Η περίπτωση του Προσκυνηταρίου των Αγίων Αποστόλων στην Παλιά Πόλη, στην οδό Δ. Καστρινογιαννάκη, δίπλα στη Μητρόπολη μας δίνει τη δυνατότητα να προβληματιστούμε σχετικά με το γενικότερο θέμα: «Αρχαιολογία και λατρευτικοί χώροι». Ο εν λόγω χώρος απλός, απέριττος, γραφικός είχε μπει στη ζωή των κατοίκων της Παλιάς Πόλης. Από μικρά παιδιά είχαμε συνηθίσει να περνούμε και να κάνουμε το σταυρό μας και κάπου – κάπου να μπαίνουμε και να ανάβουμε ένα κερί. Μια διακριτική υπόμνηση της ύπαρξης του ιερού, ένα διάλειμμα, μια λιγόλεπτη απόδραση από την ισοπεδωτική καθημερινότητα. Δεν ξέραμε την ιστορία του. Είμαστε βέβαιοι, όμως, έστω και αδαείς περί την αρχαιολογία και την ιστορία, πως το όνομα των Αγίων Αποστόλων που έφερε το ταπεινό προσκυνητάρι ήταν αψευδής μάρτυρας της ύπαρξης ενός παλαιού ναού και συνειρμικά τον συνδέαμε με το δεξιό κλίτος του καθεδρικού μας Ναού, που είναι επίσης αφιερωμένο στους Αγίους Αποστόλους. Κι αυτός ο συλλογισμός μας έκανε πιο ιερό και πιο σεβαστό το ταπεινό αυτό προσκυνητάρι.
Περνώντας την καγκελόπορτα ένας μικρός διάδρομος, στρωμένος με χοχλάδια με ένα τσίγκινο στέγαστρο οδηγούσε στο μαρμάρινο εικονοστάσι με την εικόνα των Αγίων Αποστόλων. Από την κορυφή του κρεμόταν ένα καντήλι. Οι γείτονες και οι περαστικοί πιστοί φρόντιζαν να διατηρούν ζωντανό το ιλαρό του φως. Δίπλα του ένα κουτί για τον οβολό των πιστών, λίγα κεράκια και το μανουάλι. Δέσποζε ο κορμός και η φυλλωσιά ενός δένδρου που έδινε πλούσια και απλόχερη σκιά και αποτελούσε καταφύγιο δροσιάς και πνεύμονα πρασίνου για τη γειτονιά το καλοκαίρι. Μια ιδιαίτερα γραφική γωνία της παλιάς πόλης. Την ημέρα της γιορτής των Αγίων Αποστόλων συνηθίζαμε να παρακολουθούμε τη λειτουργία στο δεξιό κλίτος της Μεγάλης Παναγίας, το αφιερωμένο στη χάρη τους, και μετά να πηγαίνουμε όλοι στο εικονοστάσι της οδού Καστρινογιαννάκη να ανάψουμε ένα κερί, να προσκυνήσουμε και να μοιραστούμε το αντίδωρο και τον άρτο της πανηγύρεως.
Μια εικόνα για το χώρο αυτό, όπως ήταν μέχρι το 2009, μας δίνει η φωτογραφία, την οποία αναδημοσιεύουμε από το βιβλίο: Πρωτοπρεσβύτερου Χαραλάμπου Κ. Καμηλάκη. Ο Μητροπολιτικός Ιερός τα Εισόδια της Θεοτόκου Ρεθύμνου και τα περί αυτόν κτίσματα και παρεκκλήσια. Ρέθυμνο, 1999. Από το ίδιο βιβλίο πληροφορούμαστε ότι ο χώρος του Προσκυνηταρίου, όπως και ο παρακείμενος χώρος που στεγαζόταν η Εμπορική Τράπεζα, ανήκε στην οικογένεια Δερμιτζάκη, η οποία το είχε εξαγοράσει από μια οθωμανική οικογένεια και το παραχώρησε στην ενορία του Μητροπολιτικού Ναού και ότι ο εκ των μελών της οικογένειας Εμμανουήλ Δερμιτζάκης του Ελευθερίου ανέλαβε να κατασκευάσει το μαρμάρινο εικονοστάσι το 1948, ώστε να συνεχιστεί η μνήμη του παλαιού ρεθεμνιώτικου σεβάσματος.
Το έτος 2009 η 28η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων αποφάσισε να διενεργήσει ανασκαφή στο χώρο του Προσκυνηταρίου. Κατά την ανασκαφή αυτή το προσκυνητάρι χωρίς την εικόνα μετακινήθηκε σε μια γωνιά, το βαθύσκιο δένδρο κόπηκε από τη ρίζα του και το δάπεδο του χώρου κατέβηκε γύρω στο 1 μ. Για την ανασκαφή γίνεται αναφορά σε δύο δημοσιεύματα του Αρχαιολόγου της 28ης Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Κώστα Γιαπιτζάκη*, από τα οποία πληροφορούμαστε τα εξής:
«Στο οικόπεδο της οδού Καστρινογιαννάκη, στην Παλιά Πόλη Ρεθύμνου, ήλθε στο φως κατά τα έτη 2009-2010, το σύνολο του ναού των Αγίων Αποστόλων, του οποίου ο νότιος τοίχος και τμήμα της αψίδας το ιερού ήταν ορατό σε ύψος 2,5 μ περίπου. Πρόκειται για δίκλιτο ναό, ο οποίος αναφέρεται από τις πηγές στις αρχές του 17ου αι. ως ορθόδοξος και χρονολογείται με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα στον ύστερο 15ο -πρώιμο 16ο αιώνα… Στο εσωτερικό του αποκαλύφθηκαν τρεις κιβωτιόσχημοι τάφοι με αναμοχλευμένες (διαγουμισμένες τις λέμε στην απλή ρωμαίικη μας γλώσσα) ταφές… Την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας ο ναός χωρίστηκε στα δύο, όπως διαπιστώνεται από τους αμελείς τοίχους ενός κτηρίου που κατασκευάστηκε στο ανατολικό τμήμα του ναού και χώρισε στα δύο και τις αψίδες των ιερών… Ο υπόλοιπος χώρος …, χρησιμοποιήθηκε μάλλον ως αποθηκευτικός. (εικ. 4).»
Εκτός από ένα μεγάλο πιθάρι, προφανώς της εποχής της τουρκοκρατίας και λίγες τούρκικες πίπες ουδείς άλλος λόγος για άλλα ευρήματα γίνεται στα εν λόγω δημοσιεύματα.
Ο χώρος μετά την ανασκαφή
Η φωτογραφία της εικ. 2 εμφανίζει το χώρο μετά την ανασκαφή. Δηλαδή ένα έρημο τοπίο. Το δάπεδο κατεβασμένο και επομένως άβατο, οι βάσεις πεσσών και τα ίχνη άδειων τάφων και το μαρμάρινο εικονοστάσι, χωρίς την εικόνα παραμερισμένο σε μια γωνιά. Μανουάλι δεν υπάρχει πια, ούτε φυσικά και το κανδήλι (… απέσβετο και λάλον ύδωρ …). Εικόνα απόλυτου βιασμού της ιστορίας και της φύσης. Πράξη που όπως διαπιστώνεται από τα προαναφερθέντα δημοσιεύματα δε δικαιώνεται από τα ευρήματα.
30 Ιουνίου 2013, εορτή των Αγίων Αποστόλων. Μετά τη Θ. Λειτουργία στη Μητρόπολη, το δεξιό κλίτος της οποίας εορτάζει περάσαμε να κάνουμε το σταυρό μας και να προσκυνήσουμε τη χάρη τους στο Μαρμάρινο Εικονοστάσι. Η καγκελόπορτα κλειδωμένη με αλυσίδα και λουκέτο και μέσα έρημος τόπος. Καμιά δυνατότητα πια να κάνουμε το σταυρό μας και να προσκυνήσουμε. Χολωμένοι βρήκαμε τον πρωτοπρεσβύτερο της Μητρόπολης, π. Χ Καμηλάκη. Εκφράσαμε το παράπονο και την οργή μας. Μας είπε ότι το θέμα της αποκατάστασης του χώρου έχει σκαλώσει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Του είπαμε ότι έχουμε αποφασίσει να εκφράσουμε την αγανάκτησή μας μέσω του Τύπου. Μας απέτρεψε. Περιμένετε, μας είπε. Κάνετε λίγη υπομονή. Το θέμα θα ρυθμιστεί. Σεβαστήκαμε την παράκληση του ιερέα.
30 Ιουνίου 2014 εορτή των Αγίων Αποστόλων, ένας ολόκληρος χρόνος πέρασε: Μετά τη λειτουργία στη Μεγάλη Εκκλησία, που αντίθετα με την παράδοση δεν έγινε στο κλίτος των Αγίων Αποστόλων, περάσαμε πάλι από το Προσκυνητάρι. Φέτος τουλάχιστον, είπαμε , θα καταφέρουμε να ασπαστούμε την εικόνα Τους και να ανάψουμε το κερί μας. Φρούδες ελπίδες! Νεκρό τοπίο ξανά. Χωρίς εικόνα, χωρίς ίχνος ζωής και πράσινου. Κι ο καλοκαιριάτικος ήλιος δολοφονικός και αμείλικτος να πυρπολεί το χώρο και τη γειτονιά. Στην καγκελόπορτα, στην αλυσίδα του λουκέτου πλεγμένο ένα κλαδί μυρτιάς, σιωπηλή έκφραση τρυφερότητας μα και διαμαρτυρίας πιστού. Φέτος δε θελήσαμε να ξαναδούμε τον πρωτοπρεσβύτερο. Τι νόημα θα είχε; Κάνουμε το μόνο που μας μένει. Να διοχετεύσουμε μέσω των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» την οργή και τους προβληματισμούς μας. Η Αρχαιολογία θα πρέπει να σέβεται πρωτίστως τη ζωντανή παράδοση. Τους διαχρονικούς λατρευτικούς χώρου, όπου επιβιώνουν πανάρχαια βιώματα και συμπεριφορές. Να μην τους αλλοιώνει με τράφους και υπολείμματα διαγουμισμένων τάφων. Είναι άμεση ανάγκη ο χώρος να αποδοθεί στους ενορίτες και να κοσμήσει ξανά τη γειτονιά. Η Αρχαιολογική Υπηρεσία οφείλει να δώσει εξηγήσεις και να δεσμευθεί βραχυπροθέσμως για την άμεση αποκατάσταση του, η οποία, φυσικά, θα λάβει υπόψη και θα τονίσει διακριτικά τα εμφανή υπολείμματα του Ναού της Ενετοκρατίας, ώστε τα παλαιά ίχνη να υπομνηματίζουν και την παλαιότητα και την ιερότητα του χώρου.
Επίμετρο: Αρχαιολογία και Λατρευτικοί Χώροι
Η Εκκλησία είναι ο αρχαιότερος θεσμός που έχομε στην Ελλάδα και παραμένει εν ζωή από τα πρώτα αποστολικά χρόνια μέχρι σήμερα. Φυσικό, επομένως, είναι μεγάλος αριθμός εκκλησιαστικών χώρων να παρουσιάζουν μεγαλύτερο ή μικρότερο ενδιαφέρον για τους αρχαιολόγους και τους αρχαιολογούντας. Ιδιαίτερα στους λατρευτικούς χώρους τα ενδιαφέροντα της Αρχαιολογίας συμπίπτουν συχνά με τα ενδιαφέροντα της Εκκλησίας. Υπάρχουν θετικά και αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτή τη σχέση. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που χάρη στο ενδιαφέρον των Αρχαιολόγων πολλά εκκλησιαστικά μνημεία διασώθηκαν και διατήρησαν τη φυσιογνωμία τους. Δε μας διαφεύγει, επίσης, ότι ενίοτε ιερείς και επίτροποι εμφορούμενοι από ένα ανοίκειο για την Εκκλησία πνεύμα εκσυγχρονισμού, αλλοιώνουν με τις επεμβάσεις τους το χαρακτήρα σημαντικών ιστορικών εκκλησιαστικών χώρων. Στις περιπτώσεις αυτές η παρέμβαση των Αρχαιολόγων δεν είναι μόνο ευπρόσδεκτη, αλλά και απαραίτητη.
Κάποτε όμως οι οπτικές γωνίες από τις οποίες Εκκλησία και Αρχαιολογία κοιτάζουν τα μνημεία αυτού του τύπου γίνονται ασύμπτωτες. Οι αρχαιολόγοι βλέπουν τους χώρους αυτούς ως μνημεία του παρελθόντος (εγγύτερου ή απώτερου), χωρίς να πολυσκοτίζονται ούτε για τους ανθρώπους που τους χρησιμοποιούν σήμερα, ούτε για τις λατρευτικές τους ανάγκες. Για την Εκκλησία, αντίθετα, η οπτική γωνία είναι τελείως διαφορετική. Οι χώροι αυτοί είναι δεμένοι με την παράδοση του εκκλησιαστικού σώματος, που ξεκινά βέβαια από πολύ μακριά, αλλά συνεχίζεται ως παρόν μέχρι τις μέρες μας. Για την Εκκλησία η λειτουργική – λατρευτική χρήση των χώρων συνδέει το παρελθόν με το ζωντανό παρόν και είναι αδιαπραγμάτευτα σημαντικότερη από ίχνη τοίχων και υπολείμματα διαγουμισμένων τάφων. Αυτή τη συγχρονική λειτουργική διάσταση των εκκλησιαστικών μνημείων και χώρων δε θέλει ή δεν μπορεί να κατανοήσει ενίοτε η Αρχαιολογική Υπηρεσία και τότε, όταν μάλιστα δε διασφαλίζεται ρητά και δεσμευτικά η εντός τακτών προθεσμιών εύκοσμη απόδοση του μνημείου εκεί που θεσμικά ανήκει, στην εκκλησιαστική του κοινότητα. η Εκκλησία έχει και δικαίωμα και υποχρέωσης να εμποδίζει, ανυποχώρητα αυτές τις τελικά βλαπτικές επεμβάσεις της Υπηρεσίας.
*(α) Αρχαιολογικό Έργο Κρήτης 2 (Πρακτικά της 2ης Συνάντησης, Ρέθυμνο, 26-28 Νοεμβρίου 2010)
Μιχάλης Ανδριανάκης, Πετρούλα Βαρθαλίτου και Ίρις Τζαχίλη (επιμέλεια), Ρέθυμνο, Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης, 2012.
(β) 28η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Ρέθυμνο στην ιστοσελίδα: http://www.yppo.gr/0/anaskafes/pdfs/28_EBA.pdf