Η οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας την τελευταία εξαετία και η ραγδαία αύξηση της ανεργίας έχει οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος και του ντόπιου πληθυσμού σε συνθήκες φτώχειας και έχει αλλοιώσει σε μεγάλο βαθμό τον θεσμό αλλά και τη μορφή της οικογένειας.
Η παρατεταμένη ύφεση μαζί με τα εκατομμύρια ανέργους πολλαπλασίασε τα ποσοστά υπογεννητικότητας κατατάσσοντας τη χώρα μας στα κατώτατα επίπεδα, την ίδια ώρα που τα ποσοστά παιδικής φτώχειας χρόνο με τον χρόνο καταγράφουν τρομακτική άνοδο και η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη χαμηλότερη θέση της ΕΕ.
Πριν την οικονομική κρίση η ύπαρξη ισχυρών οικογενειακών δεσμών σε πολλές περιπτώσεις υποκαθιστούσε το κράτος πρόνοιας και απέτρεπε την εμφάνιση ακραίων φαινομένων φτώχειας και περιθωριοποίησης. Η περίοδος όμως που διανύουμε χαρακτηρίζεται από όξυνση της φτώχειας, φαινόμενο που έχει πλήξει και την οικογένεια. Οι γονείς δυσκολεύονται να μιλήσουν για τη φτώχεια, καθώς τη θεωρούν προσωπική αποτυχία, ντροπή. H οικονομική πίεση τους εξαντλεί ψυχολογικά και συναισθηματικά (θυμός, κατάθλιψη, άγχος), με αρνητικά αποτελέσματα στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Λόγοι αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας δεν επιτρέπουν στους ανθρώπους αυτούς που από τη μια μέρα στην άλλη έχασαν τη δουλειά τους, παρότι χρειάζονται και δικαιούνται στήριξη, δεν μπορούν ούτε να ζητήσουν αλλά ούτε και να τη δεχτούν από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα το στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα που πραγματοποίησε η Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας της Π.Ε Ρεθύμνου σε δείγμα των δικαιούχων του κοινωνικού παντοπωλείου, σύμφωνα με το οποίο από τους 453 εγγεγραμμένους στο Δ. Ρεθύμνου στο Κοινωνικό Παντοπωλείο οι 30 δεν αξιοποιούν προς όφελός τους τις παρεχόμενες υπηρεσίες, ενώ από τους 376 εγγεγραμμένους στον Δ. Ρεθύμνου οι 60 δεν χρησιμοποιούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες του ΤΕΒΑ.
Τα παραπάνω αναλύθηκαν χθες στη διάρκεια επιστημονικής ημερίδας με θέμα «Η οικογένεια σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον», που διοργάνωσε η Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Κρήτης, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας Π.Ε. Ρεθύμνου, το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Οι ειδικοί επιστήμονες ανέδειξαν το πρόβλημα που έχει δημιουργήσει η κρίση σε γονείς, παιδιά και εφήβους τονίζοντας ξεκάθαρα ότι απαιτούνται άλλες πολιτικές και πρακτικές αντιμετώπισης του φαινομένου. Η απουσία κονδυλίων δεν αποτελεί δικαιολογία, ξεκαθάρισαν, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι το ποσό που δίδεται στις κοινωνικές δαπάνες είναι σε υψηλά επίπεδα του ΑΕΠ, απαιτείται ωστόσο καλύτερη οργάνωση και ορθότερη διαχείριση των κονδυλίων σε ότι αφορά τις κοινωνικά ευάλωτες ομάδες προκειμένου να δοθούν και τα αντίστοιχα κίνητρα για την ανάσχεση του φαινομένου.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε και στον τομέα της πρόληψης, της εκπαίδευσης και της αλλαγής νοοτροπίας που με τη συνεργασία όλων, μπορούν να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα στην Ελλάδα της κρίσης.
Αναλυτικά…
Η οικονομική κρίση πλήττει τον θεσμό της οικογένειας
ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ
• Επιβεβλημένη η σωστή οργάνωση και διαχείριση των κονδυλίων για τις κοινωνικές δαπάνες
Οι συνέπειες της κρίσης στην ελληνική οικογένεια, αλλά και οι σωστές πρακτικές και προτάσεις στην αντιμετώπιση του φαινομένου που απασχολεί ολόκληρη τη χώρα, αλλά και την Κρήτη ειδικότερα, αναλύθηκαν στη διάρκεια της χθεσινής επιστημονικής ημερίδας με θέμα «Η οικογένεια σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον», που διοργάνωσε η Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Κρήτης, σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας Π.Ε. Ρεθύμνου, το Πανεπιστήμιο Κρήτης και το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.
Οι επιστήμονες αναφέρθηκαν στις επιπτώσεις της εξαετούς ύφεσης που κατατάσσουν τη χώρα μας στην τρίτη χαμηλότερη θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της ζει σε συνθήκες φτώχειας, στα υψηλά ποσοστά που καταγράφονται στην παιδική φτώχεια, αλλά και στην υπογεννητικότητα που αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό για την Ελλάδα της κρίσης. Η χώρα μας στο σύνολό της διατηρεί χαμηλά ποσοστά πολύ κάτω του μέσου όρου και συγκεκριμένα, ενώ αντιστοιχούν 2.5 παιδιά ανά οικογένεια στη χώρα μας ο μέσος όρος είναι κάτω του 1.5. Η Κρήτη είναι σε λίγο καλύτερα επίπεδα, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία σε αυτήν αντιστοιχούν 1.55 παιδιά ανά οικογένεια.
Την ίδια ώρα οι επιστήμονες μίλησαν για τις ψυχολογικές επιδράσεις της κρίσης σε γονείς και παιδιά, αλλά και για την αναγκαιότητα αλλαγής των πολιτικών που ακολουθούνται για τις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες.
Όπως ειπώθηκε υπάρχουν καλές πρακτικές από παραδείγματα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και επιστημονικά τεκμήρια, τα οποία θα πρέπει η πολιτεία να λάβει υπ’ όψιν της για να μπορέσει να δώσει κίνητρα στις ελληνικές οικογένειες. Κατέστησαν σαφές ότι δεν αποτελεί δικαιολογία η απουσία επαρκών κονδυλίων, αφού τόνισαν πως μπορεί με σωστή οργάνωση και διαχείριση των υπάρχοντων χρημάτων να επιτευχτεί ο στόχος και η ελληνική οικογένεια να στηριχτεί και να υποστηριχτεί.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε και στον τομέα της πρόληψης, της εκπαίδευσης και της αλλαγής νοοτροπίας που με τη συνεργασία όλων, μπορούν να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα στην Ελλάδα της κρίσης.
Άμεση συνέπεια της κρίσης η υπογεννητικότητα
Στα κατώτατα επίπεδα βρίσκονται τα ποσοστά υπογονιμότητας στη χώρα, λόγω της οικονομικής κρίσης. Την τελευταία εξαετία η παρατεταμένη ύφεση δημιούργησε συνθήκες ασφυκτικές, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χαρακτηρίζεται ως χώρα της αναβολής σε ό,τι έχει να κάνει με την τεκνοποίηση. «Η απουσία κινήτρων από πλευράς πολιτείας αναδεικνύεται ως το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως τόνισε κατά την εισήγησή του ο κ Διονύσης Μπαλούρδος, οικονομολόγος διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών η Κρήτη είναι η περιφέρεια της χώρας με τα λιγότερα χαμηλά ποσοστά, 1,55 παιδιά ανά οικογένεια. Ειδικότερα ο ίδιος ανέφερε: «Έχουμε έντονο κοινωνικό πρόβλημα στη χώρα μας εδώ και πολλές δεκαετίες που αντανακλάται σε χαμηλό ποσοστό γεννήσεων και κρίση στην οικογένεια. Η γονιμότητα πρέπει να είναι 2,1 παιδιά κατά γυναίκα για να αναπαράγονται γενιές. Εμείς αυτό το επίπεδο το περάσαμε το 1970. Έχουμε πέσει σε σύνολο χώρας κάτω από 1,5 που οι ειδικοί λένε ότι έχουμε πιαστεί στην παγίδα της χαμηλής γονιμότητας και έχουμε πάει στο 1,3 που είναι το κατώτατο επίπεδο που δεν μπορείς να το επηρεάσεις ή να το αναστρέψεις. Η Κρήτη όσον αφορά τον δείκτη είναι σε καλή κατάσταση σε σχέση με άλλες περιφέρειες της χώρας, είναι στο 1,55 άρα δεν είμαστε καλά σαν σύνολο της χώρας αλλά η Κρήτη είναι σε καλή κατάσταση».
Ο ίδιος χαρακτήρισε την Ελλάδα ως χώρα της αναβολής, όσον αφορά την αναπαραγωγή παιδιών, αφού τα ζευγάρια λόγω κρίσης εγκαταλείπουν τον προγραμματισμό τεκνοποίησης ενώ άμεση συνέπεια όλων αυτών είναι και η ραγδαία αύξηση της παιδικής φτώχειας: «Το άλλο στοιχείο είναι ότι στην Ελλάδα, την κρίση τη φέρνει η οικογένεια. Είμαστε στο νότιο ευρωπαϊκό μοντέλο και από τη μια πλευρά δεν έχουμε αρθρώσει μια καλή κοινωνική πολιτική για την οικογένεια. Η πολιτεία μέχρι στιγμής ενδιαφέρεται μόνο για τις συντάξεις και βάζει την οικογένεια και τα παιδιά σε δεύτερη μοίρα. Η οικογένεια περνά μια κρίση. Ζευγάρια που θέλουν να παντρευτούν το αναβάλλουν διαρκώς, ζευγάρια που θέλουν να κάνουν παιδιά το αναβάλλουν περιμένοντας καλύτερες ημέρες. Είμαστε μια χώρα αναβολής και αυτή η αναβολή έχει να κάνει με το γεγονός ότι είμαστε σε βαθιά ύφεση εδώ και 6 χρόνια και αυτό επιδεινώνεται γιατί οι οικογένειες δρουν πάντα προληπτικά. Κάνουν τη στρατηγική τους και φαίνεται στο ότι αν αποκτήσεις ένα παιδί στην εποχή της κρίσης είναι πολυτέλεια. Λέμε «είναι είδος πολυτελείας». Το κάνεις και μετά δεν μπορείς να το συντηρήσεις. Και αυτό αντικατοπτρίζεται στα πολύ υψηλά ποσοστά παιδικής φτώχειας. Η χώρα μας έχει από τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής φτώχειας σε όλη την Ευρώπη.
Υπάρχει το εξής, οι ειδικοί έχουν αποφανθεί και λένε ότι το φαινόμενο αυτό θα είναι μόνιμο και έχουν καταλήξει ότι είναι ένα προσωρινό στοιχείο και ο κόσμος περιμένει να βελτιωθεί η οικονομία της χώρας, να βελτιωθούν οι κοινωνικές συνθήκες ώστε να φτιάξει λίγο το κοινωνικό κράτος και όλα θα πάνε καλύτερα».
Πρόσθεσε ωστόσο την άμεση ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλίας από πλευράς πολιτείας ώστε να δοθούν κίνητρα στα νέα ζευγάρια, ενώ απαντώντας σε σχετική ερώτηση των «Ρ.Ν.» ξεκαθάρισε πως αυτό μπορεί να γίνει με τα υπάρχοντα κονδύλια που διατίθενται για τις κοινωνικές δαπάνες καθώς αυτό που απουσιάζει είναι η ορθή οργάνωση και διαχείριση των υπαρχόντων κονδυλίων: «Είναι μια περίοδος οικονομικής ύφεσης και οι πολιτικές χαρακτηρίζονται από ύψιστη λιτότητα, υπάρχουν καλές πρακτικές σε άλλες χώρες. Η άποψη μου είναι να μην αφήσει η πολιτεία τις μονογονεϊκές οικογένειες και τις πολύτεκνες που όντως έχουν προβλήματα επιβίωσης. Πρέπει η πολιτεία να στραφεί και να προσεγγίσει τα ζευγάρια τα οποία θα θέλανε αλλά δεν δύνανται να αποκτήσουν παιδί. Να τους δώσει τα κίνητρα εκείνα, να υπάρχουν καλύτερες συνθήκες συμφιλίωσης της εργασιακής και της οικογενειακής ζωής. Η χώρα μας παρότι είναι σε κρίση, όπως μετράμε τα ποσοστά κοινωνικών δαπανών στο ΑΕΠ έχει υψηλό ποσοστό. Αυτό που λέμε πάντα είναι καλύτερη στόχευση, καλύτερη πολιτική, καλύτερη διακυβέρνηση και καλύτερη κυβέρνηση. Έχουμε δαπάνες άρα λέμε να αξιοποιούνται πιο αποτελεσματικά» κατέληξε.
Απογοητευτικά όμως είναι και τα ποσοστά της χώρας μας σε επίπεδο Ευρώπης, αφού καταλαμβάνει την τρίτη χαμηλότερη θέση στην ΕΕ των χωρών που μεγάλο μέρος του πληθυσμού της απειλείται από συνθήκες φτώχειας ενώ ακόμα χειρότερες είναι οι στατιστικές εκτιμήσεις για το μέλλον που αναφέρουν ότι το 40% του πληθυσμού της Ελλάδας θα είναι αντιμέτωπο με τη φτώχεια.
Ο Γαβριήλ Αμίτσης, αναπληρωτής καθηγητής Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλειας του τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων ΑΤΕΙ Αθήνας, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το βασικό ζήτημα είναι το πως θα ορίσουμε τις οικογένειες σε περίοδο κρίσης. Η ΕΕ έχει οριοθετήσει δείκτες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού με την εφαρμογή των οποίων καταγράφει στατιστικά και τα άτομα και τις οικογένειες που απειλούνται από τις συνθήκες κρίσης. Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή με βάση τους δείκτες βρίσκεται στην τρίτη τελευταία θέση στο ποσοστό των ατόμων που απειλούνται από συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η κατάσταση επιδεινώνεται σε συνθήκες κρίσης και οι προβλέψεις της στατιστικής υπηρεσίας είναι ότι η Ελλάδα θα ακουμπήσει ποσοστά που θα υπερβούν το 40% του πληθυσμού της τα επόμενα χρόνια».
Για τις αλλαγές στη μορφή και το περιεχόμενο της οικογενειακής συμβίωσης μίλησε ο επίκουρος καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Μανόλης Τζανάκης τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Με πρωτόγνωρα ποσοστά ανεργίας των νέων ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, οι δυνατότητες χειραφέτησης από τους γονείς και ανάπτυξης αυτόνομων γαμήλιων στρατηγικών είναι αναγκαστικά περιορισμένες. Η οικογένεια φαίνεται ότι αντί να πιέζει τις γυναίκες να επιστρέψουν σε παραδοσιακούς ρόλους, εξισορροπεί στο μέτρο του δυνατού τις αυξανόμενες πιέσεις που δέχονται στο εργασιακό περιβάλλον λόγω της οικονομικής κρίσης, με τίμημα ωστόσο, τη χαμηλή γεννητικότητα των τελευταίων έξι ετών. Από την άλλη, η συμβίωση των γονιών με τα ενήλικα τέκνα τους ερμηνεύεται ως αναγκαστική και πρόσκαιρη επιστροφή σε ένα μοντέλο οικογενειακής συμβίωσης το οποίο βιώνεται ως τέτοιο, δηλαδή ως αναγκαία, λόγω των συνθηκών, περιστολή ατομικών προοπτικών ως αδυναμία να πραγματοποίησης ενός κανονικού βιογραφικού σχεδίου. Ενισχύεται βέβαια ο πανθολογούμενος παιδοκεντρισμός της ελληνικής οικογένειας. Ωστόσο, η μαζική μετανάστευση νέων με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα υπηρετεί αυτό το εξατομικευμένο σχέδιο βιογραφικού σχεδιασμού, που η κρίση του τραβά το χαλί κάτω από τα πόδια.
Από την άλλη, η μαζικότητα του φαινομένου στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, φαίνεται ότι συχνά απενεχοποιεί τα άτομα σε σχέση με τα προσωπικά τους αδιέξοδα, όταν ο αποκλεισμός από την εργασία ερμηνεύεται ως μια γενικευμένη κατάσταση και όχι ως ατομική αποτυχία, όπως πριν, την εποχή των ευκαιριών. Οι αναλύσεις αυτές θέτουν επί τάπητος το ερώτημα του τρόπου με τον οποίο η οικονομική κρίση, η οποία ξέσπασε το 1998 και βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, θα τροποποιήσει ριζικά τους θεσμούς που προωθούν την διαδικασία της εξατομίκευσης στις δυτικές κοινωνίες, της ελληνικής συμπεριλαμβανομένης».
«Η οικογένεια έχει πιεστεί γιατί υποκαθιστά την απουσία κρατικής μεριμνας»
Ιδιαίτερη έμφαση στους τρόπους αντιμετώπισης της πλημμελούς μέριμνας για τις ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας από πλευράς πολιτείας έδωσε στο πλαίσιο της εισήγησης του με θέμα «τον ρόλο του οικογενειακού δικτύου στην προαγωγή και προστασία της υγείας» ο Τάσος Φιλαλήθης, καθηγητής κοινωνικής ιατρικής του τμήματος ιατρικής του Π.Κ. Ο ίδιος σημείωσε πως η προστασία της υγείας δεν αφορά μονάχα την υγειονομική κάλυψη αλλά και μια σειρά άλλων ενεργειών και πράξεων που εντάσσονται στον τομέα της πρόληψης και έχουν να κάνουν με τη νοοτροπία και την εκπαίδευση. Μεταξύ άλλων σε σχετικές δηλώσεις του τόνισε: «Όλες οι έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη και την Ελλάδα αποδεικνύουν ότι ένας πολύ ισχυρός προστατευτικός παράγοντας για την υγεία είναι η λειτουργία της οικογένειας. Ξεκινώντας από τις συνήθειες που μεταφέρονται στο παιδί και πηγαίνοντας στις συνθήκες διαβίωσης. Αυτό όμως δεν αρκεί από μόνο του, καθώς χρειάζεται να υπάρχουν πολιτικές στήριξης της οικογένειας, επειδή ακριβώς είναι πολύ σημαντική στην ανάπτυξη των παιδιών, ενώ και η υγεία των παιδιών είναι πολύ σημαντικά 40-50 χρόνια μετά. Άρα δεν μπορούμε να πούμε ότι το παιδί μεγάλωσε, πέρασαν οι κίνδυνοι και μπορεί να πορευτεί μόνο του, αντιθέτως θα πρέπει να σκεφτόμαστε τις βάσεις που δίνουμε. Η οικογένεια είναι η μια διάσταση, η κοινωνία, τα κοινωνικά δίκτυα και πως λειτουργούν και οι πολιτικές που τα στηρίζουν -όλα αυτά -σε συνθήκες μιας οικονομικής κρίσης έχουν συμπιεστεί και έχει πέσει τεράστιο βάρος στην οικογένεια. Ευτυχώς στην Ελλάδα έχουμε την οικογένεια που υποκαθιστά το κράτος που δεν είναι καλά δομημένο για να παρέχει αυτές τις υπηρεσίες και αυτό το πράγμα πρέπει να βρούμε τρόπους να ξεπεράσουμε την αδυναμία της πολιτείας, γιατί και οι οικογένειες κάποια στιγμή θα σηκώσουν τα χέρια ψηλά».
