Ο πολεοδομικός σχεδιασμός, δηλαδή η πολεοδομική οργάνωση των πόλεων και των οικισμών της χώρας οποιουδήποτε μεγέθους, κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τη λειτουργικότητα και την ανάπτυξή τους και να επιτυγχάνει την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως σ’ αυτούς, έχει ευρύτερες συνέπειες, που δεν περιορίζονται στα όρια του εκάστοτε οικισμού, αλλ’ εκτείνονται σ’ ολόκληρη την επικράτεια, εν όψει της αλληλεπιδράσεως του τρόπου οργανώσεως κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεμβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες αφεύκτως συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής.
Κι αυτό, διότι η μορφή κάθε οικισμού της χώρας, ο τρόπος δομήσεως των κτιρίων του, η σχέση μεταξύ των κοινοχρήστων και των οικοδομησίμων χώρων και τα λοιπά ουσιώδη πολεοδομικά του χαρακτηριστικά δεν αφορούν μόνον τους κατοίκους του και τις τοπικές αρχές, και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, που ενδέχεται, εν τούτοις, να καθορίσει κατά τρόπο μη αντιστρεπτό όλη την περαιτέρω εξέλιξή του, αλλ’ αποτελεί ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή, και κεντρικά κρατικά όργανα.
Τα παραπάνω αναφέρει στις δυο αποφάσεις του το Ε’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες ακυρώνει τις αποφάσεις των νομαρχών Ρεθύμνου, με τις οποίες είτε καθορίστηκαν είτε τροποποιήθηκαν όρια οικισμών, ύστερα από τις προσφυγές που είχε καταθέσει ο Περιβαλλοντικός Σύλλογος Ρεθύμνου.
Και επισημαίνει στις αποφάσεις του ότι:« όπως είναι αδιανόητο να εισάγονται πολεοδομικές ρυθμίσεις ερήμην των ενδιαφερομένων κατοίκων και αρχών, είναι εξ ίσου αδιανόητο να ρυθμίζονται τα σχετικά ζητήματα αποκλειστικώς σε τοπικό επίπεδο, χωρίς την σύμπραξη κεντρικών κρατικών οργάνων. Η αντίθετη άποψη, κατά την οποία τα ανωτέρω δεδομένα αποτελούν ζητήματα προεχόντως τοπικού ενδιαφέροντος, δυνάμενα, επομένως, να ρυθμίζονται αποκλειστικώς από όργανα αποκεντρωμένων και αυτοδιοικουμένων αρχών, εμφανίζει την Χώρα, από απόψεως οικιστικής πολιτικής, ως αποτελούσα ένα απλό μηχανικό άθροισμα αυτόνομων οικισμών, οι οποίοι μπορεί να δομούνται κατά το δοκούν, χωρίς να υπάρχουν οι προς τούτο αρχές και κανόνες, καταλείπει δε η ερμηνεία αυτή χωρίς ρυθμιστικό περιεχόμενο το θεμελιώδη ορισμό του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τον οποίο η διαμόρφωση, η ανάπτυξη και η πολεοδόμηση των οικισμών υπάγονται στην ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Κράτους», προσθέτοντας ότι:« Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος».
Για τις παραπάνω μάλιστα αποφάσεις του, το Ε’ Τμήμα του ΣτΕ, επικαλείται σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της επικρατείας που είχε εκδοθεί το 2005.
Παρατηρείται όμως κάτι οξύμωρο εδώ. Το ΣτΕ, λέει ότι η πολεοδόμηση δεν είναι αρμοδιότητα τοπικών οργάνων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά βασικό λόγο σε αυτό έχει το κεντρικό κράτος.
Όμως, το κεντρικό κράτος ήταν αυτό που παραχώρησε την αρμοδιότητα στην τοπική αυτοδιοίκηση (στους τότε νομάρχες) με απόφαση του 1985,την οποία είχε ελέγξει προηγουμένως και είχε γνωμοδοτήσει θετικά το Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου να εκδοθεί τότε το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα για να γίνει νόμος του κράτους.
Τόσα χρόνια μετά, το ίδιο Δικαστήριο, αναιρεί εκείνη την απόφαση, κρίνοντάς την αντισυνταγματική. Και παράλληλα, ακυρώνει τις νομαρχιακές αποφάσεις για τα όρια 67 συνολικά οικισμών του νομού Ρεθύμνου, κρίνοντάς τις επίσης αντισυνταγματικές.
Οι τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες από τις αποφάσεις αυτές, σύμφωνα με το ΣτΕ είναι δευτερευούσης σημασίας.
Αναλυτικά…
Ως αντισυνταγματικές ακυρώθηκαν από το ΣτΕ οι νομαρχιακές πράξεις για τους 67 οικισμούς
ΕΝΤΟΝΗ ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
• «Αναρμοδίως κατά το Σύνταγμα εκδόθηκαν αρχικώς από τον Νομάρχη Ρεθύμνου και εστάλησαν, στη συνέχεια, προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με εντολή του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας» επισημαίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας
Έντονος είναι ο προβληματισμός των τοπικών αρχών και φορέων αλλά και μεγάλη η αγωνία εκατοντάδων Ρεθεμνιωτών και όχι μόνο, ιδιοκτητών γης 67 οικισμών του νομού. Μεγάλη η αναταραχή αγοραστών οικοπέδων στους συγκεκριμένους οικισμούς, μετά τις δυο αποφάσεις του Ε’ τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας, σύμφωνα με τις οποίες είναι άκυρες οι αποφάσεις που αφορούν τον καθορισμό ή την τροποποίηση των ορίων των οικισμών αυτών, που είχαν εκδοθεί με νομαρχιακές αποφάσεις κατά τα έτη από το 1985 έως το 1991.
Άναυδοι έχουν μείνει ακόμα και ξένοι επενδυτές, οι οποίοι αγόρασαν γη, νόμιμα, στον τόπο μας, έβγαλαν οικοδομικές άδειες και είτε έχουν ήδη οικοδομήσει είτε βρίσκονται στο παρά πέντε να χτίσουν κατοικία ή επιχείρηση και ξαφνικά μαθαίνουν ότι η επένδυση της μάλλον βρίσκεται στον αέρα.
Κι αυτό διότι σύμφωνα με τις αποφάσεις Α56-2017 και Α57-2017 του Συμβουλίου της Επικρατείας για τις πράξεις που αφορούν όρια οικισμών είναι υποχρεωτικό να εκδίδονται προεδρικά διατάγματα. Όπως αναφέρεται και στις δυο αποφάσεις, η αρμοδιότητα για τον πολεοδομικό σχεδιασμό σύμφωνα με το Σύνταγμα ανήκει στο κεντρικό κράτος και όχι σε τοπικά όργανα. Το Ε’ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας επικαλείται δε προς τούτο και προγενέστερη απόφαση της ολομέλειας του ΣτΕ (3661/2005) όπου αιτιολογείται το πλαίσιο του τρόπου πολεοδόμησης.
Οι δυο πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ είναι πανομοιότυπες αφού οι προσφυγές του Περιβαλλοντικού Συλλόγου Ρεθύμνου και στη μία περίπτωση και στην άλλη είχαν ίδιο περιεχόμενο: να ακυρωθούν οι αποφάσεις του νομάρχη με τις οποίες τροποποιήθηκαν ή καθορίστηκαν τα όρια 67 συνολικά οικισμών του νομού.
Παράλληλα ακυρώνεται βέβαια από το Στε και η απόφαση που αναδημοσιεύθηκε το 2009 σε ΦΕΚ.
Οι οικισμοί για τους οποίους ακυρώθηκαν οι αποφάσεις
Η απόφαση Α56-2017 του ΣτΕ, με την οποία γίνεται δεκτή η προσφυγή, αφορά την ακύρωση της απόφασης 1858/6.4.1987 της τότε Νομάρχη Ρεθύμνου, με την οποία τροποποιήθηκαν τα όρια των εξής οικισμών:
1. Βρύσες Αγ. Βασιλείου
2. Νίθαυρης Αμαρίου
3. Μαγνησίας Μυλοποτάμου
4. Αγ. Γεωργίου Ρεθύμνης
5. Αλόιδες Μυλοποτάμου
6. Αγ. Ιωάννη Αμαρίου
7. Πρινές Ρεθύμνου
8. Ρουσοσπίτι Ρεθύμνου
9. Βιράν Επισκοπή Μυλοποτάμου
10. Χανοθιανά Μυλοποτάμου
11. Χάνι Αλεξάνδρου
12. Μοναστηράκι Αμαρίου
13. Άνω Βιράν Επισκοπή
14. Έρφοι Μυλοποτάμου
15. Μέρωνα Αμαρίου
16. Αγκουσελιανά Αγ. Βασιλείου
17. Δρυγιές Αμαρίου
18. Οψυγιάς Αμαρίου
19. Αγ. Παρασκευής
20. Καρδάκι Αμαρίου
21. Σελλί Ρεθύμνου
22. Παγκαλοχώρι Ρεθύμνου
23. Κοξαρέ Αγ. Βασιλείου
24. Παλαίλημνος
25. Λαμπιώτες
26. Κυριάννα
27. Μαριανά
28. Λιβάδια
29. Ορθέ
30. Πασαλίτες
31. Μυριοκέφαλα Ρεθύμνου
32. Μουρνέ Αγ. Βασιλείου
33. Βάτος Αγ. Βασιλείου
34. Ρούπες Μυλοποτάμου
35. Κάννεβος Αγ. Βασιλείου
36. Σκουλούφια Μυλοποτάμου
37. Αγ. Ιωάννη Αγ. Βασιλείου
38. Πλατάνια Αμαρίου
39. Δαριβιανά.
Η απόφαση Α57-2017 του ΣτΕ, με την οποία γίνεται δεκτή η προσφυγή του Περιβαλλοντικού Συλλόγου, αφορά την ακύρωση αποφάσεων του Νομάρχη Ρεθύμνου για τον καθορισμό ή κατηγοριοποίηση ή επέκταση των ορίων, των παρακάτω 28 οικισμών:
1) Σίσες Μυλοποτάμου
2) Αδελιανός Κάμπος Ρεθύμνου
3) Λευκογείων, Αγίου Βασιλείου
4) Πηγιανός Κάμπος Ρεθύμνου
5) Πηγιανός Κάμπος Ρεθύμνης
6) Πρασσές Ρεθύμνης
7) Αγαλιανός Αγίου Βασιλείου
8) Αγιάς Μυλοποτάμου
9) Πατσός Αμαρίου
10) Σκεπαστή Μυλοποτάμου
11) Αγ. Παρασκευής Αμαρίου
12) Αρδάκτου Αγίου Βασιλείου
13) Γιαννιού Αγ. Βασιλείου
14) Κρυονέρι, Αγρίδια, Τσαχιανά, Μυλοποτάμου
15) Κάλυβος Μυλοποτάμου
16) Ακτούντα Αγ. Βασιλείου
17) Σελλιά Αγ. Βασιλείου
18) Λούτρα Ρεθύμνης
19) Χώνος Μυλοποτάμου
20) Δροσιά Ρεθύμνης
21) Αΐμονας Μυλοποτάμου
22) Γαρίπα Ρεθύμνης
23) Άνω και Κάτω Σακτούρια Ρεθύμνης
24) Φωτεινού νομού Ρεθύμνου
25) Κάτω Βαλσαμόνερο Ρεθύμνης
26) Πρινές Ρεθύμνης
27 Ατσιπόπουλο Ρεθύμνης
28) Βιολί Χαράκι Ρεθύμνης
Οι τοπικές αρχές, Αντιπεριφέρεια, Δήμος, σε συνεργασία με το Τεχνικό Επιμελητήριο και τον Δικηγορικό Σύλλογο ετοιμάζουν πλήρη φάκελο για τους 67 οικισμούς, το επόμενο διάστημα θα ζητήσουν συναντήσεις με τους αρμόδιους υπουργούς και θα αναζητήσουν λύση στο σοβαρό πρόβλημα που προέκυψε και στις συνέπειες που αυτές οι αποφάσεις θα έχουν σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Καθώς το ΣτΕ υπογραμμίζει ότι: «Το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν εφαρμοσθεί επί σειρά ετών, ότι αποκτήθηκαν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων κειμένων στους εν λόγω οικισμούς και εκδόθηκαν οικοδομικές άδειες από καλόπιστους τρίτους, που τελούσαν υπό την αντίληψη ότι πρόκειται για νομίμως οριοθετηθέντες οικισμούς, δεν καθιστά τις πράξεις αυτές νόμιμες».
«Στον πολεοδομικό σχεδιασμό πρέπει να έχει λόγο το κεντρικό κράτος»
Τα «Ρ.Ν.» δημοσιεύουν ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την απόφαση του ΣτΕ, καθώς είναι αδύνατον να δημοσιευτεί το πλήρες κείμενο.
«8. Επειδή, με την απόφαση 3661/2005 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν τα εξής: Κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 24 του Συντάγματος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, δηλαδή η πολεοδομική οργάνωση των πόλεων και των οικισμών της χώρας οποιουδήποτε μεγέθους κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τη λειτουργικότητα και την ανάπτυξή τους και να επιτυγχάνει την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων διαβιώσεως σ’ αυτούς, έχει ευρύτερες συνέπειες, που δεν περιορίζονται στα όρια του συγκεκριμένου οικισμού, αλλ’ εκτείνονται σ’ ολόκληρη την επικράτεια, εν όψει της αλληλεπιδράσεως του τρόπου οργανώσεως κάθε οικισμού με τους υπολοίπους και των επεμβάσεων στο φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον, τις οποίες αφεύκτως συνεπάγεται η πολεοδομική οργάνωση μιας περιοχής. Τούτο, διότι η μορφή κάθε οικισμού της χώρας, ο τρόπος δομήσεως των κτιρίων του, η σχέση μεταξύ των κοινοχρήστων και των οικοδομήσιμων χώρων και τα λοιπά ουσιώδη πολεοδομικά του χαρακτηριστικά δεν αφορούν μόνον τους κατοίκους του και τις τοπικές αρχές, και μάλιστα σε ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο, που ενδέχεται, εν τούτοις, να καθορίσει κατά τρόπο μη αντιστρεπτό όλη την περαιτέρω εξέλιξή του, αλλ’ αποτελεί ζήτημα γενικού ενδιαφέροντος, στο οποίο πρέπει να έχουν λόγο, κατά συνταγματική επιταγή, και κεντρικά κρατικά όργανα. Πράγματι, όπως είναι αδιανόητο να εισάγονται πολεοδομικές ρυθμίσεις ερήμην των ενδιαφερομένων κατοίκων και αρχών, είναι εξ ίσου αδιανόητο να ρυθμίζονται τα σχετικά ζητήματα αποκλειστικώς σε τοπικό επίπεδο, χωρίς την σύμπραξη κεντρικών κρατικών οργάνων. Η αντίθετη άποψη, κατά την οποία τα ανωτέρω δεδομένα αποτελούν ζητήματα προεχόντως τοπικού ενδιαφέροντος, δυνάμενα, επομένως, να ρυθμίζονται αποκλειστικώς από όργανα αποκεντρωμένων και αυτοδιοικουμένων αρχών, εμφανίζει την Χώρα, από απόψεως οικιστικής πολιτικής, ως αποτελούσα ένα απλό μηχανικό άθροισμα αυτόνομων οικισμών, οι οποίοι μπορεί να δομούνται κατά το δοκούν, χωρίς να υπάρχουν οι προς τούτο αρχές και κανόνες, καταλείπει δε η ερμηνεία αυτή χωρίς ρυθμιστικό περιεχόμενο το θεμελιώδη ορισμό του άρθρου 24 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τον οποίο η διαμόρφωση, η ανάπτυξη και η πολεοδόμηση των οικισμών υπάγονται στην ρυθμιστική αρμοδιότητα και τον έλεγχο του κράτους. Επομένως, η έγκριση και τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων οποιασδήποτε κλίμακος και η θέσπιση με ρυθμίσεις κανονιστικού χαρακτήρα πάσης φύσεως όρων δομήσεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ειδικότερο θέμα, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντ., αλλ’ ούτε και θέμα τοπικού ενδιαφέροντος ή τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα. Συνεπώς, οι ρυθμίσεις αυτές μπορεί να γίνονται μόνον με την έκδοση προεδρικού διατάγματος. Ο κανόνας εξ άλλου αυτός αφορά τόσο τις αμιγώς κανονιστικές πράξεις (λ.χ. όροι δομήσεως και χρήσεων) και τις πράξεις μικτού χαρακτήρα (λ.χ. τροποποίηση σχεδίου πόλεως με ταυτόχρονο καθορισμό όρων δομήσεως) όσο και τις ατομικές πράξεις (λ.χ. απλή τροποποίηση σχεδίου πόλεως χωρίς ταυτόχρονο καθορισμό όρων δομήσεως) διότι, κατά το Σύνταγμα, ο πολεοδομικός σχεδιασμός συνδέει, λόγω του μεγάλου βαθμού της εσωτερικής συνοχής του, αρρήκτως τις κατηγορίες αυτές πράξεων, κατά τρόπο ώστε η τροποποίηση από άλλο όργανο ατομικής πολεοδομικής ρυθμίσεως να επιδρά αφεύκτως στο υπόλοιπο, κανονιστικό, μέρος αυτής, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο ανατροπής της συνοχής της. Αντιθέτως, οι αρμοδιότητες εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων και οι συναφείς εκτελεστικές αρμοδιότητες επιτρεπτώς ανατίθενται σε άλλα πλην του Προέδρου της Δημοκρατίας όργανα, προς την αρμοδιότητα δε εφαρμογής των πολεοδομικών σχεδίων εξομοιώνεται και η όλως εντοπισμένη τροποποίησή τους, η οποία μπορεί να γίνεται με πράξη διάφορη του διατάγματος, εκτός αν αφορά σε προστατευόμενες περιοχές του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, οπότε πρέπει, και στην περίπτωση αυτή, να διενεργείται με την έκδοση προεδρικού διατάγματος.
9. Επειδή, η οριοθέτηση οικισμού με πληθυσμό έως 2000 κατοίκους αποτελεί ρύθμιση γενικού πολεοδομικού σχεδιασμού, η οποία τον υπάγει στο κανονιστικό πεδίο εφαρμογής των προαναφερθεισών ρυθμίσεων του άρθρου 5 του π.δ. από 24.4/3.5.1985 (Δ’ 181), ως προς την αρτιότητα, το ποσοστό κάλυψης, το συντελεστή δόμησης, το σύστημα δόμησης και το μέγιστο ύψος των κτηρίων. Επομένως, βάσει των κριθέντων με την προμνησθείσα απόφαση 3661/2005 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, η οριοθέτηση των εν λόγω οικισμών πρέπει να γίνεται με προεδρικό διάταγμα, αδιαφόρως αν περιλαμβάνει ή όχι και τον καθορισμό όρων και περιορισμών δόμησης. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 36 του ν. 3756/2009 (βλ. ανωτέρω, σκ. 2), η αναδημοσίευση των διαγραμμάτων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μαζί με τα κείμενα των μη νομίμως δημοσιευθεισών έως τότε αποφάσεων, προκειμένου αυτές να αποκτήσουν αναδρομική ισχύ που ανατρέχει στο χρόνο της αρχικής και μη νόμιμης δημοσίευσής τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θεραπεύει μόνον το ανυπόστατο των πράξεων αυτών, λόγω της μη συνδημοσίευσης των οικείων διαγραμμάτων, και όχι άλλες τυχόν πλημμέλειες, όπως αυτή της αναρμοδιότητας (πρβ. ΣτΕ 4689/2015).
10. Επειδή, εν προκειμένω, οι προσβαλλόμενες πράξεις οριοθέτησης διαφόρων οικισμών -οι περισσότερες εκ των οποίων, άλλωστε, περιέχουν και καθορισμό όρων δόμησης- έπρεπε να περιβληθούν τον τύπο του προεδρικού διατάγματος και αναρμοδίως κατά το Σύνταγμα εκδόθηκαν αρχικώς από τον Νομάρχη Ρεθύμνου και εστάλησαν, στη συνέχεια, προς δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με εντολή του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας. Το δε γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν εφαρμοσθεί επί σειρά ετών, ότι αποκτήθηκαν εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων κειμένων στους εν λόγω οικισμούς και εκδόθηκαν οικοδομικές άδειες από καλόπιστους τρίτους, που τελούσαν υπό την αντίληψη ότι πρόκειται για νομίμως οριοθετηθέντες οικισμούς, δεν καθιστά τις πράξεις αυτές νόμιμες, όπως αβασίμως προβάλλουν οι καθ’ ων η αίτηση. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι πράξεις αυτές πρέπει να ακυρωθούν, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, και παρέλκει η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.
Ακυρώνει τις αποφάσεις του Νομάρχη».
Στη δεύτερη απόφαση αναφέρεται ότι :«Ακυρώνει την απόφαση Τ.Π. 1858/6.4.1987 της Νομάρχη Ρεθύμνης, όπως αυτή αναδημοσιεύθηκε στο φύλλο 258/3.6.2009 του τεύχους αναγκαστικών απαλλοτριώσεων και πολεοδομικών θεμάτων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως».