Η στρεβλή δημοσιογραφική προβολή της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας σχετικά με την οικονομική κρίση, από τα διεθνή Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, απασχόλησαν τις εργασίες της διημερίδας που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη και την Παρασκευή στο Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου στα Χανιά (Ίδρυμα Αγία Σοφία) με τη συμμετοχή Ελλήνων και Γερμανών δημοσιογράφων.
Στόχος της διημερίδας ήταν η καλύτερη ενημέρωση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, χωρίς στρεβλώσεις από τα ξένα Μ.Μ.Ε., της ελληνικής κρίσης, των όσων συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα και των τεράστιων δυσκολιών, που βιώνει ο ελληνικός λαός.
Αναπόφευκτα, οι ομιλίες επικεντρώθηκαν στον ρόλο της Γερμανίας σε ότι αφορά την οικονομική πολιτική που επιβάλλει στη χώρα μας, καθώς και σε άλλες χώρες του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Νότου αλλά και στον τρόπο με τον οποίο τα γερμανικά Μ.Μ.Ε. αντιμετώπισαν την Ελλάδα και τους Έλληνες, παρουσιάζοντας διαστρεβλωμένη την πραγματικότητα και πλασάροντας μια έντονα αρνητική εικόνα για τους Έλληνες πολίτες.
Η πολιτική Μέρκελ έναντι της οικονομικής κρίσης όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και άλλων ευρωπαϊκών χωρών και ο ηγεμονικός της ρόλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως και ο χειρισμός των γερμανικών Μ.Μ.Ε. για το συγκεκριμένο ζήτημα, κατέστησαν την Γερμανία χώρα αντιπαθή στους λαούς των υπόλοιπων κρατών, όπως επεσήμαναν οι περισσότεροι από τους ομιλητές.
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι, επεσήμαναν στους Γερμανούς συναδέλφους τους τα λάθη, τις υπερβολές και τη διαστρέβλωση γεγονότων σε ότι αφορά τη χώρα μας από τα μέσα ενημέρωσης, στα οποία εργάζονται αλλά και τις σοβαρές επιπτώσεις που έχουν στην ελληνική κοινωνία τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν επιβληθεί.
Επίσης, Έλληνες δημοσιογράφοι έθεσαν στη διάρκεια της διημερίδας το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και του κατοχικού δανείου, αναφέροντας ότι είναι επιτακτική ανάγκη να λυθεί το θέμα.
Για την «εικόνα» της -κυρίαρχης στον ευρωπαϊκό χώρο- Γερμανίας, με τον τρόπο που αυτή προσλαμβάνεται από τον ευρωπαϊκό νότο και ειδικότερα από τον ελλαδικό χώρο, τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της πολιτικής που άσκησε, και ασκεί, γύρω από την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, μίλησε στην εισήγησή του ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Ημερήσιων Περιφερειακών Εφημερίδων και εκδότης των «Ρ.Ν.», Μανώλης Χαλκιαδάκης, επισημαίνοντας ότι τα Μέσα Ενημέρωσης, μια μεγάλη μερίδα τους τουλάχιστον, συνέβαλαν καθοριστικά ώστε η εικόνα αυτή να αποκτήσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.
Το μέλος της ΕΣΗΕΑ Δημήτρης Τσαλαπάτης, αναφερόμενος στον ειδικό επιτετραμμένο της γερμανικής κυβέρνησης στην Ελλάδα, Χανς Γιόαχιμ Φούχτελ, τόνισε πως μπορεί να μην έχει τον θεσμικό ρόλο στη χώρα μας αλλά λειτουργεί ως να είναι θεσμικός. «Είναι εντεταλμένος από την καγκελάριο κα Μέρκελ, την πολιτική της οποίας εγκρίνει το 80% του γερμανικού λαού και έρχεται στην Ελλάδα ακολουθώντας μία κατεύθυνση που του έχουν υποδείξει και προετοιμάζει το έδαφος για μια σειρά από οικονομικές συμφωνίες στην παραγωγή, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, στην ιδιωτικοποίηση περιουσιακών στοιχείων των Δήμων» επεσήμανε και δεν παρέλειψε ν’ αναφερθεί στην πρόσφατη συνάντηση του κ. Φούχτελ με τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών επισημαίνοντας το ενδιαφέρον του για την εκκλησιαστική περιουσία, πράγμα που αρνήθηκαν οι Γερμανοί δημοσιογράφοι.