Ο κ. Φιλαλήθης υποστήριξε ότι στην Ελλάδα ο θεσμός της οικογένειας παρά την παρατεταμένη κρίση άντεξε και έχει ήδη καλύψει σε μεγάλο βαθμό την απουσία κρατικής μέριμνας. Ωστόσο όπως σημείωσε δεν μπορεί να αντέξει για πολύ ακόμα και γι’ αυτό είναι επιβεβλημένη η στόχευση σε κοινωνικές πολιτικές, ώστε τα διαθέσιμα κονδύλια να κατανέμονται σε ευάλωτες ομάδες όπως όμως αυτές υποδεικνύονται από τα επιστημονικά τεκμήρια, κάτι που όπως πρόσθεσε δεν συμβαίνει γιατί η πολιτεία δεν λαμβάνει υπόψιν της όσο τα επιστημονικά τεκμήρια: «Αυτό που δεν διαθέτουμε δυστυχώς είναι η καλή οργάνωση και δεν έχουμε πολιτικές βασισμένες στα επιστημονικά τεκμήρια και δεδομένα. Έχουμε αποφάσεις βιωματικές -και μιλώ για τα 40 τελευταία χρόνια- η ελληνική δημοκρατική πολιτεία της μεταπολίτευσης δεν έχει βρει τους τρόπους να ακούει την επιστημονική άποψη και να την ενσωματώνει στις πολιτικές. Στην Ελλάδα ευτυχώς έχουμε την οικογένεια που λειτούργησε ως μαξιλαράκι σε σχέση με την οικονομική δυσπραγία της χώρας. Απορρόφησε μεγάλο μέρος του οικονομικού προβλήματος. Όσο παρατείνεται όμως η ύφεση, τόσο πιο δύσκολο είναι να αντέξει. Υπάρχει χώρος μεγάλος για καλύτερη οργάνωση των υπηρεσιών, για στόχευση σ’ αυτούς που έχουν ανάγκη και όχι σ’ αυτούς που φωνάζουν πιο δυνατά. Δεν έχουμε στοχευόμενες πολιτικές στις πιο ευάλωτες ομάδες. Δηλαδή τα λίγα λεφτά που διαθέτεις να πάνε εκεί που θα πιάσουν περισσότερο τόπο» κατέληξε.
«Η οικογένεια θέλει δίπλα της εκπαιδευμένους συμμάχους για την προαγωγή υγείας»
Την επιβεβλημένη παρουσία μιας άρτια εκπαιδευμένης ομάδας υγείας που θα είναι συμπαραστάτης της οικογένειας επεσήμανε ο καθηγητής Γενικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας της Ιατρικής σχολής του Π.Κ. Χρήστος Λιονής.
Όπως εξήγησε η οικογένεια σήμερα είναι μόνη της και αβοήθητη όσον αφορά τόσο την προστασία όσο και την προαγωγή της υγείας. Δομές που να απευθύνονται στην οικογένεια ξεκαθάρισε πως δεν υπήρχαν, ούτε προ κρίσης ωστόσο το μεταβαλλόμενο περιβάλλον και οι σημερινές δυσκολίες καθιστούν την παρουσία τέτοιων δομών περισσότερο από αναγκαίες.
«Υπηρεσίες υγείας για την οικογένεια δεν είχαμε ούτε πριν την κρίση και τη φτώχεια, ίσως γιατί η οικογένεια τότε είχε άλλα χαρακτηριστικά δομικά, ίσως γιατί είχε περισσότερες δυνατότητες αυτοφροντίδας και αυτοδιαχείρισης και λογικά περισσότερους πόρους. Σήμερα όμως η οικογένεια είναι μόνη της, στη λήψη της απόφασης, δεν ξέρει που θα προσανατολιστεί όταν έχει ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, δεν ξέρει που θα κατευθυνθεί, πως θα πάρει τις αποφάσεις αλλά και πως θα διαχειριστεί το θέμα και δεν εννοώ μόνο οικονομικά αλλά και πως θα αντιμετωπίσει όλη την απήχηση του θέματος και τις πολύπλευρες συνέπειες. Ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας διαλύει όχι μόνο το άτομο που υποφέρει αλλά και την ίδια την οικογένεια. Εκεί λοιπόν η οικογένεια θέλει δίπλα συμμάχους. Θέλει μια ομάδα υγείας, η οποία δεν θα είναι απλά μια συνεύρεση μεμονωμένων ανθρώπων που βρίσκονται ευκαιριακά ή συνεννοούνται μέσω ενός διαδικτύου αλλά έστω και λίγους ανθρώπους που θα μπορούν να συνεργάζονται, θα είναι εκπαιδευμένοι για τον σκοπό αυτό και θα μπορούν πραγματικά να στηρίζουν την οικογένεια. Αυτό είναι μια επείγουσα ανάγκη. Πρέπει να υπάρχει μια εκπαιδευμένη ομάδα που θα ασχολείται με την υγεία της οικογένειας».
Παράλληλα ο κ. Λιονής έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα και στον τομέα της εκπαίδευσης προτείνοντας αλλαγές στα προγράμματα σπουδών ώστε να ενταχθούν σε αυτά μαθήματα που θα διαπραγματεύονται τέτοια ζητήματα ενώ σε τοπικό επίπεδο επεσήμανε την ανάγκη μεγαλύτερης συνεργασίας των πανεπιστημιακών σχολών του Ρεθύμνου με αυτές του Ηρακλείου. Χαρακτηριστικά τόνισε: «Στη διάρκεια της συζήτησης και με αφορμή τις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, έγινε αναφορά για συζεύξεις μεταξύ των επαγγελματιών υγείας αλλά και των υπηρεσιών υγείας με τον χώρο της εκπαίδευσης, στην αναγκαιότητα αλλαγής στερεοτύπων αλλά και του περιεχομένου, στην αλλαγή του προγράμματος σπουδών, στις σχολές επιστημών υγείας που θα πρέπει και αυτές να προσανατολιστούν στις υπηρεσίες στην οικογένεια και στην αναθεώρηση ενός προγράμματος σπουδών το οποίο θα πρέπει να έχει κατεύθυνση την οικογένεια. Ένα άλλο που αν θέλετε μας αφορά στην Κρήτη είναι η συνεργασία των σχολών του Ρεθύμνου με τις σχολές του Ηρακλείου. Έχουμε εξαιρετικούς δασκάλους και στους δυο τόπους και μια τέτοια συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών και ψυχολογικών επιστημών και των επιστημών υγείας θα μπορούσε πραγματικά να αναπτύξει ένα διάλογο που μόνο σημαντικά οφέλη θα μπορούσε να δώσει και στην κοινωνία και στην πολιτεία. Η πρόληψη και η προαγωγή υγείας αποτυγχάνει γιατί η αναφορά της δεν είναι η οικογένεια αλλά είναι ο ασθενής που σημαίνει ότι θα πρέπει σιγά-σιγά να μιλήσουμε για ένα άλλο ακόμα και θεωρητικό μοντέλο άσκησης και πρακτικής των υπηρεσιών υγείας που θα βασίζεται όχι μόνο στο άτομο αλλά και στην ίδια την οικογένεια».
