Στο χωριό Λιθίνες, τον Δεκέμβριο του 1828, μέσα σε ένα παλιό ισχυρότατο βενετσιάνικο πύργο, που ανήκε στην φεουδαρχική οικογένεια του Φραγκίσκου Βλάχου, πρόφτασαν και κλείστηκαν εκατό σαράντα οπλισμένοι Τούρκοι και διακόσια πενήντα γυναικόπαιδα, περί τα τετρακόσια, δηλαδή, άτομα συνολικά. Οι χριστιανοί επαναστάτες τους πολιορκούσαν επί τρία συνεχή ημερονύχτια.
Στην επιχείρηση αυτήν έλαβαν μέρος με επικεφαλής τον Στρατάρχη Τσουδερό και οι Αγιοβασιλειώτες, ενώ εν μέσω αυτών ο Νίκος Φασατάκης αναφέρει ονομαστικά και τον Σελλιανό Κωνσταντίνο Δ. Τσουρμπάκη, που – όπως φαίνεται από τα πιστοποιητικά του – στα 1828 συμμετείχε, πράγματι, στη συγκεκριμένη εκστρατεία. Όπως, μάλιστα, διηγείται με συντομία ο ίδιος ο Τσουρμπάκης, όταν έφτασαν στη Σητεία, οι Τούρκοι κλείστηκαν στον Πύργο των Λιθινών και τους πολιορκούσαν για τρεις ημέρες συνεχώς. Οι επαναστάτες τους έδιναν όρκους και υποσχέσεις για τη σωτηρία τους, αν παραδίνονταν, αλλά αυτοί δεν είχαν το θάρρος, αλλά ούτε και έδιναν πίστη στις υποσχέσεις τους, για να παραδοθούν. Στο τέλος οι επαναστάτες γκρέμισαν τον πύργο και τους έκαψαν όλους όσοι ήταν μέσα.
Ας παρακολουθήσουμε, όμως, λεπτομερέστερα τη διήγηση των παραπάνω γεγονότων, στην οποία τον ενεργό ρόλο διαδραμάτισε ο Αγιοβασιλειώτης Στρατάρχης Γεώργιος Τσουδερός (εικ.). Στις τρεις, λοιπόν, μέρες που πολιορκούσαν τον πύργο οι επαναστάτες έπεσαν δεκατέσσερις από αυτούς και πληγώθηκαν αρκετοί, ενώ οι εχθροί ήταν, οπωσδήποτε, ασφαλέστεροι και καλώς οχυρωμένοι μέσα στον τριώροφο πύργο. Στο πρώτο και δεύτερο πάτωμα βρίσκονταν οι ένοπλοι και απέκρουαν τους χριστιανούς, οι δε απόλεμοι και τα γυναικόπαιδα βρισκόταν στο τρίτο. Ένιωθαν, λοιπόν, ασφαλείς, γι’ αυτό και δεν υπάκουαν στις προσκλήσεις των χριστιανών για παράδοση.
Ο Τσουδερός, τότε, βιάστηκε να δώσει ένα τέλος στην πολιορκία, γιατί ήθελε να προλάβει δυο κακά. τη βοήθεια, αφενός, των Τούρκων από την Ιεράπετρα και το Ηράκλειο και τη σωτηρία, αφετέρου, των λοιπών Τούρκων που δεν είχαν προφτάσει να φύγουν, αλλά είχαν καταφύγει σε άλλους γειτονικούς πύργους. Κάθε καθυστέρηση μπορούσε να τους δώσει αυτόν τον καιρό που ζητούσαν, γι’ αυτό ο ίδιος ο Τσουδερός, προσωπικά, αφού νύχτωσε τη δεύτερη μέρα, πήρε μια σπουδαία πρωτοβουλία, προκειμένου να τους εκβιάσει. πλησίασε τον πύργο άνοιξε ένα όρυγμα στα θεμέλιά του και τοποθέτησε μέσα μια στάμνα γεμάτη μπαρούτι με μακρό φυτίλι. Αφού απομακρύνθηκε αρκετά έδωσε φωτιά, αλλά το μπαρούτι δεν μπόρεσε να χαλάσει τον δυνατό παλιό πύργο. Η σάπια, όμως, ξυλεία του πήρε σε κάποια σημεία φωτιά, η οποία γρήγορα απλώθηκε και σε όλο το υπόλοιπο κτίριο.
Τότε άκουγες θρήνους και οδυρμούς από τα κλεισμένα γυναικόπαιδα, ενώ απεγνωσμένες ήταν και οι προσπάθειες των ανδρών, που άλλοι συνέχιζαν να πολεμούν παλικαρίσια τους πολιορκητές τους και άλλοι προσπαθούσαν να σβήσουν τη φωτιά, που είχε αρχίσει να απλώνεται επικίνδυνα, με ό,τι μέσο είχαν στη διάθεσή τους. Έτσι, μέσα στον πανικό και τη ζάλη τους, τη στιγμή εκείνη, δημιούργησαν οι ίδιοι το μεγάλο κακό, όταν, κάποια στιγμή, αντί για νερό έριξαν προς κατάσβεση της φωτιάς ένα πιθάρι ρακή, που βρέθηκε μέσα στο πύργο και το εξέλαβαν ως… νερό! Η φωτιά τότε φούντωσε και τεράστιες γλώσσες οι φλόγες έζωσαν κυριολεκτικά και κατέτρωγαν τον πύργο. Όμως, ούτε και τότε οι πολιορκούμενοι, ούτε για μια στιγμή, δεν διανοήθηκαν να ανοίξουν τις πόρτες και να παραδοθούν!
–Παραδοθείτε, μωρέ, για να γλυτώσετε, τους φώναζαν απ’ έξω οι επαναστάτες. Δεν λυπάστε τα παιδιά σας;
– Καλιά θα καούμε ούλοι μας, παρά να πέσομε στα χέρια σας!
Και πραγματικά κάηκαν όλοι τους, ηρωικοί απόγονοι μιας δυνατής γενιάς, που και αν τους απομάκρυνε η θρησκεία, κρατούσαν, όμως, αρκετά από τα ηρωικά χαρακτηριστικά των προγόνων τους. Ο αριθμός των φονευθέντων Τούρκων στον πύργο του χωριού Λιθίνες ανέρχεται στους 400, που πέθαναν όλοι με την ανατίναξή του από τον Στρατάρχη Γ. Τσουδερό. Μόνο μια γυναίκα σώθηκε, που στην απελπισία της πήδηξε από ψηλά στα στρώματα που έσπευσαν οι Έλληνες και της έστρωσαν καταγής.