Κατά τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης και αμέσως μετά την τουρκοκρατία η πόλη διατηρούσε ακόμα μιαν ανατολίτικη ατμόσφαιρα. Μέσα σ’ αυτό το υποβλητικό κλίμα θα ‘βλεπες εκτός των οθωμανικών και πολλά άλλα ακόμα πολύτιμα δυσδιάκριτα μεσαιωνικά στοιχεία, τα οποία της προσέδιδαν και της προσέθεταν μιαν ακόμα ιδιαίτερη φυσιογνωμία και ταυτότητα. Την ενημερωτική παράθεση και μνημόνευση εκείνης της άλλοτε ιδιομορφίας και μοναδικότητας θα την έλεγα επιβεβλημένη για να πάρει μια ιδέα η νεότερη γενιά.
Επεκράτησαν κάποτε ιδέες θεωρούμενες «καινοτόμες» αλλά στην ουσία υπήρξαν κατάφωρα απατηλές. Αυτές οι τάσεις ισοπέδωσης και κατεδάφισης ως και ολόκληρων οικοδομικών τετραγώνων στάθηκαν για την πόλη μια ανεπανόρθωτη απώλεια και όχι μόνο ανεπανόρθωτη, αλλά και απροσδιόριστη με την αφελή δικαιολογία, μιας υποθετικής ανυπόστατης ιδεοληψίας ότι «η πόλη ασφυκτιούσε» και έπρεπε να ανασάνει.
Μετά από τις σημαντικές αυτές απώλειες των ιστορικών μνημείων της πόλης, κατέληξε αλλοιωμένη η άλλοτε εκείνη ιδιόμορφη, πολυδιάστατη φυσιογνωμία της και η χαρακτηριστική, όσο και χαρισματική της ταυτότητα.
Για την αισθητική της περίτεχνης κατασκευής του ενετικού ρολογιού υπάρχει η εμπεριστατωμένη μονογραφία του αείμνηστου γιατρού Νικ. Κοκκονά. Να σημειωθεί όμως ότι αυτό ήταν κρυμμένο πίσω από κτίσμα του φούρνου του Ροδινού και μόνο ένα τμήμα του ήταν εμφανές από μακριά.
Επίσης αξιόλογη και επισταμένη η μονογραφία για τα άλλοτε κρεοπωλεία (Χασάπικα) της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων του συμπολίτη μας Χάρη Παπαδάκη. Η ιδιαίτερη, ιδιότυπη παρουσία του ιστορικού κτιρίου με την απέριττη εμφάνιση χαρακτηριστικής του είδους, προσέδιδε μιαν εντυπωσιακή νότα στην κεντρική πλατεία, καθώς την κοσμούσαν επίσης και μια σειρά από λεύκες. Και αυτές και εκείνο το γραφικό κατασκεύασμα δόθηκαν βορά σε ασίγαστες ορέξεις με το αστήρικτο επιχείρημα μιας αξιοποίησης της πλατείας. Ο Χάρης Παπαδάκης αναδεικνύει εύστοχα τη δυσδιάκριτη αισθητική του απολεσθέντος μνημείου.
Με αυτήν την ισοπεδωτική αντίληψη και κατεδαφιστική παράλογη τακτική και με το σκεπτικό «να πάρει μια ανάσα» η πόλη, κατεδαφίστηκε και ο ενετικός περίβολος (τείχος) που αντιστοιχούσε στη σημερινή οδό Γερακάρη. Μαζί μ’ αυτόν «έφυγαν» και απαράμιλλα αρχιτεκτονικά μνημεία. Μια πύλη στην πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη, η λεγόμενη της Άμμου η Πόρτα και μια άλλη η λεγόμενη Μαρμαρόπορτα στα δυτικά.
Μετά από αυτόν τον πέτρινο, εντυπωσιακό περίβολο (τοιχίο) στο μολώχ του κέρδους και της άστοχης αξιοποίησης κατεδαφίστηκαν μια σειρά από θολωτά κτίσματα για την ανέγερση κατοικιών στη θέση του παλαιού ταχυδρομείου. Από εκεί και πέρα σε μια αδιάκοπη επαλληλία υπήρχαν αυτά τα πανομοιότυπα κτίσματα και η σειρά συνεχιζόταν στην δυτική πλευρά της οδού Εθνάρχου Μακαρίου.
Όπως αναφέρει η Αρχαιολόγος Άννα Στερκιώτου στη μελέτη της «ΟΙ ΒΕΝΕΤΙΚΕΣ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ (1540-1646)»: «Από τα τελευταία χρόνια του 16ου αιώνα είχε παρουσιαστεί οξύ πρόβλημα στέγασης των stradioti του Ρεθύμνου. Οι stradioti ήταν το ελαφρύ ιππικό που η Βενετική Δημοκρατία είχε οργανώσει από το β’ μισό του 15ου αιώνα. Μετά από απόφαση της Γερουσίας κατασκευάστηκαν ιδιαίτερα καταλύματα για το στρατιωτικό αυτό σώμα… Ως το 1640 είχαν κατασκευαστεί 28 παρόμοια καταλύματα». Επομένως σύμφωνα με την ιστορική θεώρηση της γνωστής αρχαιολόγου επρόκειτο για στρατωνισμό των stradioti επί ενετοκρατίας και η κατεδάφιση υπήρξε ουσιαστικό λάθος.
Για να «ανασάνει η πόλη» και για τη δημιουργία ενός αύλειου χώρου εξάλλου κατεδαφίστηκε ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο βορειοανατολικά της Μητρόπολης. Και μέχρις εδώ δευτερεύον το πρόβλημα, αλλά η μπάλα πήρε και την αίθουσα των Τριών Ιεραρχών. Χάθηκε έτσι αδικαιολόγητα ένας ευρύχωρος χώρος με ασυνήθιστο παραδοσιακό χρώμα, με ζεστή φιλική ατμόσφαιρα για εκδηλώσεις και με μιαν εξαιρετική αγιογραφία – φρεσκό των Τριών Αγίων.
Στη θέση του σημερινού Τελωνείου υπήρχε ένα κτίσμα με παχείς τοίχους και χωρίς παράθυρα. Ένας στενός, χαμηλός θολωτός διάδρομος το διαπερνούσε. Στην μια του πλευρά υπήρχαν καμιά δεκαριά θεοσκότεινα κελιά, τα οποία έκλειναν με βαριές σιδερόπορτες. Στο τελευταίο από αυτά είχαν φυλακίσει οι Τούρκοι τους Τέσσερις Μάρτυρες όπως μου ‘λεγε η μητέρα μου και θυμάμαι το δέος και το φόβο που με κυρίευαν, όταν στα παιδικά μου χρόνια με περνούσε από εκεί για μια βόλτα μέχρι το Φάρο. Αδιάσειστη απόδειξη και εύγλωττο ντοκουμέντο της τουρκικής βαρβαρότητας θα ‘ταν, εάν αυτό το φρικτό μπουντρούμι είχε διασωθεί μέχρι σήμερα. Ας σημειωθεί, όσο παράξενο κι αν φαίνεται, ότι στη στέγη του είχε διαμορφωθεί ένας κήπος με αρμυρίκια.
Στο τέρμα της οδού Πάνου Κορωναίου δεξιά λειτουργούσε μέχρι την Κατοχή ένα ξυλουργείο με πριονοκορδέλα ιδιοκτησίας των συνεταίρων Τζεκάκη και Καπετανάκη. Επρόκειτο για τον άλλοτε επί ενετοκρατίας καθολικό ναό της Αγίας Σοφίας, ο οποίος επί τουρκοκρατίας κατέληξε σε τζαμί. Μετά ταύτα ενδεχομένως πουλήθηκε από τους Τούρκους στους δύο αναφερόμενους βιοτέχνες. Πάνω από αυτό το κτίσμα στεκόταν ένας ξύλινος μιναρές, ο οποίος προκαλούσε την αίσθηση του αλλόκοτου και εξαιρετικά περίεργου. Η παρουσία του άφηνε μια δυνατή εντύπωση στους περαστικούς, οι οποίοι στέκονταν εκεί και χάζευαν.
Ένα νεοκλασικό οικοδόμημα εντυπωσιακού όγκου και άλλοτε στρατώνας καλλώπιζε την πλατεία της Σοχώρας, νοτίως αυτής. Βρισκόταν στη σημερινό παρκινγκ των δικαστηρίων και κάποια αποφράδα μέρα κατά τη Μάχη της Κρήτης μια βόμβα το μισογκρέμισε κόβοντάς το στα δύο.
Για την ιστορία ας σημειωθεί ότι σ’ αυτό το κτίριο – στρατώνα είχε στρατωνιστεί το ηρωικό 44 Σύνταγμα Πεζικού, που έλαβε μέρος στην επίθεση του Ελληνικού Στρατού κατά την επιχείρηση του Σαγγάριου και στην πολύνεκρη πεισματώδη μάχη της Μικράς Ασίας για την ολοσχερή κατάληψη του ορεινού όγκου του Καλέ – Γκρότο στις 28-30 Αυγούστου 1921.
Νεοκλασικό και το κτίριο του πάλαι ποτέ Δημοτικού Νοσοκομείου. Για την ανέγερση του ο Δήμος προσέφερε την έκταση, ενώ την όλη δαπάνη κάλυψε η Ρωσική Διοίκηση. Η κατεδάφιση του σκόπευε στην ανέγερση άλλου για την εγκατάσταση της Σχολής Χωροφυλακής. Ανεπανόρθωτη η απώλεια αλλά και εσφαλμένη και ασυγχώρητη ενός θαλερού, ζωογόνου και ευλογημένου πευκοδάσους της πλατείας Δικαστηρίων και νυν «Ηρώων Πολυτεχνείου». Αυτό το μοναδικό μνημείο της φύσης προσέδιδε στην πόλη μιαν όψη δροσερή, γαλήνια και φιλική. Αλλά και πέραν του πευκοδάσους των Δικαστηρίων αποψιλώθηκαν οι λεύκες και τα πλατάνια στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων. Επίσης τα πεύκα στον χώρο τον προ του κτιρίου του Λυκείου.
Ένα ακόμα αριστουργηματικό κομμάτι αισθητικής αξίας χάθηκε που κοσμούσε τη Φορτέτζα. Βρισκόταν στο ύπερθεν της πύλης του φρουρίου κοίλωμα. Σ’ αυτή την υφιστάμενη εσοχή υπήρχε ένα υπέροχο γλυπτό, ένα σμιλευμένο λιοντάρι. Ήταν το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας και δήλωνε την ταυτότητα της περιβόητης θαλασσοκρατορίας της και του ακόρεστου εδαφικού επεκτατισμού της. Η αφαίρεση και κλοπή προστίθεται στην αρχαιοκαπηλία και στην φαυλότητα των Γερμανικών στρατευμάτων της Κατοχής.
Υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές και αμφιλεγόμενες απόψεις σε ότι αφορά την κατεδάφιση του μεταξύ Πλατάνου και Νερατζές οικοδομικού τετραγώνου. Επεκράτησε κατά τα καθ’ ημάς μια γνώμη αβασάνιστη. Σε τι ενοχλούσαν και τι αφαιρούσαν από τον παραδοσιακό χαρακτήρα της πόλης αυτά τα γραφικά μαγαζάκια; Αντίθετα προσέθεταν μιαν ατμόσφαιρα φιλόξενη και ζεστή κι ένα ίσως δυσδιάκριτο, αλλά ακαταμάχητο, πολύτιμο στοιχείο του διαχρονικού πολιτισμού της, Την κατεδάφιση θα την έλεγα, αν μη τι ‘άλλο τουλάχιστον, ανώφελη και άστοχη.
Κατά το έτος 1961 ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου και έγκυρος νομικός συμπολίτης Μιχάλης Παπαδάκης θα συγκαλέσει μια πλειάδα γνωστών ρεθεμνιωτών με σκοπό την ίδρυση και συγκρότηση συλλόγου για τη λήψη αποφάσεων και για αλλαγή πλεύσης και νοοτροπίας. Ο σύλλογος με την επωνυμία «Σύλλογος Φίλων της Ρεθύμνης γα την προστασία και διάσωση της Παλαιάς πόλης» αποτελέστηκε από τα εξής μέλη. Εκτός τους Μιχάλη Παπαδάκη και τον υποφαινόμενον και από τους: Γεώργιο Δρανδάκη, Σπύρο Λίκινα, Γιάννη Σαρρή και Γιάννη Φουρφουλάκη. Αργότερα συντελείται ένας προκαθορισμένος στόχος και από τα κατά κύριο λόγο, πρωτίστως ζητούμενα. Ο Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης Γ. Τζεδάκης προωθεί, σχετικό αίτημα με το οποίο η παλαιά πόλη κηρύσσεται με διάταγμα ως «διατηρητέο μνημείο».