Σοβαρές οι ψυχολογικές επιπτώσεις της κρίσης σε γονείς και παιδιά
Για τις επιπτώσεις της κρίσης στην οικογενειακή δυναμική και στον ρόλο των γονέων αναφέρθηκε ο καθηγητής ψυχολογίας και διευθυντής Διατμηματικού μεταπτυχιακού προγράμματος ειδικής αγωγής ΠΤΔΕ πανεπιστημίου Κρήτης Ηλίας Κουρκούτας.
Ο ίδιος στην εισήγηση του τόνισε τις ραγδαίες αλλαγές συναισθημάτων που φέρνει η κρίση στο οικογενειακό περιβάλλον δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα στην παιδική ηλικία.
Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, είπε: «Στην πρώτη σχολική ηλικία είναι άμεσες επιρροές όπως: το οικογενειακό κλίμα, οι συναισθηματικές συνδιαλλαγές, οι τρόποι επικοινωνίας, η συμπεριφορά απέναντι στα παιδιά, οι σχέσεις μεταξύ των παιδιών, η διαχείριση των καταστάσεων κρίσης από τους γονείς, οι συγκρούσεις, οι εντάσεις, οι ακατάλληλες-επιθετικές συμπεριφορές, οι προβληματικές προσκολλήσεις, οι συναισθηματικές ελλείψεις και οι υπερβολικές απαιτήσεις. Παράλληλα, έχουμε σοβαρά ρήγματα στις πλέον ευάλωτες οικονομικά και κοινωνικά οικογένειες. Την ίδια ώρα έχουμε αύξηση των ποσοστών κατάθλιψης των γονέων, αύξηση των ποσοστών οικογενειακών εντάσεων, των συγκρούσεων, αύξηση των λανθανουσών μορφών καταθλιπτικών συναισθημάτων, αύξηση των μόνιμων φοβιών, αλλά και αφανείς επιδράσεις στην ταυτότητα του άντρα/ρόλο πατέρα-γυναίκας/μητρικής φιγούρας».
Αντίστοιχα είναι τα προβλήματα με τα παιδιά και τους έφηβους όπως είπε ο κ. Κουρκούτας αφού καταγράφονται αμφιθυμικές τάσεις απέναντι στους γονείς τους, αύξηση των προβλημάτων της συμπεριφοράς ενώ τα παιδιά αναλαμβάνουν προστατευτικούς ρόλους απέναντι στους γονείς.
Αναφερόμενος στις βασικές κατευθυντήριες αρχές ατομικής ψυχολογικής παρέμβασης με τα παιδιά ο Ηλίας Κουρκούτας μίλησε για τη συμβολή του σχολικού ψυχολόγου τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Η ατομική παρέμβαση στοχεύει στο να δώσει στο παιδί τη «φωνή» του, την αυτοεκτίμηση του, μία νέα ταυτότητα, με το να το βοηθήσει να εκφράσει με ένα λίγο-πολύ δομημένο τρόπο αφήγησης τα δύσκολα/αρνητικά και συχνά τραυματικά συναισθήματα/εμπειρίες να του δώσει την ευκαιρία μέσα από το «παιγνίδι», τις διάφορες δράσεις και ψυχοπαιδαγωγικές παρεμβάσεις να αρθρώσει ουσιαστικά σε λόγο την εσωτερική σύγχυση του, τον θυμό, τον πόνο, τις τάσεις «καταστροφής» και «αυτοκαταστροφής», να μεταφέρει τις «επιθετικές» παρορμήσεις του σε αποδεκτές/δημιουργικές δράσεις, μέσα από ένα νέο μοντέλο σχέσης με τους ενήλικους που δεν βασίζεται στην απόρριψη και στις αλληλοκατηγορίες, αλλά στην αποδοχή/εμπιστοσύνη μέσα από την αναγνώριση των «δίκιων» του παιδιού, αλλά και των αδυναμιών του να αποκτήσει δεξιότητες μάθησης, αυτοσυγκέντρωσης και «αναπαράστασης»/συμβολοποίησης» της επιθετικότητας».
Η ανεργία και η απουσία εισοδημάτων άλλαξε άρδην το προφίλ των οικογενειών στα χρόνια της κρίσης
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
• Αρνητικά συναισθήματα όπως ντροπή, θυμό, οργή και αγανάκτηση κυριαρχούν και δεν επιτρέπουν σε ένα μεγάλο ποσοστό πληθυσμού που έχει ανάγκη να ζητήσει ή ακόμα και να δεχτεί βοήθεια
• Απαιτούνται παρεμβάσεις προσέγγισης, στήριξης και υποστήριξης τους
• Απαιτούνται παρεμβάσεις προσέγγισης, στήριξης και υποστήριξης τους
Οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα που δεν ξεπερνούν σε ετήσια βάση τα 6.000 ευρώ, άτομα σε παραγωγική ηλικία 31-50 ετών αντιμέτωπα με την ανεργία και ταυτόχρονα χωρίς επαρκή υγειονομική κάλυψη και φαρμακευτική περίθαλψη, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των οικογενειών που λαμβάνουν τρόφιμα από το Κοινωνικό Παντοπωλείο της πόλης του Ρεθύμνου που λειτουργεί από το 2012 εξυπηρετώντας τους δήμους Ρεθύμνου, Μυλοποτάμου, Ανωγείων και Αγίου Βασιλείου (ο δήμος Αμαρίου έχει δικό του Κοινωνικό Παντοπωλείο).
