Η καμπάνα επίμονα χτυπά
στην πρωινή αυγουστιάτικη γαλήνη.
Μπαίνω μονάχος, σκυφτός στο ναό
μια θλιμμένη ψαλμωδία φωτίζει τον πόνο.
Στρέφω το βλέμμα στον ουρανό
στ’ Άγρυπνο «Μάτι» που τις ψυχές αναπαύει.
Βυζαντινός Καβάφης προτείνει βουβά
μια αγκαλιά κεράκια λιανά:
«Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα
-χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω μην τα διώ και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή ξεμακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν». («Κεριά»)
Στων κεριών το κίτρινο φως
η μορφή του Γιώργη Mανουσάκη
τα σφάλματά μου ψιθυριστά μου θυμίζει:
«Κύματα κύματα η βροχή δέρνει το τζάμι.
Πίσω απ’ το τζάμι κάθεται ο τυφλός.
Ακούει τον ήχο της βροχής και νοιώθει
τα νερά να κυλούν στο πρόσωπό του.
Σφαλίζει τα ματόφυλλα, προσεύχεται
«Κύριε των υδάτων, ξέπλυνε
και την τυφλότητά μου, κάμε
όταν θ’ ανοίξω τα βλέφαρα
να δω το χρώμα της βροχής». («Η προσευχή του τυφλού»)