Μέρες που είναι κι αφού ο ψυχικός μας κόσμος δοκιμάζεται από την θολή πραγματικότητα ας γυρίσουμε στο Ρέθυμνο άλλων εποχών να διασκεδάσουμε με τα καμώματα ωραίων τύπων της πόλης που τόσο χαρισματικά μας περιγράφει ο Κώστας Μαμαλάκης.
Θα δανειστούμε σήμερα δυο ιστορίες από τη σειρά «Η πόλη που δεν σβήνει» του αξέχαστου χρονογράφου του Ρεθύμνου, σε υποχρεωτική διασκευή, που μπορεί μεν να μας στερεί το γλαφυρό λογοτεχνικό ύφος του αξέχαστου συμπολίτη, αλλά μας δίνει μια γεύση από τη σχέση προϊσταμένων – υφισταμένων αρχών του περασμένου αιώνα, στον τόπο μας, όπου τα ήθη ήταν τόσο διαφορετικά και μας διασκεδάζει με μια ακόμα περιπέτεια του θρυλικού «Καναρίνη», για τον οποίο έχουμε κάνει σχετικές αναφορές και παλαιότερα.
Κεντρικό πρόσωπο της πρώτης ιστορίας μας ένας κομψότατος κύριος, όλος φινέτσα, Ευρωπαίος στην εμφάνιση ο Θεμιστοκλής Πενθερουδάκης. Αδελφός της εκλεκτής και γλυκύτατης Ρεθυμνίας αρχόντισσας Μαρίας Ιωάννου Δερμιτζάκη. Κοινή καταγωγή τους το Ροδάκινο.
Ο Πενθερουδάκης εκτός από αξιοπρόσεκτη εμφάνιση διέθετε και άριστη παιδεία. Είχε μάλιστα διατελέσει γενικός διευθυντής Τ.Τ.Τ. και ύστερα της «Τηλεφωνικής». Ασκούσε πάντα φιλοϋπαλληλική πολιτική, παράστεκε σε κάθε δίκαιο αίτημα τον υπάλληλο και όλοι τον σέβονταν για τη συμπεριφορά του αυτή, αυξάνοντας την απόδοσή τους για να τον βγάζουν πάντα ασπροπρόσωπο.
Ήταν, σημειωτέον, ο πρώτος πρόεδρος των εν Αθήναις; Ρεθυμνίων το «Αρκάδι» που ίδρυσε με τον Γρηγόριο Μοράκη, τον Ευάγγελο Παπαδάκη, τον Βασίλειο Λαμπρινάκη και άλλους επίλεκτους Ρεθεμνιώτες.
Όταν ήταν ο Πενθερουδάκης διευθυντής του Ταχυδρομείου Χανίων, δεκαετία του 1910, είχε υπάλληλο έναν ικανό και μορφωμένο νέο ονόματι Φανδρίδη, λάτρη του ωραίου φύλου.
Κάθε γυναίκα που εξυπηρετείτο στο γραφείο του άκουγε τόσα κομπλιμέντα που γέμιζε βιβλίο. Μέχρι να της διεκπεραιώσει τη συναλλαγή της, είχε πει τόσα ώστε να θεωρεί και η ίδια πως είναι η μοναδική γυναίκα στην πλάση. Διακριτικό το φλερτ αλλά κανονική πολιορκία για τα τόσο συντηρητικά δεδομένα της εποχής.
Δεν μπορούσε όμως κανένας να του προσάψει μομφή για την αδυναμία του αυτή επειδή ήταν η προσωποποίησης της λεπτότητας. Ήταν τόσο πνευματώδη και εύστοχα τα κομπλιμέντα του που ήταν να τον θαυμάζεις και όχι να του θυμώνεις. Και βέβαια ποια κυρία θα δήλωνε δυσαρέσκεια όταν κάθε λέξη του κ. Φανδρίδη της πρόσθετε πόντους καλλονής.