Αυτό προκύπτει από την έρευνα για το προφίλ των οικογενειών του Ρεθύμνου σε περίοδο της κρίσης που διενέργησε η Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου συγκεντρώνοντας τα στοιχεία από τους δικαιούχους που εξυπηρετούνται στο Κοινωνικό Παντοπωλείο του νομού.
Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο ότι στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι αυτοί κατατάσσονται στην κατηγορία των λεγόμενων νεόπτωχων. Είναι άνθρωποι δηλαδή που κυριολεκτικά «γονάτισαν» την τελευταία εξαετία της κρίσης, αφού από τη μια μέρα στην άλλη έμειναν χωρίς δουλειά, «πνίγηκαν» από τα χρέη, καθώς η απουσία εισοδήματος τους οδήγησε αδυναμία ανταπόκρισης στις οικονομικές τους οφειλές. Άνθρωποι αξιοπρεπείς που βιώνουν τις επιπτώσεις της κρίσης κλεισμένοι στο δικό τους καβούκι, φοβισμένοι. Νιώθουν οργή, ντροπή και θυμό για την κατάσταση στην οποία περιήλθαν. Η κατάσταση αυτή έχει επηρεάσει σημαντικά τον θεσμό της ίδιας της οικογένειας. Οι γονείς δυσκολεύονται να μιλήσουν για τη φτώχεια, καθώς τη θεωρούν προσωπική αποτυχία, ντροπή ή συνέπεια ενός μη ευνοϊκού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, παρόλο που στην εποχή μας θεωρείται όλο και περισσότερο διαδεδομένη. H οικονομική πίεση τους εξαντλεί ψυχολογικά και συναισθηματικά. Τα αρνητικά αυτά συναισθήματα αλλά και η κλειστή κοινωνία στην οποία ζούμε τους οδηγεί ταυτόχρονα σε ψυχολογική «κατάρρευση». Ντρέπονται να ζητήσουν βοήθεια, αφού η αξιοπρέπεια και η υπερηφάνεια τους δεν του επιτρέπει κάτι τέτοιο. Η συμπεριφορά τους και η ψυχοσύνθεση των νεόπτωχων και όλων των ανθρώπων που έφτασαν στο χείλος του γκρεμού εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και ζουν στο Ρέθυμνο διαφέρει από την κατηγορία των ίδιων ανθρώπων που ζουν στην Αθήνα, όπως εξηγεί και η Διευθύντρια της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας.
Τα πράγματα εδώ είναι όλο πιο δύσκολα για τους ανθρώπους αυτούς που αν και χρειάζονται τη βοήθεια είτε δεν τη δέχονται είτε δεν τη ζητούν, κυρίως για λόγους αξιοπρέπειας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 453 εγγεγραμμένους στον Δήμο Ρεθύμνου, στο Κοινωνικό Παντοπωλείο οι 30 δεν αξιοποιούν προς όφελός τους τις παρεχόμενες υπηρεσίες ενώ από τους 376 εγγεγραμμένους στο Δ. Ρεθύμνου οι 60 δε χρησιμοποιούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες του ΤΕΒΑ.
Ντόπιοι, άνεργοι, έγγαμοι με ετήσιο εισόδημα έως 6.000 ευρώ
Σε ότι αφορά το προφίλ των οικογενειών που κατέφυγαν στο Κοινωνικό Παντοπωλείο με βάση τα ερευνητικά δεδομένα όπως αυτά προέκυψαν από την ανάλυση των στατιστικών στοιχείων που συγκέντρωσε η Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας του Ρεθύμνου αυτά έχουν ως εξής: Το 50% αυτών είναι έγγαμοι, το 18,9% άγαμοι, το 16,8% διαζευγμένοι και 14,4% σε κατάσταση χηρείας.
Η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος σε ποσοστό 80,6% έχει παιδιά, ενώ το 19,4% του δείγματος δεν έχει.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία το 19,4 % των οικογενειών είναι χωρίς παιδιά, το 17,3 % με 1 παιδί, το 29,5 % με 2 παιδιά και το 33,8 % με 3 + παιδιά & άνω.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ερευνητικά δεδομένα επαληθεύουν το ότι οι πολυμελείς οικογένειες έχουν μικρότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, διότι είναι περισσότερα τα εξαρτώμενα μέλη και γι’ αυτό είναι πιο επιρρεπείς στη φτώχεια.
Ειδικότερα το 36,2 % του πληθυσμού είναι οικογένειες με ενήλικα παιδιά, το 34,2% οικογένειες με ανήλικα παιδιά, το 10,1% οικογένειες με ανήλικα & ενήλικα παιδιά.
Όσον αφορά την εθνικότητα η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και συγκεκριμένα το 91% είναι Έλληνες και μόνο το 9% είναι αλλοδαποί.
Το μεγαλύτερο μέρος του δείγματος σε ποσοστό 84,6% έχει ετήσιο εισόδημα από 0-6.000€. Το 14,4% έχει ετήσιο εισόδημα από 6.001-12.000€ και το 1,1% έχει ετήσιο εισόδημα 12.001€ και άνω.
Σύμφωνα με την έρευνα σε ότι αφορά τη στέγαση των οικογενειών το μεγαλύτερο ποσοστό ζει σε δικό του σπίτι και συγκεκριμένα το 46,5%, το 27,9% φιλοξενείται ενώ το 25,3% ζει σε σπίτι που νοικιάζει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μισοί σε ποσοστό 49,7% είναι άνεργοι και το 35,9% εργαζόμενοι ενώ μόλις το 14,4% είναι συνταξιούχοι.
Αναλυτικότερα, σε ποσοστό 47,1% εργάζεται 1 μέλος της οικογένειας ενώ σε ποσοστό 46% δεν εργάζεται κανείς. Σε ποσοστό 5,9% ανέρχονται οι οικογένειες στις οποίες εργάζονται 2 μέλη και μόλις το 1,1% εργάζονται 3+ μέλη.
Σχετικά με το πόσα άτομα ζουν στο σπίτι μαζί με τους δικαιούχους του Κοινωνικού Παντοπωλείου, καταγράφεται ότι σε ποσοστό.59,3% ζουν 3+ μέλη, σε ποσοστο 20,2% ζουν 2 μέλη και σε ποσοστό 20,5% ζει 1 μέλος.
