Με πολύ ενδιαφέρον παρακολούθησα το άρθρο του Δρος Οικονομολόγου κ. Ελευθερίου Ν. Σκανδάλη γύρω από την προέλευση του ονόματος Ατσιπόπουλο, του γνωστού σε όλους μας και προσφιλούς οικισμού του Ρεθύμνου (βλ. εφημ. «Κρητική Επιθεώρηση» 8/1/2014 και «Ρέθεμνος» 11/1/2014). Όμως, η ιστορική και κυρίως η γλωσσολογική εδραίωσή του, καθώς και το πνεύμα που διέπει το όλο κείμενο με βρίσκουν παντελώς αντίθετο!
Πρώτον ο συντάκτης του ως άνω άρθρου φαίνεται σαν να επιδιώκει να «επιβάλει» τη λατινογενή-βυζαντινή προέλευση του τοπωνυμίου και να αποκλείσει τους περί αφρικανικής -όπως χαρακτηριστικά σημειώνει- προέλευσης του τοπωνυμίου ισχυρισμούς ορισμένων, μέθοδος που επιστημονικά δεν είναι αποδεκτή. Επίσης, η ενασχόλησή μου για δύο, κοντά, δεκαετίες με 8.000, περίπου, τοπωνύμια της επαρχίας Αγίου Βασιλείου (39 συνολικά χωριά) και η ετυμολογία αυτών με γνώμονα πάντοτε την ιστορία και τη γλωσσολογική επιστήμη, με κάνει να θεωρώ ως, τουλάχιστον, ατυχή την άποψη του κ. Σκανδάλη ότι δεν μπορεί η ετυμολογία των τοπωνυμίων να γίνεται με «όρους γλωσσολογικών κανόνων» (sic). Αυτό είναι πέρα για πέρα εσφαλμένο, γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτό το ίδιο το όνομα -και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα που δεν είναι γλώσσα συμβατική- απηχεί τη βαθύτερη ουσία, αυτήν την ίδια την «ταυτότητα» του όντος και επ’ αυτού είναι γνωστός ο λόγος τού Αντισθένη «ἀρχή παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις» ή του θείου Πλάτωνα που δίδασκε ότι «ὅς ἂν τά ὀνόματα εἲδῃ, εἲσεται καί τά πράγματα» (από τα ονόματα, δηλαδή, γνωρίζουμε και τα πράγματα). Στην ιστορική, περαιτέρω, εδραίωση της άποψης του κ. Σκανδάλη δεν διέκρινα πειστική από επιστημονικές πηγές τεκμηρίωση, αλλά, μάλλον, μία σειρά προσωπικών «υποθέσεων» για τον βυζαντιακό χαρακτήρα του οικισμού και τη «λατινογενή» προέλευση του μακροτοπωνυμίου, χωρίς, πάντως, και να εξηγεί τι, τελικά, σημαίνει η λέξη «Ατσιπόπουλο» [κάπου αναφέρονται αόριστα κάποια βαπτιστικά (;;;) Ακτζιπόπουλο (και Πρινιακός, που το τελευταίο, του γειτονικού οικισμού «Πρινές», γιατί να μην είναι φυτωνυμικό;]. Οπότε, με αυτά τα δεδομένα δεν είναι δυνατόν να προχωρήσουμε σε ασφαλείς ετυμολογικές προσεγγίσεις.
Τέλος, στο συγκεκριμένο άρθρο διακρίνω μια προσπάθεια «εξωραϊσμού» του τοπωνυμίου (να μην είναι αφρικανικό), που δεν με βρίσκει καθόλου σύμφωνο. Μάλιστα, στο παρελθόν ένιωσα την ανάγκη να «απαντήσω» δημοσία σε εκλεκτό, και πάλι, τέκνο του Ατσιπόπουλου, στον Αντιστράτηγο ε.α. κ. Νικόλαο Σαμψών, όταν με δημοσίευμά του στην «Κρητική Επιθεώρηση» (1/10/2004) πρότεινε «να αντικατασταθούν τα [τοπωνυμικά] απομεινάρια της Τουρκοκρατίας με ελληνικές λέξεις». Απάντησα και πάλι δημοσία με δύο άρθρα μου («Κρητική Επιθεώρηση» 7/10/2004 και «Κρητική Επιθεώρηση» 5/11/2004) με τα οποία υποστήριζα ότι με την προτεινόμενη, συχνά, μετονομασία ξένων και ειδικά τουρκικών τοπωνυμίων περιφρονείται και αλλοιώνεται ένα μέρος της Τοπικής μας Ιστορίας, τα δε συνδεόμενα προς αυτά τα τοπωνύμια ιστορικά ζητήματα αγνοούνται και παραμερίζονται παντελώς. Και -όπως παρατήρησε ο Ρεθεμνιώτης Γλωσσολόγος, Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, αείμνηστος Γ. Κουρμούλης- «η απώλεια και ενός μόνον τοπωνυμίου είναι πολλές φορές μεγάλης σημασίας, γιατί είναι ενδεχόμενο να παρασύρει μαζί του στο σκοτάδι ένα ιστορικό γεγονός, μια σελίδα του τόπου στον οποίο αυτό υπήρχε». Και, φυσικά, είναι δυνατόν την ιστορική πραγματικότητα ενός τόπου να την διασώζει αυτό μόνο το τουρκικό (ή περσικό ή αφρικανικό ή οποιοδήποτε άλλο) τοπωνύμιο, ενώ αυτό που θα δώσουμε εμείς, στη συνέχεια, προς αντικατάστασή του, να είναι εντελώς άσχετο προς αυτήν και απλά να εξυπηρετεί έναν κακώς εννοούμενο εξευγενισμό.
Σε αυτήν την ατυχή λύση περιέπεσαν οι Νομαρχιακές Επιτροπές (Ν. 4096/ 1929) και τα Συμβούλια Τοπωνυμίων (άρθρο 23 και 24 του Α.Ν. 1488/ 1938), που συστάθηκαν από την Πολιτεία κατά το έτος 1929, με τον σκοπό της Μετονομασίας κάποιων τοπωνυμίων της Χώρας. Οι Επιτροπές αυτές ανέλαβαν να μετονομάσουν όχι μόνο τουρκικά, αλλά και κάποια άλλα ελληνικά τοπωνύμια, που, παρετυμολογούμενα, θεωρήθηκαν ως υβριστικά από τους κατοίκους ορισμένων περιοχών. Και ανέφερα, στα παραπάνω άρθρα μου, άφθονα τέτοια παραδείγματα «εξωραϊστικής» καταστροφολογίας, που μετονόμασαν ιστορικής σημασίας τοπωνύμια με κοινότυπα νεοελληνικά ονόματα, χωρίς καμιά ειδική βαρύτητα, γιατί μερικοί άσχετοι κοινοτικοί άρχοντες τα θεώρησαν ως… τουρκικά ή οτιδήποτε άλλο.
Έτσι, η ονομασία τού χωριού Σκιλλούς (από το αρχαίο σκίλλα= σχίνος, πβ. και το αρχαίο Σκιλούς στην Πελοπόννησο) παρετυμολογήθηκε προς το σκύλος και μετονομάστηκε στο εντελώς άσχετο όνομα Καλλονή(!) (125/21.5.56 ΦΕΚ τ. Α’). Παρόμοια το Δελημανωλιανά από το νεοελληνικό όνομα Δελημανώλης (πβ. Δεληγιάννης, Δεληγιώργης), μετονομάστηκε σε Κοιλάδα, ενώ ο συνοικισμός Μουχτάρω με πολλή ευκολία μετονομάστηκε σε Ευαγγελισμό (για την υπάρχουσα, ασφαλώς, εκεί ομώνυμη εκκλησία), χωρίς να ληφθεί υπόψη η σύνδεση του τοπωνυμίου προς το βυζαντινό Μουρτάριοι, την οποία είχε καταδείξει πιο πριν ο κρητολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης. Το χωριό τού Νίκου Καζαντζάκη, Βαρβάρω, μετονομάστηκε σε Αρχάγγελο, χωρίς να ληφθεί, και πάλι, υπόψη ότι στους Βυζαντινούς χρόνους «βάρβαροι» ονομάζονταν οι ξένοι μισθοφόροι, οπότε το πρώτο όνομα του χωριού απηχούσε μίαν ιστορική πραγματικότητα, αφού συσχετιζόταν με τη διαμονή, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, σε αυτό «ξένων μισθοφόρων». Τέλος, αναφέραμε το τοπωνύμιο Κανλί Καστέλι (=ματωμένο φρούριο)- στο οποίο, καίτοι τουρκικό, διατηρούνταν σπουδαία ανάμνηση της αιματηρής μάχης και πανωλεθρίας που έπαθαν οι Τούρκοι από τους Βενετο- κρητικούς στο μέρος αυτό. Το Κανλί Καστέλι, λοιπόν, με πολλή ευκολία και πάλι, μετονομάστηκε -απλά για τη δίκλιτη ομώνυμη εκκλησία του, όπως παραπάνω και το Βαρβάρω- σε Προφήτη Ηλία (!) (ΒΔ 20.9.55). Όμως, όπως μπορεί ο καθένας να διαπιστώσει, αυτό το τελευταίο όνομα δεν έχει να διασώσει τίποτε απολύτως από την τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία του τόπου, πράγμα που το επιτύγχανε μόνο το τουρκικό.
Μετά από αυτά τα γενικά στοιχεία προχωρώ στο επίμαχο θέμα του ονόματος του προσφιλούς οικισμού της πόλης μας. Η απάντησή μου υπάρχει καταγεγραμμένη στο βιβλίο μου «Τοπωνυμικό της Επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου (και από 1/1/2011 Δήμου Αγίου Βασιλείου Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου)», Ρέθυμνο 2011, σελ. 656. Στο βιβλίο μου αυτό παραθέτονται 8.000, περίπου, τοπωνύμια, τα οποία ετυμολογούνται, αιτιολογούνται και επεξεργάζονται λεπτομερώς, καθώς και εισαγωγικά στοιχεία (γεωγραφικά, πληθυσμιακά, ιστορικά, αρχαιολογικά, λαογραφικά κ.λπ.) για κάθε χωριό (39 συνολικά χωριά) της εν λόγω επαρχίας. Το εν λόγω βιβλίο μου εκδόθηκε από τη Γραφοτεχνική Ρεθύμνου, ως Ε’ τόμος στη σειρά των Πρακτικών τού «Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την επαρχία Αγίου Βασιλείου» (Πλακιάς 2008).
Ετυμολογώντας. λοιπόν, το μακροτοπωνύμιο «Ατσιπάδες», ανάμεσα σε αρκετές απόψεις που παραθέτω διαφόρων ερευνητών, ξεχωρίζω την άποψη τού επιφανούς και σοφού Κρητολόγου Στεφάνου Ξανθουδίδη, που ο ίδιος την αποδίδει και για την ετυμολογία τού μακροτοπωνύμιου «Ατσιπόπουλο». Κατά τον Ξανθουδίδη, λοιπόν, οι Ατζιπάδες ήταν στρατιώτες μισθοφόροι ή δορυφόροι και σωματοφύλακες, μελαψοί στο χρώμα, επίσης, μισθοφόροι Άραβες ή Αφρικανοί από αυτούς που πολλούς και από διάφορες χώρες αριθμούσε ο στρατός των Βυζαντινών. Γιατί, λοιπόν, να αρνηθούμε αυτήν την ιστορική πραγματικότητα των βυζαντινών στρατευμάτων, προσπαθώντας να «ωραιοποιήσουμε» το όνομα του Ατσιπόπουλου ότι δεν είναι αφρικανικό;
Η λέξη κατά τον Ξανθουδίδη δεν φαίνεται να είναι ελληνική. Πιθανότατα πρόκειται για βαρβαρική, που προσαρμόστηκε, όμως, στο ελληνικό κλητικό σύστημα, με τη συνήθη κατάληξη -άς. Ο Ξανθουδίδης πιστεύει ότι πρόκειται για την περσική λέξη sipahi ή sipah, που δηλώνει τον στρατιώτη (πβ. τούρκ. Σπαχής και αγγλ., στην Ινδία, Sipahi Sepoys και γαλλ., στην Αφρική, spahis= έφιππα τάγματα ιθαγενών Αράβων και Ινδών). Τη λέξη αυτήν παρέλαβαν οι Βυζαντινοί είτε απ’ ευθείας ή διά των Αράβων και διά του προθετικού [α] και τσιτακισμού την έκαμαν ατζυπάς, -άδες (sic).
Τέλος, σχετικά με το ζήτημα της ανεύρεσης της λέξης Ατσιπάς στην Κρήτη -και μάλιστα ως ονόματος διαφόρων χωριών- ο Στ. Ξανθουδίδης θεωρεί ότι η διασπορά αυτή έγινε με τους στρατούς τού Νικηφόρου Φωκά που ανέκτησαν την Κρήτη, μετά από σκληρούς και αιματηρούς αγώνες, από τους Άραβες, ανάμεσα στους οποίους στρατιώτες θα υπήρχαν, ασφαλώς, και μισθοφόροι Ατσιπάδες. Γνωρίζουμε δε ότι ο συνετός στρατηγός, στη συνέχεια, μετά την κατάκτηση τού νησιού και προκειμένου να εξασφαλίσει την κατοχή του, αλλά και προς ενίσχυση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού, κατοίκησε πολυάριθμους παλαίμαχους στρατιώτες του και μισθοφόρους, μοιράζοντας την Κρητική γη σε αυτούς. τότε, μαζί με τους λοιπούς Έλληνες, κατοίκησαν στη Μεγαλόνησο και Αρμένιοι (γι’ αυτό και σήμερα υπάρχουν τέσσαρα χωριά «Αρμένοι» στο νησί, καθώς και «Αρμενοχώρι»), Τσάκωνες (πβ. χωριό: «Τσακώνω»), Σλάβοι (πβ. χωριά «Σκλάβοι», «Σκλαβεροχώρι» και άλλοι Βάρβαροι (χωριά: «Βάρβαροι» και «Βαρβάρω»= μισθοφόρων), αλλά και Ατσιπάδες [πβ. «Ατσιπάδες» (Κοξαρές), «Ατσιπάδες» (Μεγάλης Βρύσης Μονοφατσίου), «Ατσιπάδες» (δήμου Αρκαλοχωρίου), αλλά και «Ατσιπόπουλο» Ρεθύμνου και σημαίνει, λοιπόν, αυτό το τελευταίο, στρατιώτες μισθοφόρους ή δορυφόρους και σωματοφύλακες εκ διαφόρων χωρών από τους οποίους αριθμούσαν πολλούς τα βυζαντινά στρατεύματα, άρα το τοπωνύμιο, ως έχει, διασώζει- όπως έχουμε, ήδη, προαναφέρει- μίαν ενδιαφέρουσα ιστορική πληροφορία!
Αυτή θεωρώ ότι είναι η μόνη, μέχρι σήμερα, επιστημονικά αποδεκτή άποψη για το όνομα του Ατσιπόπουλου και από ιστορικής και γλωσσολογικής άποψης, άποψη καθαρή, χωρίς άστοχες προσπάθειες εξωραϊσμού, βγαλμένη μέσα από τα σπλάχνα τού Βυζαντίου και μάλιστα από αυτόν τον λαοφίλητο για μας τους Κρητικούς Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, που έζησε και δραστηριοποιήθηκε στα τελευταία χρόνια της Αραβικής κατάκτησης, όταν ακόμα θα υπήρχαν, ασφαλώς, διεσπαρμένες και θα περιφέρονταν ανά την Αυτοκρατορία αραβικές και περσικές, όπως η παρούσα, λέξεις.