Φερόταν σαν ένας άνδρας κοντολογίς ο υπάλληλος αυτός, ίσως περισσότερο εκδηλωτικός από τα επιτρεπτά δεδομένα, αλλά ποιον πείραζε; Ανήκε στους εργένηδες, δεν εξέθετε καμιά κυρία επομένως έκανε αυτό που του άρεσε στην υπηρεσία του και λογαριασμό δεν έδινε. Μάλλον όμως πως λογάριαζε χωρίς τον Πενθερουδάκη, που ήταν βράχος ηθικής και πουριτανός μέχρι υπερβολής. Ήταν απολύτως στα πρότυπα της κοινωνίας εκείνης της εποχής και πολλές οικειότητες δεν σήκωνε.
Ο κόμπος στο χτένι
Από καιρό ήθελε να τα «χώσει» στον υφιστάμενό του αλλά έκανε υπομονή. Ήταν τόσο ευγενικός ο άθλιος, που σχεδόν ντρεπόταν και παρατήρηση να του κάνει. Πόσο μάλλον να τον επιπλήξει.
Όταν όμως έφθασε ο «κόμπος στο χτένι», δεν άντεξε άλλο. Κάλεσε τον υπάλληλο στο γραφείο του, δίστασε λίγο, ξερόβηξε και μετά σαν να φοβόταν μη το μετανιώσει του είπε με μια ανάσα:
– Μου φαίνεται κύριε Φανδρίδη ότι καψορέγεσθε τας γυναίκας. Θα σας παρακαλούσα του λοιπού να παύσετε να «χάσκετε» όταν αντικρίζετε θηλυκό.
– Μα τι λέτε κύριε διευθυντά; ψέλλισε κατακόκκινος ο δανδής υπάλληλος. Έχω αγωγή, είμαι άνθρωπος κοινωνικός, γνωρίζω πώς να φερθώ, κατέχω το «σαβουάρ βίβρ»…
– Δεν τα παρατάτε αυτά κύριε, του ‘βαλε τις φωνές ο προϊστάμενος. Και τον προειδοποίησε σε πολύ αυστηρό ύφος κουνώντας και το δάκτυλο απειλητικά:
«Προσέξατε μη μου δώσετε αφορμήν του λοιπού να σας παρατηρήσω».
Ο Φανδρίδης το φυσούσε και δεν κρύωνε. Έχασε κάθε διάθεση ακόμα και για φλερτ. Μα να του φερθεί έτσι ο προϊστάμενος; Για ποιον τον πέρασε; Το έφερε βαρέως λοιπόν.
Από τη μια στιγμή στην άλλη δεν είχε καμιά σχέση με τον παλιό εαυτό του. Ξαφνικά έγινε ψυχρός και αγέλαστος, απότομος μέχρι αγένειας και πολύ τυπικός στην εξυπηρέτηση και των δύο φύλων. Και πάλι όμως δεν ηρεμούσε. «Περίλυπη μέχρι θανάτου» ήταν η ψυχή του.
Ο Πενθερουδάκης ξαφνιάστηκε από τη νέα αυτή συμπεριφορά του υπαλλήλου του. Δεν περίμενε αυτή την αλλαγή που αφαιρούσε όμως γόητρο από την υπηρεσία. Τι στο καλό έκανε αυτός ο άνθρωπος; Έπρεπε να φτάσει στην άλλη άκρη; Μέση οδός δεν υπήρχε για να συμπεριφερθεί ανάλογα;
Όταν πια το πράγμα παρατραβούσε σε βάρος της υπηρεσίας, κάλεσε ξανά τον Φανδρίδη στο γραφείο του.
– Κύριε Φανδρίδη του είπε επιτιμητικά, μετά λύπης μου παρατήρησα ότι δεν επιδεικνύετε την δέουσαν προθυμίαν κατά την εξυπηρέτησιν του κοινού.
– Κύριε Διευθυντά απλούστατα, έπαυσα να «χάσκω».
Πέταξε τη λέξη με ιδιαίτερη πίκρα, ο υπάλληλος, γιατί αυτή τον είχε «τσούξει» περισσότερο. Η υπερβολική ευθιξία του δεν επέτρεπε να ξεπεράσει το γεγονός. Με την λέξη αυτή αισθανόταν να έχουν μειωθεί στο έπακρον και η αξιοπρέπεια και ο εγωισμός του.
Έκπληκτος έμεινε να τον κοιτάζει ο προϊστάμενος.
– Κύριε Φανδρίδη του φώναξε στο τέλος. Είστε αγενέστατος. Πηγαίνετε.
