Η παρουσία των Ρώσων στο Ρέθυμνο, παρά το γεγονός ότι σε κάποιες περιοχές άφησαν πικρές μνήμες, σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζεται απόλυτα θετική. Έδωσαν νέα πνοή κι ελπίδα στον τόπο, αντιμετωπίζοντας πρώτα την ένδεια στην οποία είχε οδηγήσει το νομό η βάρβαρη τακτική των Τούρκων λίγο πριν χάσουν την παντοδυναμία του κατακτητή. Δυο καζάνια στήνονταν στους στρατώνες. Ένα για τους στρατιώτες κι ένα για τους έχοντες πρόβλημα επιβίωσης Ρεθεμνιώτες.
Καταλυτική ήταν η παρουσία τους στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Έργα ευποιίας κατά τον κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη ακόμα μένουν να θυμίζουν το θερμό ενδιαφέρον των Ρώσων για το Ρέθυμνο.
Κάποιοι απέδωσαν την φιλική αυτή συμπεριφορά στο γεγονός ότι οι δυο λαοί ήταν ομόδοξοι. Μια μαρτυρία όμως του γνωστού εκπαιδευτικού και ιστορικού ερευνητή και συγγραφέα κ. Νίκου Δερεδάκη, στο ντοκιμαντέρ μας «Η παρουσία των Ρώσων στο Ρέθυμνο» ανοίγει μια άγνωστη πτυχή της ιστορίας. Ναι ήταν ομόδοξοι αλλά η συγγένεια του τσάρου Νικολάου με τον ύπατο αρμοστή Γεώργιο έπαιξε καταλυτικό ρόλο.
Και να πως έχουν τα γεγονότα όπως τα καταθέτει ο κ. Δερεδάκης και συμπληρώνουμε από άλλες πηγές.
Στις 6 Μαΐου 1891 η καθημερινή αθηναϊκή εφημερίδα «Το Άστυ» -στην οποία συντάκτης ήταν και ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης- δημοσίευσε μια είδηση, μετερχόμενη εντυπωσιακών σκίτσων και αντίστοιχης γλώσσας παραμυθιού. Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού έγραφε για «δύο πρίγκιπες» που είχαν ταξιδέψει σε «μια μακρινή χώρα» που έβγαινε από τα παραμύθια:
«Ένας από τους πρίγκιπες», έγραφε ο ανώνυμος αρθρογράφος, «προερχόταν από μια μεγάλη και ευημερούσα χώρα. Η πατρίδα του άλλου ήταν μικρή και αδύναμη, αν και κάποτε ήταν ισχυρή και ένδοξη. Παραδόξως όμως, ο πρίγκιπας που ήρθε από το κραταιό βασίλειο ήταν μικρός και ευαίσθητος, ενώ ο άλλος ήταν μεγαλόσωμος και γεμάτος σθένος».
«Οι δύο πρίγκιπες», συνέχιζε η ιστορία, «ταξίδεψαν στον κόσμο μαζί μέχρι που μια μέρα έφτασαν σε ένα παράξενο και άγριο μέρος. Όλα σε αυτό το μέρος ήταν μικρά, αλλά εντυπωσιακά οργανωμένα. Τα σπίτια, τα δέντρα, οι άνδρες, οι γυναίκες. Ένα βράδυ καθώς περπατούσαν στις όχθες μιας λίμνης της παράξενης αυτής χώρας, ξαφνικά μπροστά τους εμφανίστηκαν δύο ντόπιοι και τους επιτέθηκαν με τα σπαθιά τους.
Ένας απ’ αυτούς κατάφερε ένα τρομερό πλήγμα στον ευαίσθητο πρίγκιπα, και αμέσως το αίμα του άρχισε να ρέει. Αιφνιδιασμένος ο σύντροφός του, που ήταν μαζί και είδε τη δολοφονική απόπειρα, δεν σάστισε. Ακινητοποίησε τον κακοποιό, και του έδωσε ένα αποτελεσματικό χτύπημα με το δυνατό μπαστούνι του από τις βελανιδιές της χώρας του», σώζοντας έτσι τη ζωή του λεπτού πρίγκιπα, που τύγχανε να ήταν και πρωτοξάδελφός του.