Όσον αφορά τον τομέα της υγείας τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι 40,4% είναι στο ΙΚΑ, το 39,9% στον ΟΓΑ, το 1,6% στον Ο.Α.Ε.Ε., το 1,1% είναι στο Δημόσιο και το 17% άλλο (οι περισσότεροι δήλωσαν ανασφάλιστοι).
Σχετικά με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η συντριπτική πλειοψηφία σε ποσοστό 83,2% δηλώνει ότι τους παρέχεται από κάποιον ασφαλιστικό φορέα και το 6,9% από την Πρόνοια. Επίσης εμφανίζεται ένα ποσοστό ατόμων 9,8%, όπου είτε δεν είναι ασφαλισμένοι σε κάποιον ασφαλιστικό φορέα, είτε είναι ανασφάλιστοι.
Όσον αφορά τα προβλήματα υγείας το 44,4% των ατόμων του δείγματος δηλώνει ότι αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας, ενώ το 55,6% δεν αντιμετωπίζει.
Το 23,4% των ατόμων που έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας είναι σχετικό με παθολογικά νοσήματα. Ακολουθούν τα ψυχικά νοσήματα σε ποσοστό 8,2%, μετά τα καρδιολογικά νοσήματα σε ποσοστό 5,3%, και τα ορθοπεδικά νοσήματα και ο καρκίνος σε ποσοστό 4%.
Όσον αφορά τον θεσμό του κοινωνικού παντοπωλείου τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν:
• 25% εγγράφηκε το 2012
• 23,7% το 2013
• 20,5% το 2014
• 27,7% το 2015
Το 88% των ατόμων δηλώνει ότι είναι ευχαριστημένο με τις υπηρεσίες που προσφέρει το Κοινωνικό Παντοπωλείο, ενώ το 12% όχι.
Σε σχετικές δηλώσεις της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας και Κοινωνικής Μέριμνας Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου Μαρία Καββάλου, ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Για το νέο προφίλ της οικογένειας στην περιφέρεια, με δείγμα τους δικαιούχους του κοινωνικού παντοπωλείου, κοινή παραδοχή είναι ότι η οικονομική κρίση ήρθε με χρονοκαθυστέρηση στην περιφέρεια. Υπάρχουν διαφοροποιήσεις στο πως βίωσε η Αθήνα και πως η περιφέρεια τις επιπτώσεις της κρίσης. Τόσο στη συμπεριφορά όσο κυρίως στην ψυχοσύνθεση. Εδώ έχουμε μεγαλύτερα αισθήματα θυμού, φόβου, ντροπής από τον πρώην νοικοκύρη του χωριού που γνωρίζεται με όλους και ντρέπεται να πει και στον ίδιο του τον εαυτό ότι το ψυγείο του είναι άδειο. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αυτό του προκαλεί αισθήματα θυμού, φόβου μήπως το μάθει ο γείτονας αλλά ταυτόχρονα δεν ξέρει πως ο ίδιος θα μπορέσει να αναθρέψει και να διαχειριστεί τα παιδιά του. Τη βοήθεια που προσφέρουμε δεν μπορεί να τη δεχτεί γιατί υπάρχουν αυτοί οι παράγοντες. Στο κέντρο, στην ανωνυμία του πλήθους δέχεται περισσότερο τη βοήθεια» και αναφερόμενη στις ενέργειες που πρέπει να γίνουν για να προσεγγίσουν οι κοινωνικές υπηρεσίες τους ανθρώπους αυτούς και να τους στηρίζουν πρόσθεσε: «Άρα χρειαζόμαστε ένα θεωρητικό υπόβαθρο για να δούμε πως μπορούμε οι κοινωνικοί επιστήμονες να πάμε σε αυτές τις οικογένειες να τους προσφέρουμε υποστήριξη. Ατομική υποστήριξη για να μπορέσουν να λειτουργήσουν σωστά ως γονείς. Αυτή τη στιγμή έχουμε γυρίσει στην πυρηνική οικογένεια. Προ κρίσης, τα παιδιά σπούδαζαν, έφευγαν από την οικογένεια και έμεναν μόνα τους. Τώρα δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα. Άρα, έχουμε και ενήλικα παιδιά μέσα στην οικογένεια. Επιπλέον, η παραγωγική ομάδα από 31-50 ετών είναι άνεργη. Άρα η ανεργία μπλοκάρει όλα τα συστήματα. Έχουν θυμό οι νέοι, φεύγουν στο εξωτερικό. Επίσης σαν Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στο να μειώσουμε τις υγειονομικές ανισότητες και να κάνουμε προγράμματα που να είναι προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ευάλωτες ομάδες να έχουν καλές συνθήκες διαβίωσης στα σχολεία, στις κοινότητες. Στα συσσίτια κάνουμε ελέγχους για να έχουμε καλό πόσιμο νερό, καλές συνθήκες εστίασης. Επίσης οι κοινωνικοί σύμβουλοι προσπαθούν να έχουν ποιοτικές υπηρεσίες, οι παιδικοί σταθμοί και τα νηπιαγωγεία και να προστατεύουμε αυτή την ηλικία».
Συμπεράσματα
Τα συμπεράσματα, όπως αυτά καταγράφονται στην έρευνα, έχουν ως εξής:
Η περίοδος όμως που διανύουμε χαρακτηρίζεται από όξυνση της φτώχειας, φαινόμενο που έχει πλήξει και την οικογένεια. Οι γονείς δυσκολεύονται να μιλήσουν για τη φτώχεια, καθώς τη θεωρούν προσωπική αποτυχία, ντροπή ή συνέπεια ενός μη ευνοϊκού περιβάλλοντος στο οποίο μεγάλωσαν, παρόλο που στην εποχή μας θεωρείται όλο και περισσότερο διαδεδομένη. H οικονομική πίεση τους εξαντλεί ψυχολογικά και συναισθηματικά (θυμός, κατάθλιψη, άγχος), με αρνητικά αποτελέσματα στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους και στη σχέση τους με αυτά, γεγονός που έχει αρνητικές επιδράσεις στην ανάπτυξή τους. (Barajas, Philipsen & Brooks- Gunn, 2007).
Τα πλέον παραγωγικά στρώματα της κοινωνίας που θεωρούνται τα άτομα που ανήκουν στην ηλικιακή κλίμακα 31 έως 50 ετών, τα οποία στερούνται όχι μόνο υλικά αγαθά, αλλά και τον σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την πληροφόρηση και την εκπαίδευση, ενώ βιώνουν απόρριψη, απομόνωση, μοναξιά, κακές σχέσεις με τους άλλους, ανασφάλεια, χαμηλή αυτοπεποίθηση, απογοήτευση, θυμό κ.ά. βρίσκονται στα όρια της φτώχειας (Engle & Black, 2008).