– Ε δεν τρώγεσαι μπλιό Πενθερουδάκη είπε έξω από τα δόντια ο άλλος, πριν εξαφανιστεί.
Πρόστιμο για ανάρμοστη συμπεριφορά
Ο προϊστάμενος τον κοιτούσε να φεύγει με το ύφος υποψηφίου θύματος εγκεφαλικού. Είχε ακούσει καλώς; Σε ποιον νόμιζε ότι μιλούσε ο αναιδέστατος υπάλληλος;
Μόλις συνήλθε από το σοκ, δεν έχασε καιρό. Την επομένη ο Φανδρίδης πληροφορήθηκε ότι τιμωρείται με πρόστιμον δέκα δραχμών(!) για ανάρμοστον συμπεριφορά.
Για τα δεδομένα της εποχής το πρόστιμο «έτσουζε». Οι δέκα δραχμές ήταν υπόθεση για την τσέπη ενός υπαλλήλου. Απορίας άξιον όμως και η αυστηρή τιμωρία από πλευράς του Πενθερουδάκη, ο οποίος σημειωτέον όταν διοικούσε την «Τηλεφωνική» είχε εξισώσει τις αποδοχές του προσωπικού με τις αποδοχές του προσωπικού της Τραπέζης της Ελλάδος.
Στην περίπτωση αυτή όμως μάλλον το παράκανε και ο υπάλληλος άρχισε να τρέφει άσβεστο μίσος κατά του διευθυντή του. Μοναδική του σκέψη ήταν πώς να τον εκδικηθεί. Επιδίωκε να βρει τρόπο που να μην μπλέξει κιόλας. Μην παρασυρθεί σε πράξη που θα μπορούσε να επισύρει διοικητικές κυρώσεις, ή να εμπίπτει εις τα πλαίσια του ποινικού νόμου.
Εκδίκηση με αβρότητες
Και μια μέρα βρήκε τον τρόπο να …σπάσει τα νεύρα του προϊσταμένου του. Άρχισε να του υποβάλει τιμές σε βαθμό… «κακουργήματος».
Μόλις ερχόταν στο γραφείο ο Πενθερουδάκης, ο Φανδρίδης πεταγόταν σαν ελατήριο και φώναζε:
– Καλή μέρα σας κύριε Διευθυντά.
Το μεσημέρι πάλι του φώναζε ένα «Καλή σας όρεξη». Αμέσως μετά έφευγε, υπολόγιζε τα σημεία που θα περνούσε ο Πενθερουδάκης, έκανε τον κύκλο και εμφανιζόταν σαν «φάντης – μπαστούνι» μπροστά του, από παρακείμενα στενά, για να του επαναλάβει την ευχή κάνοντας και μια βαθειά υπόκλιση: «Καλή σας όρεξη».
Τότε βλέπετε δεν κυκλοφορούσαν εποχούμενοι οι άνθρωποι, οπότε πεζός ων ο Πενθερουδάκης ήταν στον …έλεος του υπαλλήλου του, ο οποίος δεν τον άφηνε σε ησυχία μέχρι το βράδυ.
Στον περίπατο, μόλις έπεφτε η νύχτα, στου «Μπόλαρη» τον αναζητούσε, περνούσε ξυστά πλάι του και του έλεγε την πρώτη «Καλησπέρα». Τον προσπερνούσε γρήγορα για να προφθάσει επιστρέφοντας και να του τραβήξει τη δεύτερη «καλησπέρα». Κι έπετο συνέχεια…
Στην αρχή ο Πενθερουδάκης έκανε τα πικρά γλυκά αν και δαιμονιζόταν. Για μέρες κατάφερε με μεγάλο κόπο να συγκρατήσει την οργή του. Μια βραδιά όμως, στην τρίτη ακριβώς σκηνοθετημένη καλησπέρα του πέταξε μέσα από τα δόντια του:
«Δεν πας στο διάλο, λέω γω».
Στην τέταρτη «καλησπέρα» δεν άντεξε. Έξαλλος του έβαλε τις φωνές.
«Χάσου από μπρος μου βρε…».
