Ας είναι μακριά οι δικοί της, όμως υπάρχουν οι άνθρωποι με τη μεγάλη καρδιά. Οι γείτονες κι οι φίλοι από όλα τα σημεία της σμαραγδένιας πολιτείας. Τι ανθρωπιά κι αξιοπρέπεια έχουν εκείνοι, που λυτρώνουν στις δύστοκες μέρες τους φουκαράδες…
Όμως εκείνο το χιονόβραδο ένιωσε μόνη η ηλικιωμένη κι άρρωστη. Φαγητό είχε και γλυκό κρασάκι να πιει, δώρα όλα των φιλενάδων, αλλά οι «σεντόνες» του κρεβατιού της ήταν παλιές και καλοκαιριάτικες… έχει και μια «ράσινη» – ολόμαλλη, φαμένη και ραμμένη από τα ίδια της τα χέρια, μα ποιος θα την κατέβαζε από το ψηλό ντουλάπι; Θεέ μου απόψε σίγουρα θα ‘ρθει το τέλος μου.. Πήγε προς την πόρτα, την άνοιξε, μήπως από τα διπλανά διαμερίσματα φανεί κάποιος.. Μάταια τέτοια προσμονή… Πάνω στην απελπισιά της ανήμπορης, ένα γατί τρύπωσε μέσα. Άπλωσε το χέρι στη ράχη και το χάιδεψε. Θα μου ζεστάνει τα πόδια για να κλείσω τα βλέφαρα, έστω και για λίγο… Τα γέρικο κορμί στοίβαζεν κι έδιωχνε μακριά τον «Μορφέα»… Δούλευε μόνον το εφιαλτικό όνειρο.
Πήγε να περάσει, λέει, από ένα ρυάκι, μα ξαφνικά έγινεν ορμητικός χείμαρρος κι αλαφιασμένη έμπηξε μια κραυγή και το γατί μ’ ένα πήδο βρέθηκε στον ώμο της.
– Ε, κακορίζικο κι εσύ, εγώ τρομαριάστηκα, μα συ νομίζω παλάβωσες…
Σα να κατάλαβε το ζωάκι την προσβολή και κατέβηκε στο πάτωμα κοιτάζοντάς την με οίκτο νιαουρίζοντας.
Μη μου λερώσει, αναλογίστηκε και σύρθηκε και του άνοιξεν την πόρτα της λευτεριάς. Την ίδια στιγμή το τηλέφωνο κτύπησε και το γεροντικό χέρι ελπιδοφόρα το σήκωσε.
– Ανηψιέ μου, εσύ είσαι λεβέντη μου; Ήντα κάνετε ούλοι σας, η ανηψιά και τα κοπέλια;
– Καλά είμαστε, θεία μου. Αύριο έρχομαι στην πόλη, τι θέλεις να σου κρατώ;
– Να ‘ρθεις, παιδί μου οπωσδήποτε από παέ, γιατί σε θέλω.
Δεν ακούστηκε καλά η δύστυχη, η φωνή ήταν τρεμουλιαστή και αγωνιώδης… – Να πας να την φέρεις, είπε βουρκωμένη η πονόψυχη σύζυγος…
Ο ανηψιός την άλλη μέρα κατέβασε τη «ράσινη», την έστρωσε στο ξεπαγιασμένο κρεβάτι και γύρισε πίσω σαράντα χρόνια, τότε που ζούσε ο μακαρίτης ο πατέρας της και της έδωσε τα μαλλιά των προβάτων και πήρε σάρκα και οστά η «ράσινη»…
Σαν έφυγεν ο ανηψιός, η γριούλα χώθηκε στη «σεντόνα» κι είδε το πιο όμορφο ανοιξιάτικο όνειρο. Μέσα σ’ αυτό βρέθηκαν κι οι φίλοι που της κελαηδούσαν λόγια ανάσας κι έμπνευσης. Ναι, εκείνοι ήταν ικανοί να εκσφενδονίζουν την κρυάδα της ζωής, γιατί μόνη η «ράσινη σεντόνα» δεν είναι ποτέ τόσον αποτελεσματική…
Τέτοιοι άνθρωποι έντονα χρωματίζουν και πλουτίζουν τη σκέψη του συγγραφέα για να κάνει τις καρδιές να ραγίζουν, μα και να χαίρονται. Έτσι αναζητάς, όχι μόνον τη «σεντόνα», μα προπάντων το ολοκαύτωμα και το «πύρωμα» του αληθινού Ανθρώπου!
Ναι, στο κρύο φέρνεις ζεστασιά, στη ζέστη δροσεράδα, εσύ ανθρώπινη καρδιά την φέρνεις τη λιακάδα κι έκδηλα είναι περιττή η «ράσινη σεντονάρα»!