Στον ρόλο του Φούχτελ αναφέρθηκε και ο αρχισυντάκτης της «Ημερησίας», Ευτύχης Παλλήκαρης, στηλιτεύοντας τη συμπεριφορά και τις κατά καιρούς δηλώσεις του στην Ελλάδα. Στάθηκε δε ιδιαίτερα στην πρόσφατη επιστολή του προς τους Έλληνες δημάρχους, που τους ζητά να καταγράψουν την περιουσία των Δήμων τους. Ο κ. Παλλήκαρης πρακτικά επεσήμανε ότι σε αντίθεση με τον κ. Ράιχενμπαχ, που βρίσκεται με θεσμικό ρόλο στη χώρα μας, η παρουσία και η δράση του Φούχτελ δεν ωφελεί σε τίποτε και δημιουργεί αντιδράσεις και δυσπιστία, καθώς «επιδιώκει δημόσιες σχέσεις».
Ο κ. Παλλήκαρης, στάθηκε επίσης στο θέμα της Ελλάδας ως τουριστικού προορισμού για τους Γερμανούς λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «Φέτος στην Ελλάδα είχαμε αύξηση αφίξεων κατά 19,4% από τη Γαλλία, κατά 16,9% από τη Βρετανία και μόλις κατά 1,3% από τη Γερμανία, γεγονός που καταδεικνύει ότι οι Γερμανοί είναι απρόθυμοι να έρθουν στη χώρα μας, στάση που κρύβει βαθύτερες πληγές ανάμεσα στους δύο λαούς».
Από την πλευρά του ο επίκουρος καθηγητής Δημοσιογραφίας στο Α.Π.Θ., Αντώνης Σκαμνάκης, τόνισε πως «Η Ελλάδα είναι μια κατεστραμμένη χώρα και αυτό εξαιτίας των μνημονιακών πολιτικών που επιβλήθηκαν από την Τρόικα. Άσχετα αν το πολιτικό σύστημα έπρεπε να εκσυγχρονιστεί, να αλλάξει, να ξεφύγει από την πελατειακή του δομή. Αυτό ήταν μια υπόθεση των ίδιων των Ελλήνων που μέσα από μια δημοκρατική διαδικασία θα προχωρούσαν σε αυτές τις επιλογές. Είναι όμως διαφορετικό να επιβάλλεται αυτό από μια ξένη δύναμη, όπως είναι η Γερμανία».
Ο δημοσιογράφος, Γιώργος Βλαβιανός (ΑΝΤ1), ανέφερε μεταξύ άλλων πως στη σημερινή εποχή οι λύσεις για τα εθνικά προβλήματα ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα. «Η Γερμανία και η Ελλάδα αντιπροσωπεύουν τα δύο αντίθετα στην Ευρώπη και θα χρειαστούν νέες δομές που θα οδηγήσουν σε νέες συμφωνίες. Η Γερμανία θα πρέπει να αφουγκραστεί τους γείτονες και τους εταίρους και να συνειδητοποιήσει ότι με αυτούς θα έχει να συνεργαστεί» είπε χαρακτηριστικά.
Λογοκρισία σε Γερμανίδα δημοσιογράφο από την πρεσβεία της
Στην τοποθέτησή της η οικονομική συντάκτρια της γερμανικής εφημερίδας «taz», Ulrike Herrmann, άσκησε κριτική στην οικονομική πολιτική που ακολουθεί εντός της χώρας της η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, γεγονός που ενόχλησε την Γερμανική πρεσβεία με αποτέλεσμα να… την ανακαλέσει στην τάξη ο ακόλουθος Τύπου της πρεσβείας της χώρας της κ. Ρεχενχόφερ.