Αυτή η ρομαντική αληθινή ιστορία, αναφέρεται στο λεγόμενο «περιστατικό Otsu» που συνέβη στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του «ανατολικού ταξιδιού» του τσάρεβιτς Νικολάου, του μελλοντικού τελευταίου Τσάρου Νικολάου Β’ της Ρωσίας (1868-1918, εκείνου που μαζί με την οικογένειά του εκτελέστηκε το 1918 από τους Μπολσεβίκους) παρέα με τον ατίθασο έλληνα συνομήλικο ξάδελφό του πρίγκιπα Γεώργιο (της Ελλάδας και της Δανίας, 1869-1957) που μόλις επτά χρόνια αργότερα θα γινόταν μετά από θυελλώδη διπλωματικά παρασκήνια με την υπογραφή των Μεγάλων Δυνάμεων, Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας μέχρι και το 1906.
Η δολοφονική αυτή απόπειρα, όπως ήταν φυσικό, μονοπώλησε όχι μόνον τη ρωσική και την ελληνική επικαιρότητα, αλλά σύμπασα την ευρωπαϊκή ειδησεογραφία όλο τον Μάιο του 1891 καθώς κόντεψε να έχει σοβαρές συνέπειες στις ρωσο-ιαπωνικές διπλωματικές σχέσεις. Αλλά τι ακριβώς είχε συμβεί;
Μια απρόβλεπτη απόπειρα
Τον Οκτώβριο του 1890, ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Γ’ της Ρωσίας, αποφασίζει να στείλει τον διάδοχο του θρόνου των Ρομανόφ, τον 22χρονο γιο του τσάρεβιτς Νικόλαο σε ένα πολύμηνο ταξίδι στην Ανατολή που θα είχε κατάληξη την Ιαπωνία και από εκεί στο Βλαδιβοστόκ, όπου θα γινόταν τα εγκαίνια της κατασκευής του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου. Με μια τεράστια ακολουθία ο διάδοχος του ρωσικού θρόνου έφτασε οδικώς στην Τεργέστη, όπου επιβιβάστηκε στο ρωσικό κρουαζιερόπλοιο Pamiat Azova και διασχίζοντας την Αδριατική, έφτασαν στην Ελλάδα απ’ όπου θα έπαιρναν στην παρέα τους από την Αθήνα τον πρωτοξάδερφό του πρίγκιπα Γεώργιο. (Η μητέρα του τσάρεβιτς, αυτοκράτειρα της Ρωσίας Μαρία Φιοντόροβνα-Δάγμαρ και ο πατέρας του πρίγκιπα Γεωργίου, Βασιλιάς Γεώργιος Α’ της Ελλάδας, ήταν αδέρφια). Αρχές του 1891 απέπλευσαν για την Αλεξάνδρεια όπου επισκέφτηκαν την Αίγυπτο και τις αρχαιότητές της. Ακολούθως μέσω της Ερυθράς θάλασσας έφτασαν στην Ινδία και μετέπειτα στην Ιαπωνία. Εκεί ένας φανατικός Ιάπωνας αστυνομικός προσπάθησε να δολοφονήσει τον κληρονόμο του θρόνου των Ρομανώφ, ενώ ήταν σε μια εκδρομή στην ιαπωνική ύπαιθρο κοντά στη Λίμνη Biwa. Ευτυχώς, ο ξάδερφος και ταξιδιωτικός του σύντροφος, πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας, είχε αποτρέψει το μοιραίο, χτυπώντας με ακαριαία αντανακλαστικά και με το μπαστούνι του το δολοφόνο.
Ευτυχώς, η πληγή που δημιουργήθηκε στο διάδοχο του Ρωσικού θρόνου επουλώθηκε, αλλά ήταν αμυδρά εμφανής στο πρόσωπό του μέχρι και το φρικτό τέλος του το 1918, όταν αυτός και όλα τα μέλη της οικογένειάς του εκτελέστηκαν από την επανάσταση των Μπολσεβίκων.
Το περιστατικό που συγκλόνισε τη Ρωσία, προκάλεσε μέγιστο ενδιαφέρον στον ευρωπαϊκό τύπο, ωστόσο αναστάτωσε ιδιαίτερα τους Ιάπωνες οικοδεσπότες του. Όλος ο ιαπωνικός λαός ένιωσε ότι αυτή η πρωτοφανής απόπειρα δολοφονίας του διαδόχου του ρωσικού στέμματος στο έδαφός του, ήταν ένας ανεξίτηλος λεκές που κηλίδωνε στην ιστορία του. Επιπλέον η Ιαπωνία, φοβόταν ότι η Δύση θα μπορούσε να δει αυτό το περιστατικό ως ένδειξη της συνεχιζόμενης παραβατικότητάς της, που απέκλειε τη φιλική προσέγγιση με οποιοδήποτε πολιτισμένο έθνος της Δύσης.
Κάπως έτσι γραφόταν το «τέλος του παραμυθιού». Ο τυχερός 22χρονος τσάρεβιτς που γλίτωσε «παρά τρίχα» τη ζωή του χάρη στην ακαριαία αντίδραση του ξαδέλφου του Έλληνα πρίγκιπα Γεωργίου, μετά από 3 χρόνια το 1894 θα στεφόταν Τσάρος πασών των Ρωσιών της Αυτοκρατορίας για τα επόμενα 23 χρόνια. Ώσπου, ο τελευταίος της δυναστείας των Ρομανόφ, αυτή τη φορά στα 50 του χρόνια, εκείνος και όλη η οικογένειά του, δεν θα γλίτωναν τον φρικτό θάνατο από την επαναστατημένη Ρωσία των Μπολσεβίκων.
Όσο για τον σωματώδη Έλληνα εξάδελφο, επτά χρόνια μετά το γεγονός, θα αναλάμβανε, κυρίως με την υποστήριξη του ίδιου του Τσάρου πλέον Νικολάου Β’ που του χρωστούσε τη ζωή του, αλλά και τη σύμφωνη γνώμη των Μεγάλων Δυνάμεων, ως Ύπατος Αρμοστής της Κρητικής Πολιτείας μέχρι το 1906. Και καθώς η Ιστορία έχει γυρίσματα, ακριβώς 50 χρόνια μετά, το Μάιο του 1941, ο πρίγκιπας Γεώργιος θα περιπλανιόταν επί τρία μερόνυχτα φυγάς στα Λευκά όρη της Κρήτης μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής βασιλικής οικογένειας για να γλιτώσει από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των Γερμανών και να φυγαδευτούν ασφαλείς με ένα βρετανικό πολεμικό πλοίο στην Αλεξάνδρεια. Για να πεθάνει, τυχερότερος εκείνος, στα 88 του χρόνια αυτοεξόριστος στη Γαλλία.
Έργα ευποιίας
Οι Ρώσοι, λοιπόν, την παρουσία τους στο Ρέθυμνο (1898-1909) συνόδευσαν με σημαντικά έργα ευποιίας, φιλανθρωπίας και επωφελούς κοινωνικής δράσης. κτίζουν το Τσάρειο Νοσοκομείο (εγκαίνια Μάιο 1899), το επισκοπείο, ενώ συμμετέχουν ενεργά στα έξοδα ανέγερσης του καμπαναριού του μητροπολιτικού ναού, με την κάλυψη της δαπάνης του χυτηρίου των οκτώ κωδώνων του, από τα έσοδα του γραμματόσημου της Κατοχής, τα οποία παραχώρησε στην Ενοριακή Επιτροπεία ο Ρώσος Διοικητής Θεόδωρος ντε Χιοστάκ. Επισκευάζουν, ακόμα, το Διοικητήριο, τη γέφυρα του Πλατανιά και πολλούς δρόμους της πόλεως (κάνοντάς τους λιθόστρωση), ενώ ο Ρώσος υπολοχαγός Μ. Ρουτσόφσκι φτιάχνει τοπογραφικό της πόλεως και αργότερα, περί το 1900, τυπώνεται και σχετικός χάρτης για τον προσανατολισμό των Ρώσων στρατιωτικών στη νέα τους πατρίδα, το Ρέθυμνο. Τότε ονοματοθετούνται και οι δρόμοι της πόλης για πρώτη φορά. Στα ονόματα των δρόμων εμφαίνεται σαφώς η στενή συνεργασία Ρώσων και Ελλήνων, που αγνόησαν προκλητικά το τουρκικό στοιχείο της πόλης και μόνο σε ορισμένες γειτονιές διατηρήθηκαν εμφανή κάποια ονόματα τουρκικής προέλευσης. Οι κυριότεροι δρόμοι της πόλης παίρνουν ονόματα Ρωσικών προσωπικοτήτων, όπως Τσάρου (η σημερινή Αρκαδίου), Σκρυδλώφ (η πλατεία Ηρώων), Ρώσων (η Εθνικής Αντιστάσεως) κ.λπ. Η ουδετερότητα, ίσως, των Ρώσων συμμάχων να αποτελούσε τη σταθερή δικλείδα ασφαλείας, προς αποφυγή προστριβών με το τουρκικό στοιχείο, για τα νέα αυτά ονόματα που δόθηκαν, τότε, στους δρόμους της πόλεως. Κάνουν, ακόμη, αντιπλημμυρικά έργα στο Καμαράκι, απαλλοτριώνουν μερικά σπίτια ανατολικά της πόλεως και γκρεμίζουν την εκεί καστρόπορτα (Άμμος Πόρτα), για να ανοιχτεί και να αναπνεύσει η πόλη προς τα Περιβόλια, ενώ έφτιαξαν και χορωδίες και έψαλλαν στην εκκλησία τις Κυριακές (και τη Μεγαλοβδομάδα τα εγκώμια) και μάλιστα στην αγία Βαρβάρα, που τους είχε παραχωρηθεί από την Εκκλησία τού Ρεθύμνου για τις θρησκευτικές τους ανάγκες.
Όλα αυτά έφεραν τον τόπο μπροστά, που γνώρισε, όπως ήδη σημειώσαμε, μεγάλη πνευματική άνθιση, ακμή και οικονομική ευεξία. Οι Ρώσοι ως ομόδοξος, ως προς τη θρησκεία, λαός, στις περισσότερες περιπτώσεις, συνεργάσθηκαν αρμονικά με το ντόπιο στοιχείο και, σε κάθε περίπτωση, απέφυγαν να συμπεριφερθούν βίαια, με σκληρότητα και αδιαλλαξία, ως στρατός κατοχής.
Και με την ευκαιρία της αναφοράς μας αυτής στα έργα ευποιίας των Ρώσων κατά τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας προβαίνουμε σε μια ειδικότερη αναφορά στο ονομαζόμενο Δημοτικό ή Ρωσικό ή Τσάρειο Νοσοκομείο, το κυριότερο, ίσως, έργο της εδώ παρουσίας τους, με σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
Αμέσως, λοιπόν, μετά την άφιξη των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μεγαλόνησο το έτος 1897, ο ρωσικός στρατός, δείχνοντας πολλές φορές δείγματα συμπάθειας και ομοψυχίας προς τους κατοίκους, αντιλήφθηκε άμεσα την ανάγκη βελτίωσης των συνθηκών περίθαλψης. Έτσι, μόλις ήρθαν οι Ρώσοι στο Ρέθυμνο άρχισαν να κτίζουν, με δικά τους αποκλειστικά μέσα και σχέδια, ένα νέο Νοσοκομείο, έξω από την πόλη του Ρεθύμνου. Οι εργασίες ολοκληρώνονται το 1899 και το ίδρυμα προσφέρεται από τη Ρωσική αρχή στον Δήμο Ρεθύμνης.
Το Τσάρειο Νοσοκομείο
Ήταν το Δημοτικό ή Ρωσικό ή Τσάρειο Νοσοκομείο, για τη σημερινή εποχή αρχέγονο, μα για την εποχή του εξαιρετικά σπουδαίο. Πρώτος Διευθυντής του διετέλεσε ο Θεμιστοκλής Μοάτσος, ο οποίος χρημάτισε Διευθυντής τής Παθολογικής Κλινικής (1900-1910).
Το νοσοκομείο είχε δυναμικότητα 25-30 κλινών και χειρουργείο, του οποίου η στέγη ήταν κατασκευασμένη από γυάλινα κεραμίδια, γεγονός που θεωρήθηκε ως μεγάλο τεχνικό επίτευγμα για την εποχή εκείνη. Πληρούσε όλες τις προδιαγραφές της εποχής και ο εξοπλισμός του χειρουργείου προερχόταν από το Παρίσι. Είχε ευρωπαϊκή επίπλωση και φαρμακείο σε αρίστη κατάσταση, πλήρες χειρουργείο και καθαρό μαγειρείο. Ο προϋπολογισμός του έφθανε τις 40.000 δραχμές ετησίως -οι οποίες εισπράττονταν με ειδικό φόρο από τα εισαγόμενα και τα εξαγόμενα προϊόντα του Ρεθύμνου- και η διατήρησή του αποτελούσε αληθινή πρόκληση για το Ρέθυμνο.
Υπήρξε το πρώτο σύγχρονο νοσοκομείο της Κρήτης, που το εγκαινίασε στις 6 Μαΐου 1899 ο Ύπατος Αρμοστής Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της τελετής ο πρόξενος της Ρωσίας διαβίβασε το δωρητήριο έγγραφο τού τσάρου Νικολάου του Β’ στον τότε δήμαρχο Ρεθύμνου Γιουσούφ Αλιγιατζιδάκη –τον τελευταίο Τούρκο δήμαρχο της πόλης- ως ανάμνηση της διαμονής των ρωσικών αυτοκρατορικών στρατευμάτων στο Ρέθυμνο.
Στο νοσοκομείο, τα μετέπειτα χρόνια, έγιναν μερικές μικροαλλαγές, όπως η προσθήκη τμήματος «Κοινών Γυναικών» το 1902-1903. Η διάδοση των αφροδίσιων νοσημάτων -λόγω και της παρουσίας μεγάλου αριθμού στρατιωτών των Εγγυητριών Δυνάμεων- είχε αποβεί μείζον πρόβλημα για τη δημόσια υγεία το 1900. Παρουσιάστηκε, λοιπόν, και στο Ρέθυμνο ανάγκη ίδρυσης Τμήματος «Κοινών γυναικών», επειδή υπάρχει σχετική προκήρυξη προσθήκης στην Ανατολική πτέρυγα ειδικού διαμερίσματος τού νοσοκομείου.
Το Νοσοκομείο παρέμεινε στην ίδια κτιριακή εγκατάσταση μέχρι την έναρξη της μάχης της Κρήτης (20-5-1941), οπότε επιτάχθηκε από τον στρατό για την περίθαλψη των τραυματιών. Την τρίτη, όμως, ημέρα της μάχης στο Ρέθυμνο (22 Μαΐου 1941), χτυπήθηκε από Γερμανικά αεροπλάνα, παρά τα εμφανή σήματα τού Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, που υπήρχαν στη στέγη του, και εγκαταλείφθηκε. Αυτή ήταν και η τελευταία ημέρα λειτουργίας του ως Δημοτικού Νοσοκομείου. Μετά την απελευθέρωση, το 1952, λειτούργησε ορισμένα χρόνια ως σανατόριο (παράρτημα του κρατικού νοσοκομείου Ρεθύμνης), για να εγκατασταθεί τελικά σε αυτό το Παράρτημα της Σχολής Οπλιτών Χωροφυλακής Κρήτης.
Τα έργα ευποιίας των Ρώσων προς την πόλη του Ρεθύμνου φαίνεται να αναγνωρίστηκαν ευρέως από την κοινή συνείδηση των Ρεθεμνιωτών. Δείγματα της αναγνώρισης αυτής βρίσκουμε στην ειδησεογραφία εφημερίδων της εποχής, όπως, για παράδειγμα, στην εφημερίδα «Αναγέννησις» της 6/10/1900, όπου, σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης, προτείνεται να τοποθετηθεί επιγραφή στο ανακαινισμένο με δαπάνη του τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Β’ επισκοπικό μέγαρο, στην οποία «χρυσοίς γράμμασιν» και με τα σύμβολα τού ρωσικού στέμματος να αναγραφεί: «Δαπάνη Τσάρου Νικολάου του Β’». Και η εφημερίδα, περαιτέρω, σημειώνει χαρακτηριστικά για τα έργα ευποιίας και φιλανθρωπίας των Ρώσων στο Ρέθυμνο: «Δεν πρέπει να λησμονώμεν την ευεργετικήν δράσιν τού Ρωσικού στρατού εν τω ημετέρω νομώ και ιδία εν τη πόλει μας. ο καλλωπισμός της πόλεώς μας οφείλεται εις την ρωσικήν κατοχήν. Χιλιάδες σάκοι αλεύρου και κριθής διενεμήθησαν τοις πτωχοίς του ημετέρου νομού αδιακρίτως θρησκεύματος, χρήματα άφθονα διετέθησαν υπέρ των πτωχών οικογενειών εκ τού ακένωτου ρωσικού ταμείου. Η ευεργετική δράσις της ρωσικής κατοχής εν τω ημετέρω νομώ πρέπει να μείνει αΐδιος. Το να ευγνωμονεί τις τον ευεργέτην του είναι αρετή» .
Αυτά όλα στάθηκαν, προφανώς, η αφορμή ώστε να συνεχίζουμε να διαβάζουμε -ακόμη και μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος από της εδώ παρουσίας των Ρωσικών Δυνάμεων- στις εφημερίδες της εποχής (1914), ειδήσεις όπως η παρακάτω περί τελέσεως «δοξολογίας επ’ ευκαιρία της εορτής τού Αυτοκράτορος της Ρωσίας Νικολάου του Β’, υπό της κοινότητος της πόλεώς μας, εις ευγνωμοσύνην διά τας προς αυτήν μεγάλας τούτου δωρεάς». Και η είδηση συνεχίζει παρακάτω: «Μετά την δοξολογία ο κ. Νομάρχης μετά τού υποπροξένου τής Ρωσίας κ. Χατζηγρηγοράκη και αρκετού κόσμου μετέβησαν εις το Νεκροταφείον, όπου κατετέθη στέφανος εξ ονόματος τής Γ. Διοικήσεως εις τους τάφους των Ρώσων αξιωματικών και στρατιωτών. Ένθα και ομιλία τού κ. Χατζηγρηγοράκη αναφερομένη στας ενεργηθείσας υπό των Ρώσων ευεργεσίας προς τον ρεθυμνιακό λαό, το νοσοκομείο, την επισκοπή και τον επισκοπικό ναό…».
Πηγές:
Έρευνα Νίκου Δερεδάκη
Κωστή Ηλ.Παπαδάκη: Έργα ευποιίας των Ρώσων στο Ρέθυμνο
Εφημερίς ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου