώτης ήτονε στ’ όνομα Χαροκόπος
και ο αγάς τ’ οργίστηκε δεν τονε χώριε ο τόπος.
Τσι μπιστικούς του έβαλε, το’ δειραν, τ’ατιμάσαν
ούλη τους τη σκληρότητα πάνω του δοκιμάσαν.
Έφυγαν και τ’αφήκανε σε πλάκα χιονισμένη,
να ξεψυχά κι ο μαύρος του στο πλάι ντου να μένει.
Την τελευταία του στιγμή τη ζήση ντου πρι χάσει,
έφυγε ο σκύλος τσι δικούς για να ξεταλαγιάσει.
Αλλοίμονο, το ηύρηκαν νεκρό και παγωμένο
κι ορκίστηκαν εκδίκηση για τον καταραμένο.
Ούλοι μαζί λογιάσανε σκοπό ντωνε να βάλουν
το ντουσουμάνη ογλήγορα να ’χε τονε ξεβγάλουν.
Ο ξάδερφος του έφτασε, γείς Κρητικός χαίνης,
Συμμισακό τον κάτεχε ούλος ο Αι Βασίλης.
Γιώργη Σηφάκη τα χαρθιά του Σήφη τονε γράφαν,
συμμισακά ’χε τα ωζά, Συμμισακό τον μάθαν.
Ήτονε άντρας με ψυχή μπαρουτοκαπνισμένος
εις το χωριό τση Λαμπινής ήτον αναθρεμμένος.
Σαν άκουσ’ο Συμμισακός του Τούρκου τα χαμπέρια
τ’ οργίστηκε κι επαίξανε τση σκέψης του τα λέρια.
Αρματωμένος ήτανε με γκρά και με μαχαίρι,
να πάρει οπίσω ήθελε το αίμα του Λευτέρη.
Μ’ ένα λεβέντη ξάδερφο Κωστή τον Χαροκόπο
μπροσκάδα στέσανε τ’ αγά σ’ένα πιτήδειο τόπο.
Νύχτα με χασοφεγγαριά δυο μπαλοθιές του παίξαν
τ’ αγά του πισσοκόκαλου και τονε μακελέψαν.
Κι επιάσαν το Συμμισακό που με περίσσο θάρρος
αμοναχός του σήκωσε του φονικού το βάρος.
Έζησε χρόνους δεκαφτά δεμένος εις το χάψι,
μα κράτηξε το μυστικό τον ξάδερφο μη βλάψει.
Είχεν εκείνος φαμελιά κι ήτονε αμαρτία
κοπέλια να πλερώσουνε του φόνου την αιτία.
Οι άλλοι απόγονοι
Ο Σιμισακός με την γυναίκα του Χρυσή Λαγουδάκη, απέκτησαν επτά παιδιά. Έξι αγόρια κι ένα κορίτσι. Ήταν ο Μιχάλης, ο Σήφης, ο Σταύρος, ο Γιάννης, ο Νικολής, ο Λευτέρης και η Πηνελόπη. Ο Λευτέρης όμως, που είχε πάρει το όνομα του αδικοσκοτωμένου στη Παντάνασσα, πέθανε δυστυχώς σε ηλικία 16 ετών.
Από τους γιους του ο Μιχάλης, όπως είδαμε και στο αφιέρωμα του Δημήτρη Απανωμεριτάκη, είχε πάρει μέρος και στη Μάχη της Κρήτης όπου και διακρίθηκε.
Διετέλεσε επί 4 τετραετίες πρόεδρος του χωριού Λαμπηνή, προσφέροντας πολλά, ενώ ο γιος του Λευτέρης υπήρξε πρόεδρος για 3 τετραετίες και στη συνέχεια δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος του Δήμου Λάμπης. Σήμερα είναι αντιδήμαρχος για τα δημόσια έργα.
Ο Σταύρος εξάλλου, ο άλλος γιος, πάλι με το Δημήτρη Απανωμεριτάκη σύνδεσε το όνομά του με πράξεις ηρωισμού στην Αντίσταση παρά το νεαρό της ηλικίας του.
Ήταν κι αυτός στις αγγαρείες στον Γερμανικό καταυλισμό Αρμένων. Όταν ο Δημήτρης του πρότεινε να δραπετεύσουν δέχτηκε αμέσως. Δεν άντεχε άλλο τη ζωή εκεί στο κάτεργο.
Σε μια στιγμή λοιπόν που οι Γερμανοί φρουροί ήταν απασχολημένοι με άλλους εργάτες, παίρνουν δρόμο οι δυο νεαροί αποφασισμένοι να γλιτώσουν ή να σκοτωθούν. Δεν άργησαν όμως να συλληφθούν και να βασανιστούν απάνθρωπα για παραδειγματισμό και των άλλων.
Μισοπεθαμένους τους έκλεισαν σε μια κάμαρα, δίπλα στου Δρουδάκη, που ήταν γεμάτη από ασβέστη. Έτσι εκτός από τους φρικτούς πόνους στο βασανισμένο τους κορμί είχαν να αντιμετωπίσουν και το «πνίξιμο» από τη σκόνη του ασβέστη.
Οι Γερμανοί που ήθελαν τώρα να αποσπάσουν και πληροφορίες από τα δυο παιδιά, τα πήγαν την επομένη σε ένα γιατρό προκειμένου να διαπιστωθεί αν είχαν ακόμα αντοχή για να συνεχίζουν οι βασανιστές το απάνθρωπο έργο τους.
Ο καημένος ο γιατρός έκανε ό,τι μπορούσε να τα απαλλάξει αλλά δεν τα κατάφερε.
Τώρα ο φρούραρχος ήταν που επέμενε να μάθει το λόγο που αποφάσισαν οι δυο νέοι να δραπετεύσουν. Είδε όμως ότι δεν κατέληγε πουθενά και αφού τους κράτησε άλλες δυο βδομάδες στην αγγαρεία με άγριο ξυλοδαρμό στην παραμικρή αφορμή, τους άφησε να φύγουν, αφού τους προειδοποίησε ότι την επόμενη φορά που θα τους έφερναν μπροστά του θα τους εκτελούσε επιτόπου.
Αργότερα στο χωριό συνέχισαν τον αγώνα τους.
Ο Σήφης που γεννήθηκε το 1924, πολέμησε στον εμφύλιο και πέρασε πολλές κακουχίες στα βουνά της Πίνδου. Υπηρέτησε τέσσερα χρόνια στον στρατό μέχρι που τραυματίστηκε σοβαρά από ριπή πολυβόλου, αλλά με την βοήθεια του Θεού έζησε, έκανε οικογένεια με τρία αγόρια.
Έφυγε σε ηλικία 78 ετών το 2002. Η γυναίκα του και μητέρα του Σιμισακογιώργη, Ελένη το γένος Σαββοργινάκη από τα Κεραμέ αν και ηλικίας 90 ετών χαρακτηρίζεται από το δυναμισμό που διέπει τις παραδοσιακές γυναίκες της Κρήτης.
Ο άξιος απόγονός τους Γιώργος Σηφάκης (Σιμισακογιώργης) είναι ραδιοφωνικός παραγωγός από το 2005 έχοντας συνεργαστεί με αρκετούς ραδιοφωνικούς σταθμούς του Ρεθύμνου. Από το 2009 συνεργάζεται με το Ράδιο Μεγαλόνησος 89.8 υπό τη νέα του διεύθυνση, διότι θεωρεί ότι έχει το κοινό που ακούει κρητική μουσική και διότι τον εκφράζει το πρόγραμμά του γενικότερα. Έχοντας ήδη μεγάλη πείρα κάνει ποιοτικές εκπομπές παρουσιάζοντας παλιές αλλά και νέες επιτυχίες, εκφωνώντας μαντινάδες δικές του αλλά και ακροατών που έχουν περάσει από σχετική κρίση. Θεωρεί ότι δεν πρέπει να βγαίνει στον αέρα οτιδήποτε στέλνει κάποιος, διότι έτσι υποβαθμίζεται το πρόγραμμα.
Ο Σιμισακογιώργης εκτός από μαντιναδολόγος και ραδιοφωνικός παραγωγός, είναι συνεργάτης της εφημερίδας «Ρεθεμνιώτικα Νέα» και του περιοδικού «Κοντυλιές».
Έχει στο αρχείο του συνεντεύξεις με σπουδαίους Κρητικούς καλλιτέχνες, στιχουργούς, οργανοποιούς και γενικά ανθρώπους της παράδοσης και του πολιτισμού μας και διατηρεί παραδοσιακό μουσικό στέκι που συγκεντρώνονται νέοι μουσικοί από όλη την Κρήτη.
Ο ίδιος μας έδωσε στοιχεία για την ηρωική του οικογένεια και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Πηγές:
Στοιχεία από το αρχείο του Σιμισακογιώργη και φωτογραφικό υλικό
Γιάννη Σαββάκη: Ο θάνατος του Τούρκου Αγά Βοριά