Από εκείνη τη στιγμή ο Δήμαρχος Δημήτρης Αρχοντάκης τίθεται επί το έργον και αναλαμβάνει την ευθύνη για την εφαρμογή στην πράξη ενός απίστευτου και δυσεφάρμοστου εις το έπακρον επιτεύγματος. Την αναπαλαίωση, αποκατάσταση και ανάδειξη της παλαιάς πόλης με αναστηλώσεις και συντηρήσεις παραδοσιακών κτιρίων ώστε να διατηρήσει, όσο είναι εφικτό, τον μεσαιωνικό της χαρακτήρα. Ο Δήμαρχος προσκάλεσε πάραυτα τον αρμόδιο και υπεύθυνο σε θέματα καθηγητή Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δ. Μουτσόπουλο, ο οποίος μαζί με τους βοηθούς του θα εκπονήσει μια πλήρη και εμπεριστατωμένη σχετική μελέτη και ο Δήμαρχος θα προχωρήσει στην εφαρμογή της αψηφώντας απροκάλυπτες φραστικές, υβριστικές και κάθε είδους απειλές. Αλλά και ο νόμος ήταν απαρέγκλιτος. Κάθε κατεδάφιση και αυθαίρετη δόμηση θεωρείται στο εξής και θα είναι παράνομη. Η μερική είτε ολική κατεδάφιση και ανοικοδόμηση θα γίνει μόνο με υπόδειξη της Αρχαιολογικής υπηρεσίας. Αρχίζει από εδώ κι εμπρός η «αντίστροφη μέτρηση» αρχής γενομένης από την εκ βάθρων κατεδάφιση, αναστήλωση και αποκατάσταση του Φάρου, ακολουθεί η αναστήλωση του μιναρέ Μασταμπά με χορηγία του ζεύγους Γουλανδρή και η ίδρυση στο τζαμί του Παλαιοντολογικού Μουσείου. Έπεται η αναστήλωση του μιναρέ της Νερατζές με δραστηριοποίηση του συμπολίτη Μ. Αστρινού και οι αναπλάσεις διαφόρων κτισμάτων όπως της οικίας Φ. Βογιατζάκη (Λαογραφικό Μουσείο).
Στην παλαιά πόλη συντελείται μια κοσμογονική, κοσμοϊστορική αλλαγή, Ο Δήμαρχος εξασφαλίζει τις δέουσες πιστώσεις για μια αξεπέραστη ανακατασκευή του αποχετευτικού δικτύου και ένα πρωτοποριακό σύστημα βιολογικού καθαρισμού αποβλήτων. Η ανάδειξη της παλαιάς πόλης συνεχίζεται και με ότι άλλο προβλέπει η μεθοδική και πλήρης μελέτη. Αντικατάσταση πεπαλαιωμένων σωλήνων ύδρευσης, υπογειοποίηση νέων ηλεκτροφόρων και τηλεφωνικών καλωδίων κ.λπ.
Ο χώρος της εφημερίδας δεν επιτρέπει την αναφορά σε όλη τη ριζική ανακαίνιση της πόλης, αλλά όπως και να ‘χει το πράγμα ο Δήμαρχος Δημήτρης Αρχοντάκης αποδύθηκε με ζήλο σε μια τεράστια προσπάθεια και κατόρθωσε να φέρει εις πέρας ένα πολύτιμο όσο και επίπονο έργο.
Ποιος όμως θα περίμενε να επιτευχθεί αυτή η ασύλληπτη κοσμογονία από εμάς τους παλαιότερους ρεθεμνιώτες, που ζήσαμε μια πόλη της συμφοράς με ένα καταθλιπτικό περιβάλλον, με άθλια, ασύχναστα και σκοτεινά σοκάκια, αλλά και χωματένια και δύσβατα γεμάτα λακκούβες. Μια πόλη που είχε καταντήσει φιλόξενο ενδιαίτημα και καταφύγιο ενός πλήθους τρωκτικών, ότι σήμερα σ’ αυτά τα ίδια σοκάκια θα κυκλοφορούν χιλιάδες τουρίστες για να απολαμβάνουν στα γραφικά, νοικοκυρεμένα ταβερνάκια, ένα υπέροχο δείπνο και να ζουν σ’ αυτή την παραδοσιακή ατμόσφαιρα για να χαίρονται που βρίσκονται σ’ αυτή την φιλόξενη, πολιτισμένη πολιτεία, τη γοητευτική old town of Rethymno.
Ας είναι αυτή η περιγραφή μια ελάχιστη ηθική ανταμοιβή σ’ έναν ρηξικέλευθο, αισθαντικό συμπολίτη, που επέπρωτο να ζήσει μιαν προσωπικήν Οδύσσεια για να συναντήσει, κι όμως να ξεπεράσει και να διασωθεί από τον άγριο Ποσειδώνα, τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες και μιαν ευφρόσυνη και ολόφωτη μέρα που ήταν Τρίτη και δεκατρείς ν’ αράξει επί τέλους στην Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι
Χωρίς αυτήν δεν θα ‘βγαινες στο δρόμο
Έτσι σοφός που έγινες με τόση πείρα!