Το βιολί συνεχιζόταν. Ο Πενθερουδάκης ήρθε σε απόγνωση. Προσπάθησε να ξαποστείλει με μετάθεση τον ενοχλητικό πλέον υπάλληλο αλλά εις μάτην. Είχε γερές πλάτες ο τύπος και δεν μπορούσε να τον κουνήσει από τη θέση του. Άρχισε τότε να χάνει την ηρεμία του. Που να πει τον πόνο του. Είχε έναν καλό φίλο που τον άκουγε με κατανόηση.
– Τι θα γίνει; Είμαι σε απόγνωση. Θα με κάμει να βγω από τα ρούχα μου αυτός ο άτιμος. Θα με βάλει φυλακή γιατί δεν τον αντέχω και θα χειροδικήσω…
– Κάνε του μήνυση τον συμβούλευσε ο άλλος. Μπορεί να συνετιστεί.
– Μα θα ευσταθήσει η μήνυση; Εξάλλου θα γίνει ντόρος. Πως θα το αντιμετωπίσω;
– Δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα με θυμηθείς του είπε ο άλλος με σιγουριά.
Τι να κάνει ο Πενθερουδάκης. Είχαν γίνει και τα νεύρα του «τσατάλια» αποφάσισε να δοκιμάσει και τον έσχατο τρόπο των ένδικων μέσων, μήπως και βρει την ησυχία του…
Όταν η υπόθεση έφθασε στο ακροατήριο ο Φανδρίδης έδωσε ρεσιτάλ ψυχραιμίας.
– Κύριε Πρόεδρε είπε στην απολογία του. Είναι προϊστάμενός μου ο κ. Πενθερουδάκης; Είναι απάντησε μόνος του. Πρέπει να του έχω την προσήκοντα σεβασμό; Πρέπει. Πρέπει να του εκδηλώνω ποικιλοτρόπως τον προσήκοντα αυτό σεβασμό; Ασφαλώς πρέπει …Μήπως δεν του αρέσει το καλημέρα σας; Να του λέω γαλλιστί «Μπον ζουρ»…
Ο πρόεδρος στο μεταξύ το …γλεντούσε και δεν διέκοπτε τον κατηγορούμενο. Αλλά όλα έχουν τα όριά τους.
– Άκουσε κατηγορούμενε του έκοψε τη φόρα με μια απότομη κίνηση. Ο τρόπος και η πυκνότης της απονομής τιμών εις τον προϊστάμενόν σου αποδεικνύουν πρόθεσίν σου δολίαν να τον μειώσεις. Πρέπει να γνωρίζεις ότι αι πράξεις σου αυτά αι συνεχείς, συνιστούν το αδίκημα της εξυβρίσεως. Να προσέξεις πολύ εις το μέλλον.
Και ανακοίνωσε την απόφαση, ενώ στην αίθουσα επικρατούσε νεκρική σιγή:
– Απαλλάσσεται ο κατηγορούμενος λόγω… βλακείας.
Ο Φανδρίδης ακούγοντας την απαλλακτική απόφαση υποκλίνεται βαθύτατα και στρεφόμενος προς τον πρόεδρον του δικαστηρίου και εν συνεχεία στον Πενθερουδάκη, που καθόταν στο έδρανο των δικηγόρων του λέγει με ξεχωριστή ευγένεια:
– Ευχαριστώ. Χαίρετε κ. Πρόεδρε. Καλημέρα σας κ. Πενθερουδάκη…
Κι εγώ είμαι ο Καναρίνης
Κι ένα ακόμα χαριτωμένο περιστατικό από τη χαρισματική γραφίδα του αξέχαστου συμπολίτη Κώστα Μαμαλάκη με την απαιτούμενη διασκευή φυσικά όπως και στο προηγούμενο Σε παλαιότερα κείμενα είχαμε περιγράψει τον Καναρίνη, τον περίφημο διανομέα που εξυπηρετούσε τους πάντες μεταφέροντας τα καλάθια από το Ρέθυμνο στην Αθήνα. Ήταν αυτός που δεν είχε ποτέ υποχρεωθεί σε κανένα, ο επιστήθιος φίλος του Εμμανουήλ Τσουδερού και ο μόνος που επιτρεπόταν να μπει στο γραφείο του χωρίς ραντεβού. Γιατί έδινε ανάσα ψυχής στον αξέχαστο πολιτικό.
Ο Βασίλης Τζανιδάκης, όπως ήταν το όνομά του, εθεωρείτο από τους πιο ετοιμόλογους Ρεθεμνιώτες και λάτρης της πλάκας και του καλαμπουριού, στην πιο εξευγενισμένη του μορφή, από τους λίγους.
Στην αρχή νόμιζαν ότι θα μείνει ο αιώνιος εργένης. Κι όμως έγινε οικογενειάρχης από τους άριστους.
Ήταν αυτός που κάποτε βοήθησε να ξεφορτωθεί το Ρέθυμνο ένα διορισμένο από το Μεταξά νομάρχη, που είχε ταλαιπωρήσει αφάνταστα τους Ρεθεμνώτες. Κι ήταν η μόνη φορά που υποχρεώθηκε στο φίλο του Τσουδερό.
Η μοίρα των αθότυρων
Σε κάποιο δρομολόγιό του προς Αθήνα, ένα καλοκαίρι, ο Καναρίνης, είχε φοβερή αγωνία γιατί κουβαλούσε αναρίθμητες καλαθούνες με ευπαθή προϊόντα και η ζέστη γινόταν ανυπόφορη. Και σαν να μην έφτανε αυτό, το πλοίο του πήρε σήμα να πλεύσει ολοταχώς στη Σαντορίνη για να επιβιβαστεί ένα επίσημο πρόσωπο. Άναψε και φούντωσε ο Καναρίνης, χωρίς να ευθύνεται μόνο η ζέστη γι’ αυτό. Και σε λίγο έγινε βαπόρι, όταν χρειάστηκε, φτάνοντας στο λιμάνι που τους έστειλαν, να περιμένουν άλλες δυο ώρες, μέχρι να τελειώσει ο επίσημος τις υποχρεώσεις του και να επιβιβαστεί.
– Θεόψυχά μου ν’ ανάψουνε θέλει οι αθοτύροι μονολογούσε ο Καναρίνης πηγαίνοντας πάνω κάτω.
Και σε μια στιγμή δεν άντεξε.
– Άμε στο γεροντοδιάολο «επίσημο πρόσωπο» έβαλε τις φωνές.
Φαίνεται όμως ότι τέλειωναν τα βάσανα των επιβατών και του Καναρίνη φυσικά γιατί σε λίγο στη σκάλα, ένας ναύτης έκανε τόπο να περάσει κάποιος.
– Το επίσημο πρόσωπο Επιτέλους άρχισε ο κόσμος να ψιθυρίζει με ανακούφιση.
Το αντιλαμβάνεται ο Καναρίνης και ξεσπά.
– Ποιος κερατάς είναι τέλος πάντων αυτός που άλλαξε ρότα του πλοίου και μας έχει και τον περιμένουμε σαν γάιδαροι στον ήλιο δυο ώρες.
Ένας κοντός κύριος που άκουσε τον Καναρίνη παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε:
– Εγώ είμαι ο υπουργός Μαρκεζίνης.
– Κι εγώ είμαι ο Καναρίνης του απαντά με έμφαση ο Βασιλάκης και του γυρίζει την πλάτη. Ύστερα απομακρύνεται λίγο σουλατσάροντας νευρικά και μονολογεί.
– Ανάθεμά σε κοντός κι ασκημομούρης είσαι και μου πιλώθεις κιόλας. Άκου εγώ είμαι ο Μαρκεζίνης…
Ποιος ξέρει αν υπήρχαν τότες τηλεοράσεις ίσως και ο Καναρίνης να ήταν πιο συγκρατημένος από σεβασμό στο πολιτικό πρόσωπο. Αλλά πώς να μην αγανακτήσει ο φουκαράς που εξαιτίας του γνωστού πολιτικού, που έγραψε και ιστορία στην οικονομία του τόπου, κινδύνευσε να πάει ξινισμένους του αθότυρους στους πελάτες του.
Ευλογημένος ο Κώστας Μαμαλάκης που μας διέσωσε τόσες χαριτωμένες λεπτομέρειες από την άγνωστη καθημερινή ζωή ενός Ρεθύμνου, στερημένου μα τόσο αγνού, που δεν υπάρχει πια…
Πηγές:
Κώστα Μαμαλάκη: Η πόλη που δεν σβήνει