Η επινόηση της διαμάχης ανάμεσα στο «νέο» και το «παλιό» πολιτικό σύστημα δεν είναι καινοφανής στη Πολιτική ούτε αποτελεί ελληνική εφεύρεση. Χρησιμοποιήθηκε κατ’ επανάληψη και διαχρονικά από πολιτικές δυνάμεις οι οποίες, εκμεταλλευόμενες την απόγνωση μιας κατά κανόνα ταλαιπωρημένης κοινωνίας στην οποία απευθυνόταν, επιχειρούσαν τη διάρρηξη των εκλογικών και ιδεολογικών δεσμών ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, πολίτες και φορείς με τα κυρίαρχα κόμματα σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Δεσμοί, όχι πάντοτε, ούτε κατά ανάγκη, υγιείς από τη σκοπιά της επιδίωξης του συλλογικού συμφέροντος.
Η ευρωπαϊκή ιστορία του 20ου αιώνα βρίθει από ανάλογα παραδείγματα με πιο χαρακτηριστικό ίσως εκείνο της γειτονικής μας Ιταλίας. Η άνοδος του Μουσολίνι στο πολιτικό προσκήνιο μετά το τέλος του Ά Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αποτέλεσμα μιας υψηλών τόνων ρητορικής περί «νέου» και μιας σειράς από καθημερινές πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές που αποδοκίμαζαν σε όλα τα επίπεδα την ανικανότητα των «παλιών» πολιτικών δυνάμεων να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και να ελαχιστοποιήσουν τις ζημιές της Ιταλίας από την εμπλοκή της στο Μεγάλο Πόλεμο: προσάρτηση νέων εδαφών, ομαλή κοινωνική και εργασιακή επανένταξη των παλαιμάχων, οικονομική ανασυγκρότηση. Πιο κοντά σε εμάς, η περίπτωση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και του Μπέπε Γκρίλο είναι ίσως οι πιο εμβληματικές.
Στο βαθμό που η πολιτική είναι πρωτίστως αντιπαράθεση πολιτικών προγραμμάτων, τα πρόσωπα πρέπει ή θα έπρεπε να έχουν δευτερεύουσα σημασία. Αυτό που ενδιαφέρει τον πολίτη σε ένα πολιτικό πρόσωπο είναι ο βαθμός κυβερνητικής -διοικητικής κουλτούρας που ενσωματώνει προκειμένου να υλοποιήσει τις πολιτικές του θέσεις. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το 1974, δεν ήταν ακριβώς «νέος» πολιτικός μπόρεσε όμως συγχρωτίσει το βηματισμό του με τα πολιτικά ζητούμενα της εποχής του και να ανταποκριθεί σε αυτά.
Υπάρχουν ορισμένα πάγια χαρακτηριστικά στην τακτική που ακολουθούν οι θιασώτες του «νέου» προκειμένου να επιτύχουν τη διάρρηξη αυτού του βασικού κανόνα της δημοκρατίας που συνδέει ένα πολίτη – ψηφοφόρο με την πολιτική δύναμη που επιλέγει. Η αποξένωση του ψηφοφόρου από την προηγούμενη πολιτική του προτίμηση δεν συντελείται στο επίπεδο των ιδεών η οποία θα ήταν και καθόλα θεμιτή (π.χ. να πείσεις ότι ένα «δεξιό» επιχείρημα είναι χειρότερο από ένα «αριστερό») αλλά στοχεύει στην ηθική και αισθητική κατάπτωση του αντιπάλου μέσα από τη διαχείριση νέων συμβολισμών στο πεδίο της πολιτική ρητορικής.
Στη δημόσια επικοινωνία τους οι εκπρόσωποι του «νέου» δείχνουν μια ιδιαίτερη προτίμηση σε ορισμένα επικοινωνιακά leitmotiv που κατά κανόνα χειρίζονται με εξαιρετική ευκολία. Ένα από αυτά είναι η χρήση εννοιών, slogan, ή «λέξεις – κλειδιά», κατά βάση απλοϊκές, οι οποίες επαναλαμβάνονται συνεχώς, σχεδόν εμμονικά, ώστε να γίνονται κατανοητές από το ευρύ κοινό. Η επαναλαμβανόμενη χρήση μιας αρνητικώς φορτισμένης έννοιας για ένα πολιτικό υποκείμενο («ξεμπερδεύουμε με το παλιό», παλιά υλικά, παλαιό κατεστημένο») εκτός ότι βοηθά στη μακροπρόθεσμη απομνημόνευση της, έχει ένα βαθύτερο στόχο που είναι να χαρακτηρίσει και να ταυτίσει το υποκείμενο με την έννοια κατά τρόπο αυταπόδεικτο.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και δυστυχώς δεν αφορούν μόνο το ΣΥΡΙΖΑ. Το Ποτάμι και ο αρχηγός του αξιοποιεί συχνά αυτή τη τακτική. Όταν μιλάει λ.χ. για «Υπουργούς που πρέπει να έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον πέντε χρόνια ένσημα», ο στόχος δεν είναι να αποδείξει ότι ο ίδιος τα έχει συμπληρώσει αλλά να αντιδιαστείλει και να απονομιμοποιήσει ηθικά, ανεξαρτήτως ιδεών και θέσεων, τους πολιτικούς τους αντιπάλους, χαρακτηρίζοντας τους ως περίπου άεργους. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τα σλόγκαν του Μπερλουσκόνι για το «μόνο Πολιτικό και Πρωθυπουργό (Presidente operaio) που έχει δουλέψει στη ζωή του» είναι συμπτωματική.
Εξίσου συχνή είναι η χρήση μιας παραλλαγής της προηγούμενης επικοινωνιακής τακτικής γνωστής και ως «σπασμένος δίσκος». Τη συναντούμε συνήθως σε «σφιχτά» πλαίσια διαλόγου όπως ένα talk show ή ένα debate (κοντή γιορτή). Πρόκειται για την απόδοση μιας φράσης ή ενός χαρακτηρισμού στον αντίπαλο («μιλάτε εσείς που…», «νεοφιλελεύθεροι», «μνημονιακοί», «στα τέσσερα εσείς», κλπ.) που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης για την ανάπτυξη αντίθετων επιχειρημάτων. Η ζημιά από την αποφυγή της συζήτησης με τη κατά πρόσωπο επίθεση στον πολιτικό αντίπαλο μετριέται την επόμενη μέρα όταν αυτό που έχει αποτυπωθεί στον πολίτη-τηλεθεατή είναι η ατάκα, παρά η απεγνωσμένη προσπάθεια του αντιπάλου να την αντικρούσει ορθολογικά.
Την παλέτα των «νέων» επικοινωνιακών τακτικών ολοκληρώνει πάντα μια σειρά από μεταμοντέρνες πολιτικές πρακτικές: διοργάνωση δημοψηφισμάτων, «αντισυμβατικό» ντύσιμο, διοργάνωση εκδηλώσεων όπως η V-Day, κινήματα όπως το «Δεν πληρώνω», η ελεύθερη είσοδος αντιεξουσιαστών για διαμαρτυρία στη Βουλή, οτιδήποτε, τέλος πάντων, είναι σε θέση να διαφοροποιήσει σημειολογικά το «νέο» από το «παλιό» σε κάθε έκφανση του.
Αυτές οι πολιτικές εκδηλώσεις που αρκετοί στη χώρα μας αρέσκονται να παρουσιάζουν ως μορφές αντίστασης σε έναν κακό νοούμενο κομφορμισμό δεν είναι τίποτε περισσότερο -κατά πώς θα έλεγε και ο μεγάλος κοινωνιολόγος Νόρμπερτ Ελίας- από απλά δείγματα απουσίας ομοιογενών πολιτισμικών συμπεριφορών που διαμόρφωσαν τις νεωτερικές κοινωνίες και ένδειξη αδυναμίας των ντόπιων πολιτικών ελίτ (εδώ είναι η ευθύνη του «παλιού) να διαπαιδαγωγήσουν τους πολίτες σε ένα κοινό κώδικα πολιτικής επικοινωνίας. Κώδικα που οι ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις κατάφεραν να επιβάλλουν στον εαυτό τους προκειμένου να διευκολύνουν την ανάδειξη των πολιτικών προγραμμάτων και θέσεων. Εκεί που πραγματικά θα έπρεπε να κριθεί ποιος εκφράζει το νέο σε σχέση με κάθε τι παρωχημένο και αθεράπευτα αναχρονιστικό.
* Ο Γιάννης Κεφαλογιάννης είναι δικηγόρος, υποψήφιος βουλευτής Ρεθύμνου με τη Νέα Δημοκρατία