Όπως ανέφερε η κα Herrmann, μπορεί σύμφωνα με δημοσκοπήσεις το 83% των Γερμανών να πιστεύουν ότι η γερμανική ευρωπαϊκή πολιτική είναι σωστή, ωστόσο, τόνισε, ένα βασικό χαρακτηριστικό της Γερμανίας ήταν ότι πολύ πριν από το ευρώ, αλλά πολύ περισσότερο μετά το ευρώ, οι πραγματικοί μισθοί των Γερμανών μειώνονταν έπειτα από πολιτική βούληση. Αποτέλεσμα τούτου είναι, σήμερα είναι το ¼ των μισθωτών στη Γερμανία να αμείβεται με πολύ χαμηλούς, κακούς μισθούς. Η πολιτική αυτή ξεκίνησε από το 1996, ακριβώς εν όψει του ευρώ. Αν δεν υπήρχε το ευρώ, είπε η Ulrike Herrmann, δεν θα υπήρχε λόγος συμπίεσης των μισθών των Γερμανών.
«Αυτό μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα η Γερμανία σήμερα να είναι μεν μεγάλη οικονομία, ωστόσο, μην παραβλέπουμε ότι κάνει περισσότερες εξαγωγές προϊόντων, αφού η εσωτερική αγορά δεν «κινείται», επειδή οι Γερμανοί δεν έχουν χρήματα για να αγοράσουν αγαθά» επεσήμανε η δημοσιογράφος, από την οποία απαίτησε ο ακόλουθος Τύπου της πρεσβείας της, να δηλώσει ότι όσα είπε «Δεν απηχούν τις απόψεις της γερμανικής κυβέρνησης».
Η παρέμβαση του κ. Ρεχενχόφερ, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις των Ελλήνων δημοσιογράφων που ήταν παρόντες, οι οποίοι έκαναν λόγο για λογοκρισία και για πρωτοφανή παρέμβαση της πρεσβείας της κας Μέρκελ στην ελευθερία της έκφρασης και τη δημοσιογραφική λειτουργία και ότι απ’ αυτό μπορεί να αντιληφθεί κανείς για τον τρόπο που λειτουργούν τα γερμανικά Μ.Μ.Ε. και τις συνθήκες στις οποίες υποχρεώνονται να εργάζονται οι Γερμανοί δημοσιογράφοι.
«Ματιά απ’ έξω: H εικόνα της Γερμανίας σε ευρωπαϊκό συγκείμενο»
Ο πρόεδρος του Δ.Σ. του Συνδέσμου Ημερήσιων Περιφερειακών Εφημερίδων και εκδότης των «Ρ.Ν.», Μανώλης Χαλκιαδάκης, στην εισήγησή του, στην θεματική ενότητα της διημερίδας: «Ματιά απ έξω: H εικόνα της Γερμανίας σε ευρωπαϊκό συγκείμενο», ανέφερε τα εξής:
Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η Γερμανία, μία από τις σημαντικότερες βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου, και η πολυπληθέστερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί την κινητήρια οικονομική δύναμή της. Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πράγματα, από την εποχή, ήδη, της ίδρυσης της ΕΚΑΧ (The European Coal and Steel Community (ECSC) στο μεταπολεμικό τοπίο, ρόλο που, σταδιακά, εξελίχθηκε σε κυρίαρχο εντός της Ε.Ε.