Στην Ελλάδα οι δείκτες φτώχειας είναι δραματικά υψηλοί για τους ανέργους. Επιπλέον, η πιθανότητα να ζουν τα παιδιά σε ένα νοικοκυριό «φτωχού εισοδήματος» είναι υψηλότερη, όταν ο επικεφαλής του νοικοκυριού έχει είναι πολύ νέος (μικρότερος από 24 ετών) ή είναι πολύ ηλικιωμένος (μεγαλύτερος από 65 ετών) ή είναι άνεργος. (Έρευνα «Στατιστικά στοιχεία σχετικά µε το Εισόδημα και της Συνθήκες Διαβίωσης» (Ε.Ε.-SILC).
Εφαρμόζοντας ένα σταθερό όριο φτώχειας (το τιμαριθμικά αναπροσαρμοσμένο όριο φτώχειας του 2009), υπολογίζεται ότι ο αριθμός όσων θεωρούνταν φτωχοί πριν το ξέσπασμα της κρίσης έχει αυξηθεί πλέον σημαντικά και είναι πάνω από 35%. (Ματσαγγάνης, Λεβέντη, Καναβίστα, 2012, «Διαστάσεις της φτώχειας στην Ελλάδα της κρίσης», Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Ο παραπάνω προβληματισμός εμπλουτίζεται από τα ερευνητικά ευρήματα της μελέτης των ατόμων που κατέφυγαν στο κοινωνικό παντοπωλείο της ΠΕ Ρεθύμνης.
Η κατεύθυνση της κοινωνικής μεταρρύθμισης χρειάζεται να στραφεί στις ευάλωτες οικογένειες με παιδιά και, ιδιαίτερα, στις αυξανόμενες μονογονεϊκές οικογένειες και τις πολύτεκνες οικογένειες. Ακόμη και σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας χρειάζεται να δοθεί μεγαλύτερη κοινωνικοοικονομική στήριξη στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς μέσα από κοινωνικές παροχές σε είδος και χρήμα. προγράμματα πρόληψης που προσφέρουν ποιοτικές υπηρεσίες στα παιδιά και τις οικογένειές τους ώστε να παραμείνουν στο σπίτι τους και να βρουν εργασία τα μέλη τους. ( Ηead Start, 2012, Engle & Black, 2008 και Hilferty, Redmond & Katz, 2010)
Είναι πιο επιτακτική ανάγκη από ποτέ η υλοποίηση μιας δημόσιας κοινωνικής επένδυσης (με καθολικές κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες που ωφελούν όλη την κοινότητα, όπως σίτιση, πρόσβαση σε καθαρό νερό, εμβολιασμοί, εκπαιδευτικές ευκαιρίες (π.χ. προσχολική αγωγή), ενισχυτικά προγράμματα, εξειδικευμένα μαθησιακά προγράμματα για παιδιά με ειδικές ανάγκες) προκειμένου να περιοριστεί η αναπαραγωγή της φτώχειας και της ανισότητας στην ελληνική κοινωνία.
Η έκταση και η βαρύτητα των κοινωνικών προβλημάτων που ανακύπτουν έχει ως αποτέλεσμα όλες τις παραπάνω παρατηρήσεις και είναι απαραίτητο να αποτελέσει έναυσμα προβληματισμού.
Η ταυτότητα της έρευνας
• Σκοπός της έρευνας:
• Η παρούσα έρευνα αναφέρεται στη μελέτη των ποιοτικών χαρακτηριστικών των δικαιούχων του κοινωνικού παντοπωλείου της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνης.
• Μέθοδος
• Συνολικά μελετήθηκαν 376 άτομα (τυχαίο δείγμα) που είναι εγγεγραμμένα στο κοινωνικό παντοπωλείο. Από τα 376 άτομα το 41% ήταν άνδρες & το 59% γυναίκες, ηλικιακή σύνθεση αυτών ήταν : 31-50 ετών (52,1%), 51-70 ετών (29,8%), 71 και άνω (10,4% ) και 18-30 ετών ( 7,7% )
• Μελετήθηκαν ποιοτικά χαρακτηριστικά των δικαιούχων του Κοινωνικού Παντοπωλείου
• Σχεδιασμός της έρευνας:
• Περιλαμβάνει και τις δυο βασικές κατηγορίες, την Περιγραφική και την Επεξηγηματική Έρευνα.
• Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά δείγματος:
• Η δράση του κοινωνικού παντοπωλείου αποβλέπει στην ανάπτυξη μίας πολιτικής στήριξης ατόμων που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης ή βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό. Τα άτομα αυτά είτε αντιμετωπίζουν αντικειμενικές ή υποκειμενικές δυσχέρειες πρόσβασης και αξιοποίησης των κοινωνικών παροχών και υπηρεσιών που δικαιούνται (παραδοσιακές ομάδες στόχου των προνοιακών πολιτικών), είτε αδυνατούν να διαχειριστούν καταστάσεις ανάγκης σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο εξαιτίας σύνθετων κοινωνικών καταστάσεων, βιολογικών (π.χ. αναπηρία) ή οικονομικών φαινομένων (υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ανεργία, χηρεία, μονογονεϊκότητα κ.α.).
• Γεωγραφική κάλυψη:
Η Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης με όλους τους Δήμους εκτός από τον Δήμο Αμαρίου ο οποίος λειτουργεί δικό του Παντοπωλείο, ήτοι: Αγίου Βασιλείου, Ανωγείων, Μυλοποτάμου και Ρεθύμνου.
• Συλλογή στοιχείων:
Η συλλογή στοιχείων έγινε με τη χρήση ερωτηματολογίων που τους δόθηκαν & απαντήθηκαν είτε από τους ίδιους, είτε κάτω από την υποστήριξη των εργαζομένων σε αυτό.
• Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από την Κοινωνιολόγο Μαρκάκη Καλλιόπη, στέλεχος της υπηρεσίας, με την συμβολή της Αραμπατζόγλου Έλλης, κοινωνικής λειτουργού, εργαζόμενη στο πρόγραμμα «Κοινωνικές δομές για άμεση αντιμετώπιση της φτώχειας», υπό την εποπτεία και καθοδήγηση της Διευθύντριας κ. Καββάλου Μαρίας.
• Για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS.