Η έννοια του «γήινου περιβάλλοντος» συντίθεται από τρεις βασικούς παράγοντες του πλανητικού μας συστήματος, την γεώσφαιρα, την υδρόσφαιρα και την ατμόσφαιρα. Η αλληλεπίδραση αυτών των παραγόντων, από την εναρκτήρια φάση δημιουργίας του πλανήτη μας, σε συνδυασμό με ένα ιδιαίτερα σημαντικό εξωγενή παράγοντα, την ηλιακή ακτινοβολία, δημιούργησαν μέσα από εξελικτικές διαδικασίες αυτό που εμείς ορίζουμε σήμερα ως «φυσικό περιβάλλον». Το φυσικό αυτό περιβάλλον, έως ότου φθάσει στη σημερινή του μορφή, έχει υποστεί ένα μεγάλο εύρος αλλαγών ως αποτέλεσμα της δυναμικής αλληλεπίδρασης όλων των παραπάνω παραγόντων. Πρώτοι οι Αρχαίοι Έλληνες αντιλήφθηκαν και κατέγραψαν μέρος αυτών των αλλαγών του φυσικού περιβάλλοντος με κορυφαία την αναφορά του Αριστοτέλη: «Αι θεμελιώδεις αρχές ολοκλήρου της φύσεως είναι η αλλοίωσις και η κίνησις όστις δεν ανεγνώρισε τας αρχάς ταύτας, δεν γνωρίζει την Φύσιν». Ουσιαστικά η αναφορά του Αριστοτέλη, ο οποίος Παγκόσμια έχει καθιερωθεί ως ο Πατέρας της Μετεωρολογικής Επιστήμης, έθεσε την έννοια των μεταβολών στο φυσικό περιβάλλον ως αρχή διατήρησης της φυσικής του ισορροπίας. Το φυσικό περιβάλλον διατηρείται «ζωντανό» όσο οι μεταβολές αυτές συνεχίζονται στο πέρασμα του χρόνου.
Οι μεταβολές στο φυσικό περιβάλλον συντελούνται από φαινόμενα που συνδέονται απόλυτα με το σύνολο των προαναφερθέντων παραγόντων σύνθεσης του. Τα φαινόμενα αυτά είναι οι σεισμικές δονήσεις, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τα θαλάσσια σεισμικά κύματα (tsunami), ηλιακές κηλίδες, κ.ά. Μεταβολές όμως στο φυσικό περιβάλλον συντελούνται και από κάποιους άλλους, πιο περιορισμένης δράσης εξωγενείς παράγοντες που δύνανται και αυτοί με τη σειρά τους, σε έκτακτες εμφανίσεις, να επηρεάζουν το περιβαλλοντικό γίγνεσθαι της Γης (πτώσεις μετεωριτών στην επιφάνεια της γης, έντονες διακυμάνσεις στην ηλιακή δραστηριότητα, κύκλοι του Milankovich). Η εξελικτική πορεία όλων αυτών των φαινομένων, ως αποτέλεσμα των διαρκών μεταβολών, διαμόρφωσαν αυτό το φυσικό περιβάλλον που εμείς γνωρίζουμε σήμερα και είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι θα συνεχίσουν να το διαμορφώνουν και στο μέλλον.
Από τη στιγμή της δημιουργίας του πλανήτη υπήρξε μία πολύ μεγάλη περίοδος, περίπου δύο δισεκατομμυρίων ετών, κατά την οποία σημειώνονταν έντονες μεταβολές λόγω ακατάπαυστης ανισορροπίας του τότε φυσικού συστήματος που σηματοδοτούσε πιθανά τις ακραίες αλληλεπιδράσεις των ιδίων παραγόντων που γνωρίζουμε και σήμερα ότι συνθέτουν το φυσικό μας περιβάλλον. Μετά όμως από αυτές τις μακράς διάρκειας και έντονες μεταβολές, άρχισε να διαφαίνεται μία ισορροπία στην αλληλεπίδραση των συστημάτων και «ως εκ θαύματος» διαμορφώνεται σταδιακά ένα νέο φυσικό περιβάλλον που αφενός μεν διατηρεί εν δυνάμει εξελικτικές διεργασίες, αφετέρου γίνεται ηπιότερο και φιλόξενο. Στο νέο φιλόξενο αυτό περιβάλλον δημιουργούνται σταδιακά κατάλληλες συνθήκες ώστε να ξεκινήσει και να εξελιχθεί κάτι επίσης νέο, αυτό που εμείς ονομάζουμε ζωή. Αρχικά σε μορφή χλωρίδας και λίγο αργότερα σε μορφή πανίδας η ζωή διαρκώς εξελίσσεται και το φυσικό περιβάλλον γίνεται πλέον κατοικήσιμο. Τις βασικές αρχές στη νέα αυτή υπόσταση της ζωής τις προσδιορίζει το ίδιο το φυσικό περιβάλλον : δημιουργία (γέννηση) – εξέλιξη – αλλοίωση (θάνατος). Οι βασικές αυτές αρχές, αδιαπραγμάτευτες, διέπουν κάθε ζωντανό οργανισμό στο βασίλειο της χλωρίδας και της πανίδας που ευνοήθηκαν να αναπτυχθούν στο φυσικό περιβάλλον αυτού του πλανήτη.
Επειδή το φυσικό περιβάλλον συνεχίζει αδιάκοπα τις μεταβολές, ως ένα δυναμικά ζωντανό σύστημα, η εξέλιξη αλλά και η διατήρηση κάθε μορφής ζωής εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, από δύο βασικούς παράγοντες, την επιλογή του φυσικού συστήματος έναντι των ζώντων οργανισμών και την προσαρμοστικότητα τους στο υπό εξέλιξη νέο φυσικό περιβάλλον. Η ζωή λοιπόν εξελίσσεται στο φυσικό γήινο περιβάλλον για περισσότερα από δύο δισεκατομμύρια χρόνια εμφανίζοντας πολλά διαφορετικά είδη μέσω της φυσικής επιλογής και της προσαρμοστικότητας που μπορούσαν να επιτύχουν στις διαρκείς μεταβολές, άλλοτε μεγαλύτερης και άλλοτε μικρότερης έντασης. Ένα από τα είδη που έμελε να εξελιχθεί και να κατοικήσει στο φυσικό περιβάλλον της γης είναι και ο άνθρωπος. Η κυρίαρχη επιστημονική άποψη σχετικά με την καταγωγή των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων ονομάζεται «πέρα από την Αφρική» και υποστηρίζει πως ο Homo Sapiens (Άνθρωπος ο Σοφός) εξελίχθηκε στην τότε Αφρικανική ήπειρο πριν από 250.000 χρόνια περίπου και στη συνέχεια πριν από 100.000-50.000 χρόνια μετακινήθηκε στις γύρω ηπείρους αντικαθιστώντας άλλου είδους ανθρωποειδείς πληθυσμούς (τον Homo Erectus στην Ασία και τον Homo Neanderthalensis στην Ευρώπη).
Από την εμφάνισή του ο άνθρωπος εξελίσσεται διαρκώς δοκιμαζόμενος πάντοτε από τις φυσικές μεταβολές του συστήματος και συνάμα βοηθούμενος από τις χαρισματικές ιδιότητες που του προσδίδει το φυσικό περιβάλλον. Ένα φυσικό περιβάλλον όμως που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ποτέ, από τη μακροχρόνια πορεία του, ότι διαρκώς μεταβάλλεται.
Στη μικρή ιστορία εξέλιξης του ανθρώπου αναπτύχθηκε μία παράλογη σκέψη, εν είδη αλαζονείας, ο άνθρωπος έθεσε εαυτόν κυρίαρχο αυτού του φυσικού περιβάλλοντος, το οποίο ουσιαστικά δημιούργησε τις συνθήκες και της δικής του δημιουργίας και ως εκ τούτου , εν είδη ευγνωμοσύνης, δεν είναι καθόλου παράτολμος ο ορισμός του φυσικού περιβάλλοντος ως “Μητέρα φύση”. Μία μερίδα ανθρώπων ιδιαίτερα προικισμένων νοητικά και ευνοημένων από τις φυσικές επιλογές του περιβάλλοντος, αψηφώντας εσκεμμένα όλους τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, διατυμπανίζουν την ματαιόδοξη αντίληψη της κληρονομιάς αυτού του φυσικού περιβαλλοντικού συστήματος στις επόμενες γενιές του δικού τους είδους, αδιαφορώντας για κοινωνίες ανθρώπων, όμοιων εν μέρει μόνο στα ανθρωπογενή χαρακτηριστικά, που οδηγούνται στον αφανισμό από την φτώχεια και την υποτέλεια. Η ματαιόδοξη αυτή αντίληψη, καθαρά ανθρωποκεντρική, βρήκε απήχηση σε ανεπτυγμένες κοινωνίες ανθρώπων με περιβαλλοντικές ευαισθησίες διαμορφώνοντας εντέλει περιβαλλοντικές αντιλήψεις που αποσκοπούν σε κάθε είδους συμφεροντολογικές επιδιώξεις.
Η «Μητέρα φύση» δεν τρομάζει από τις αναγκαίες ή και τις αλόγιστες ανθρώπινες περιβαλλοντικές καταστροφές, δεν έχει λόγο να «συγχωράει» αλλά και ουδέποτε «τιμωρεί». Διαθέτει, αναμφισβήτητα, εν δυνάμει τους πλέον ισχυρούς μηχανισμούς των παραγόντων σύνθεσης του φυσικού περιβάλλοντος, ώστε στη διαρκώς μεταβαλλόμενη πορεία του να αλλοιώνεται και να εξελίσσεται. Το φυσικό μας περιβάλλον δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη μιας «δήθεν» περιβαλλοντικής προστασίας που στις περισσότερες των περιπτώσεων αποσκοπεί σε ανθρώπινες συμφεροντολογικές επιδιώξεις. Διότι ο όρος «προστασία» γεννά τα «μέτρα», που συνήθως επιβάλλονται στους κοινωνικά ασθενέστερους, γεννά όμως και τους «προστάτες» που εκπροσωπούνται συνήθως από τους ολίγους ισχυρούς των οικονομικών συμφερόντων. Στην πραγματικότητα προστασία «προσφέρεται» μόνο στους ανθρώπους, από άλλους συν-ανθρώπους των οι οποίοι στην ματαιόδοξη σκέψη μίας παγκόσμιας κυριαρχίας προκάλεσαν τόσους κατακτητικούς πολέμους κατά το παρελθόν, ενώ σήμερα οι πόλεμοι αυτοί αντικαταστάθηκαν, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, με συμφεροντολογικές πρακτικές εξυπηρέτησης του άκρατου πλουτισμού τους.
Οι άνθρωποι, ως ιδιαίτερα ευνοημένο είδος, οφείλουμε να εκφράζουμε το μέγιστο σεβασμό στο φυσικό μας περιβάλλον, στη «Μητέρα φύση». Ο σεβασμός αυτός δεν θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα της περιβαλλοντικής ευαισθησίας, που εκ των πραγμάτων είναι ανεπτυγμένη στις τεχνολογικά ευνοημένες ανθρώπινες κοινωνικές ομάδες. Θα πρέπει να πηγάζει από την περιβαλλοντική συνείδηση όλων των ανθρώπων – κατοίκων του φυσικού περιβάλλοντος της Γης που σε αυτό οφείλουμε την ύπαρξη μας.
Ευτυχώς που οι «μισθοφόροι» της ιδέας της περιβαλλοντικής προστασίας δεν μπορούν να ορίσουν το μέλλον του περιβαλλοντικού γίγνεσθαι του πλανήτη μας, ορίζουν όμως δυστυχώς κατά το δοκούν, μέσα από ευρηματικούς τίτλους και εντυπωσιακές εικόνες, την τύχη όλων εκείνων που διακατέχονται από αισθήματα περιβαλλοντικής ευαισθησίας και γίνονται θύματα, ως οργανωμένες κοινωνίες πλέον, μιας παραπλανητικής εκστρατείας.
Το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στην επιβίωση, αλλά και σε μία πιο ποιοτική ζωή δεν προκαλεί κατ’ ανάγκη μία ευρεία περιβαλλοντική καταστροφή, απαιτεί όμως ένα αμοιβαίο σεβασμό στο συνάνθρωπο και στο φυσικό του περιβάλλον. Διεκδικώντας αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα και για να αποφύγουμε τα «μέτρα» και τους «προστάτες» θα πρέπει να γνωρίσουμε καλύτερα το περιβάλλον, αναγνωρίζοντας του τις δικές του δυναμικές μεταβολών, και να μετατρέψουμε την περιβαλλοντική ευαισθησία σε περιβαλλοντική συνείδηση. Η περιβαλλοντική συνείδηση αποκτάται μόνο μέσα από την παιδεία, σε κάθε επίπεδο εκπαίδευσης. Μέσω της παιδείας διδάσκεται η αγάπη για το περιβάλλον και τη «Μητέρα φύση» και όχι μέσα από πολιτικές μισαλλοδοξίας και τρομοκρατίας.
*Ο Εμμανουήλ Λέκκας είναι μετεωρολόγος, MSc