Η γερμανική κυριαρχία, έτσι, είτε μέσω του γερμανογαλλικού άξονα είτε αυτόνομα -ιδίως το δεύτερο- ενεργοποιούσε συχνά αντανακλαστικά στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, και στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, και τούτο παρά τις πολύ σημαντικές πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που σημειώθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο, και τη μακρά περίοδο ειρήνης και συνεργασίας που η γηραιά ήπειρος διήλθε στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Ο ευρωπαϊκός χώρος, ωστόσο, η ίδια η Ένωση, δεν είναι μόνο χώρος ανάπτυξης και συνεργασίας. Είναι, κυρίως, χώρος έντονου ανταγωνισμού, πολιτικού και οικονομικού, που φέρει εθνικές πολιτικές να διαγκωνίζονται μεταξύ τους. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Γερμανία σήμερα ασκεί την πολιτική της. Ο ρόλος της, δικαιολογημένα ή μη ως ηγεμονεύουσας δύναμης στην Ευρώπη, απασχολεί αλλά και ανησυχεί ολοένα και περισσότερους Ευρωπαίους πολίτες: το ζήτημα άπτεται έτσι των ίδιων των ευρωπαϊκών θεσμών και του τρόπου που λειτουργούν, στο βαθμό που αποτελεί ουσιαστικό αίτημα η οικοδόμηση μιας πραγματικά ενιαίας Ευρώπης, μέσα από την πολιτική και οικονομική της εμβάθυνση. Το ζήτημα είναι εάν αυτό το επιθυμεί η ίδια η Γερμανία, αλλά και άλλες ηγεμονεύουσες χώρες στην Ευρώπη.
Στον ευρωπαϊκό νότο η πρόσληψη της Γερμανίας, ως κυρίαρχης δύναμης, καθορίζεται και από παράγοντες πέραν της ασκούμενης, από την ίδια, πολιτικής: σχετίζεται κυρίως με τον διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης των ανθρώπων, οργάνωσης της εργασίας τους, τρόπο που διακρίνει τον προτεσταντικό βορρά από το νότο.
Εύκολα θα γίνεται αντιληπτό, αν αναλογιστούμε την άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος και σκεφθούμε κατ’ αντίστοιχο τρόπο σε ποιο υπόβαθρο αναπτύχθηκε έτσι ο εύκολος και στερεοτυπικός λόγος περί τεμπέληδων του νότου που ζουν σε βάρος των σκληρά -και όχι μόνο- εργαζόμενων Γερμανών. Προσεγγίσεις τέτοιου τύπου φυσικά απέχουν από την αναγκαία ψύχραιμη και τεκμηριωμένη ανάλυση της πραγματικότητας, απηχούν, ωστόσο, πραγματικές διαφορές στον τρόπο που κάθε λαός διαμορφώνει την εθνική του ταυτότητα και συντάσσει τα εθνικά του προτάγματα. Ο ρυθμός προβολής και αναπαραγωγής αυτού του στερεοτυπικού λόγου ήταν, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, έργο συγκεκριμένων μέσων, τα οποία ενίοτε έδιναν και τον τόνο.
Να σημειώσουμε ότι η σύγχρονη ιστορία διαμόρφωσε τη δική της εικόνα στο συλλογικό ασυνείδητο, ιδίως στον τρόπο που η Γερμανία -ευρύτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, γινόταν αντιληπτή, στην προ κρίσης Ελλάδα: η κυρίαρχη εικόνα της Γερμανίας ήταν απόλυτα ταυτισμένη με την ευημερούσα Ευρώπη που παρείχε επιδοτήσεις, κοινοτικά πλαίσια και ασφάλεια, δίκαιο αντιστάθμισμα στη συνείδηση πολλών στην οικονομική, και όχι μόνο, ελληνική αιμορραγία του παρελθόντος.
Η «εικόνα» αλλάζει άρδην, με το ξέσπασμα της κρίσης, αλλά και μεσούσης αυτής, όπου η Γερμανία αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και εν πολλοίς καθορίζει την ευρωπαϊκή πολιτική για την αντιμετώπισή της: στην δημόσια σφαίρα, έρχονται έτσι ζητήματα τα οποία για καιρό βρισκόταν εκτός αυτής: ενεργοποιούνται, όχι τυχαία, «ιστορικά» αντανακλαστικά, με άκαιρες και ακραίες κορώνες και δημοσιεύματα ένθεν κακείθεν, ενώ, ταυτόχρονα, ο ελληνικός φιλοευρωπαϊσμός υποχωρεί συνολικά: περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες, σύμφωνα με το τελευταίο ευρωβαρόμετρο, δηλώνουν απογοητευμένοι από την Ευρωπαϊκή Ένωση και απαισιόδοξοι για την μελλοντική πορεία της. Ήταν μια αμιγώς «γερμανική» – ευρωπαϊκή πολιτική, αυτή που χαρακτηρίζεται από λιτότητα, αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, έλεγχο των ελλειμμάτων και τήρηση του συμφώνου σταθερότητας.
Τι πίστευαν ωστόσο οι Έλληνες, μεσούσης της κρίσης για τον ίδιο το ρόλο της Γερμανίας στα δημόσια ευρωπαϊκά πράγματα; Την απάντηση μας την δίνει η έρευνα που διενήργησε τον Φεβρουάριο του ’12 η εταιρεία VPRC για λογαριασμό του περιοδικού «Επίκαιρα».
Σύμφωνα μ’ αυτή, οι Έλληνες πολίτες σε ποσοστό 51% πιστεύουν πως οι οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας οφείλονται στον αδιαφανή τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τα μεγάλα έργα -αντίληψη που διαμορφώθηκε προφανώς κάτω από το βάρος του σκανδάλου της Siemens. Στην ίδια έρευνα, επτά στους δέκα Έλληνες έχουν αρνητική γνώμη για την καγκελάριο Μέρκελ, έξι στους δέκα πιστεύουν ότι ο ρόλος της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αρνητικός, επτά στους δέκα πιστεύουν ότι η Γερμανία είναι περισσότερο εχθρική απέναντι στην Ελλάδα, χαρακτηρίζοντας ως Τέταρτο Ράιχ την πολιτική που ακολουθεί απέναντι στην Ελλάδα, ενώ ακόμη, οκτώ στους δέκα πολίτες εμφανίζονται πεισμένοι ότι, η πολιτική που ακολουθεί η Γερμανία θεμελιώνεται στην επιδίωξή της να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Τέλος, όχι τυχαία, εννέα στους δέκα ζητούν τις γερμανικές αποζημιώσεις και επιθυμούν αποπληρωμή του κατοχικού δανείου.
Στο ερώτημα «Τί σκέφτονται όταν ακούν Γερμανία» το 1/3 των ερωτώμενων αναφέρουν: «Χίτλερ, ναζισμό και 3ο Ράιχ, ενώ στο ερώτημα τί συναίσθημα τους δημιουργείται σκεπτόμενοι τη Γερμανία απαντούν τέσσερις στους δέκα «θυμός, αγανάκτηση και οργή».
Σε έρευνα που ένα χρόνο αργότερα διενεργεί η εταιρεία δημοσκοπήσεων public issue για λογαριασμό του ΣΚΑΙ, η γνώμη των πολιτών για την καγκελάριο Μέρκελ συνεχίζει να παραμένει αρνητική, σε ποσοστό 73%. Το 76%, σύμφωνα με την ίδια έρευνα πιστεύει ότι η Γερμανία είναι μια χώρα εχθρική προς την Ελλάδα και μόλις το 7% ότι είναι φιλική! Στην ίδια έρευνα, και στο ερώτημα εάν τα συμφέροντα Ελλάδας-Γερμανίας στην Ευρώπη είναι διαφορετικά, 78% των ερωτώμενων απαντά «σίγουρα ναι»! Αντίστοιχα, σε έρευνα που διενεργείται λίγο πριν τις γερμανικές εκλογές, αποτυπώνεται ο φόβος και η ανησυχία των Ελλήνων πολιτών απέναντι στην ενδεχόμενη επανεκλογή Μέρκελ (με ταξινόμηση, βέβαια, κατά πολιτική συγγένεια: μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, εν συνεχεία του ΠΑΣΟΚ, και χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ ψηφοφόρων της Ν.Δ.), ενώ οι αρνητικές γνώμες για το πρόσωπο της καγκελαρίου έχουν ανέβει πλέον στο 79%!
Τί συμπεραίνουμε απ’ όλα τα παραπάνω;
1. Ότι οι εθνικές ταυτότητες ακόμη και σήμερα συνεχίζουν να παραμένουν ιδιαίτερα ισχυρές και να καθορίζουν εν πολλοίς τον τρόπο με τον οποίον κάθε λαός προσλαμβάνει την εικόνα του άλλου. Τα κάθε φύσεως στερεότυπα, παρά τη διάχυση της ενημέρωσης, παραμένουν εξαιρετικά ισχυρά -ίσως, δε, και να ισχυροποιούνται περισσότερο, χάρη στην εύκολη και γρήγορη αναπαραγωγή, εμποδίζοντας τη διαμόρφωση πιο «καθαρής» εικόνας του ενός για τον άλλον. Η προϊστορία στις σχέσεις των δύο λαών, επώδυνη για τη χώρα μας, δεν επιτρέπει, πόσο μάλλον σε καιρούς κρίσης, να κυριαρχήσουν νηφάλιες προσεγγίσεις.
2. Ο τρόπος που συχνά εκλαμβάνονται οι πολιτικές, ως πολιτικές του Βορρά (και κατ’ αντίστοιχο τρόπο, οι πολιτικές του νότου από το βορρά) δημιουργούν ένα πραγματικό χάσμα όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικών αλλά κυρίως όσον αφορά στο τρόπο που προσλαμβάνονται από τον άλλο: οι αναγνώσεις περί εχθρικότητας ή φιλικότητας μιας χώρας -ή ακόμη πολύ περισσότερο του ίδιου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος- φιλτράρονται με πολύ διαφορετικό τρόπο ανάλογα με τα κυρίαρχα πιστεύω και τους τρόπους που συγκροτούνται τα εθνικά προτάγματα.
3. Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η δημόσια εικόνα της Γερμανίας, επηρεάζεται, όπως άλλωστε είναι φυσικό, από στερεοτυπικές λογικές, οι οποίες ωστόσο αποκρύπτουν πραγματικά και χρήσιμα δεδομένα. Τα μέσα ενημέρωσης, αναπαράγουν συχνά, τις κυρίαρχες, στην κάθε χώρα αντιλήψεις, στερώντας από το κοινό τους, τις διαφορετικές φωνές που υπάρχουν μέσα στην κάθε χώρα, ακόμη και μέσα στους κόλπους των κομμάτων ή των κυβερνητικών συνασπισμών. Έτσι μοιραία, οι «εικόνες» που διαμορφώνονται στα κοινωνικά σώματα είναι απολύτως στερεοτυπικές, στερούμενες των αναγκαίων αποχρώσεων και διαφορών που ενυπάρχουν σε κάθε οργανωμένη πολιτεία. Η εικόνα των Ελλήνων για την γερμανική πολιτική δεν περιλαμβάνει επί παραδείγματι για το ποιος είναι ο αντίλογος στην ίδια την Γερμανία για το ρόλο της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τους φόβους – ακόμη και Γερμανών πολιτών- στην ακολουθούμενη σήμερα πολιτική της. Αντιστοίχως, η εικόνα για την ελληνική πραγματικότητα, των Ελλήνων ακαμάτηδων, συλλήβδην, αγνοεί τις ουσιαστικές διαφορετικές αντιλήψεις και πρακτικές που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία, και διαμορφώνει συλλογικά πρότυπα στην γερμανική κοινή γνώμη που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».