Στροφή στις υπηρεσίες εστίασης και αναψυχής με έμφαση στον τουριστικό χαρακτήρα των επιχειρήσεών τους, ακολουθούν οι νέοι Ρεθεμνιώτες, οι οποίοι επιλέγουν να μπουν στο χώρο των ελεύθερων επαγγελματιών.
Επηρεασμένοι από την οικονομική κρίση και από την έλλειψη χρηματικής ρευστότητας, διαφοροποιούν τη θέση τους σε σχέση με τις μέχρι σήμερα επιχειρηματικές επιλογές που ακολουθούνταν σε τοπικό επίπεδο.
Η «φυσιογνωμία» της τοπικής αγοράς σταδιακά μεταβάλλεται, καθώς τους τελευταίους έξι μήνες άνοιξαν 211 νέες επιχειρήσεις, οι οποίες στην συντριπτική τους πλειοψηφία είναι μικρές, οικογενειακές και αφορούν την παροχή επισιτιστικών και ψυχαγωγικών υπηρεσιών.
Μικρά καφέ και μαγαζιά γρήγορου φαγητού αντικαθιστούν το εμπόριο ένδυσης και υπόδησης, την μεταποίηση και βέβαια τα καταστήματα με είδη οικοδομής.
Οι ελπίδες επαφίενται στον τουρισμό και η παροχή υπηρεσιών κατευθύνεται στην εξυπηρέτηση του «περαστικού» ή του επισκέπτη με στόχο να επιτυγχάνεται τζίρος για διατήρηση του καταστήματος και τα «προς το ζην» του ιδιοκτήτη.
Η όλη εικόνα της τοπικής αγοράς αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα, η οποία θέλει την κοινωνία να προσπαθεί να αντιμετωπίσει την οικονομική της αδυναμία και ταυτόχρονα να δυσκολεύεται στον βηματισμό της ως προς το να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητα, καθώς βιώνει ένα περιβάλλον εχθρικό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με βαριά φορολογία και δαιδαλώδη γραφειοκρατία.
Ακόμα ένας από τους βασικούς πυλώνες της τοπικής οικονομίας, ο κλάδος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης, εξέλιξη «εκκωφαντικού θορύβου», αν αναλογιστούμε, ότι πριν μερικά χρόνια αποτελούσε την ραχοκοκαλιά της.
Από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα έχει μπει λουκέτο σε 101 καταστήματα, τα οποία αφορούσαν το εμπόριο διαφόρων ειδών, την μεταποίηση και τη διάθεση οικοδομικών υλικών, γεγονός, που προβληματίζει έντονα τους επιχειρηματικούς παράγοντες, οι οποίοι διαβλέπουν, ότι η μονόπλευρη ροπή που ακολουθείται, διαμορφώνει νέα δεδομένα μέσα σε ένα ευμετάβλητο περιβάλλον, το οποίο δεν εγγυάται την επιτυχία ή την ελπιδοφόρα προοπτική.
Βασικό μειονέκτημα είναι η συνεχής αύξηση της ανεργίας, διότι ενώ κλείνουν επιχειρήσεις με πολλές θέσεις εργασίας, ανοίγουν νέες με μοναδικό εργαζόμενο τον ιδιοκτήτη και τα μέλη της οικογένειάς του.
Παράλληλα, επιχειρηματικοί κύκλοι, χαρακτηρίζουν αυτή την μαζική επιλογή ίδιου αντικειμένου, ως «στροφή στην αβεβαιότητα», αφού η τουριστική κίνηση εξαρτάται από σειρά αστάθμητων παραγόντων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η τρέχουσα τουριστική περίοδος, κατά την οποία ενώ καταγράφεται αύξηση επισκεπτών, δεν σημειώνεται αντίστοιχη «εισπρακτική επιτυχία» σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, που διαπιστώνουν, ότι η ευημερία των αριθμών μάλλον συνεπάγεται με συντήρηση των κακών οικονομικών δεδομένων και όχι βελτίωσή τους.
Αναλυτικά:
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ
Μεταβάλλεται το σύγχρονο «επιχειρείν» στο Ρέθυμνο
Στροφή στην εστίαση και την αναψυχή με τις ελπίδες να επαφίενται στον τουρισμό
Μεταβάλλεται σιγά – σιγά η εικόνα της τοπικής αγοράς, η οποία επηρεασμένη από την οικονομική κρίση και υπό το βάρος της έλλειψης ρευστότητας «αλλάζει» μορφή ως προς τις δραστηριότητες που αναπτύσσονται.
Οι νέοι Ρεθυμνιώτες επιχειρηματίες εγκαταλείπουν τις κλασσικές μορφές εμπορίου και κατευθύνονται σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, με έμφαση στην παροχή υπηρεσιών εστίασης και ψυχαγωγίας.
Μικρά καφέ και μαγαζιά γρήγορου φαγητού αντικαθιστούν το εμπόριο ένδυσης και υπόδησης, την μεταποίηση και βέβαια τα καταστήματα με είδη οικοδομής.
Οι ελπίδες επαφίενται στον τουρισμό και η παροχή υπηρεσιών κατευθύνεται στην εξυπηρέτηση του «περαστικού» ή του επισκέπτη, με στόχο να επιτυγχάνεται τζίρος για διατήρηση του καταστήματος και τα «προς το ζειν» του ιδιοκτήτη.
Η όλη εικόνα της τοπικής αγοράς αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα, η οποία θέλει την κοινωνία να προσπαθεί να αντιμετωπίσει την οικονομική της αδυναμία και ταυτόχρονα να δυσκολεύεται στον βηματισμό της ως προς το να ανταπεξέλθει στην καθημερινότητα, καθώς βιώνει ένα περιβάλλον εχθρικό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με βαριά φορολογία και δαιδαλώδη γραφειοκρατία.
Ακόμα ένας από τους βασικούς πυλώνες της τοπικής οικονομίας, ο κλάδος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης, εξέλιξη «εκκωφαντικού θορύβου», αν αναλογιστούμε, ότι πριν μερικά χρόνια αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που διατηρούνται από τις υπηρεσίες του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου, από την αρχή του έτους έως σήμερα έχουν ανοίξει 211 νέες επιχειρήσεις και έχουν βάλει λουκέτο 101.
Συνολικά λειτουργούν 6.331 επιχειρήσεις, εγγεγραμμένες στους καταλόγους του Επιμελητηρίου, οι οποίες δραστηριοποιούνται στο σύνολο της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου.
«Οι αριθμοί δεν πρέπει να αποπροσανατολίζουν», σημειώνει ο διευθυντής του Επιμελητηρίου κ. Ευάγγελος Κουμεντάκης, ο οποίος τόνισε ότι «σημειώνεται ραγδαία αλλαγή στο αντικείμενο των επιχειρήσεων με συρρίκνωση του αριθμού των καταστημάτων του κλασσικού για το Ρέθυμνο εμπορίου, της μεταποίησης και όσων σχετίζονται με την οικοδομή, που κλείνουν το ένα μετά το άλλο και καταγράφεται στροφή στην παροχή υπηρεσιών εστίασης και αναψυχής, με τις ελπίδες όλων να στρέφονται στον τουρισμό».
Στροφή «στην αβεβαιότητα» μπορεί να χαρακτηριστεί η συγκεκριμένη αλλαγή αντικειμένου, αφού η τουριστική κίνηση εξαρτάται από σειρά παραγόντων, ενώ ακόμα και φέτος, που σημειώνεται αύξηση επισκεπτών, δεν σημειώνεται αντίστοιχη «εισπρακτική επιτυχία», σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, που διαπιστώνουν ότι η ευημερία των αριθμών μάλλον συνεπάγεται με μια κάποια «συντήρηση» των οικονομικών δεδομένων και όχι ενίσχυση τους.
«Πόνος – κόστος – χαμένος χρόνος»
Με τις λέξεις «πόνος – κόστος – χαμένος χρόνος» σχολιάζει την πραγματικότητα του σύγχρονου επιχειρείν στο Ρέθυμνο ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου και αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου κ. Μανώλης Ψαρουδάκης.
Μιλώντας στην εφημερίδα μας δήλωσε ότι «η αγορά και το επιχειρείν βρίσκεται σε ύφεση τα τελευταία 5 χρόνια. Αυτό σημαίνει πόνος, κόστος και χάσιμο χρόνου. Έχουμε υποχρεωθεί σε παρατεταμένο πόνο, έχουμε και καταβάλλουμε χωρίς χρονοδιάγραμμα κόστος. Έχουμε χάσει πολύτιμο επαγγελματικό και επιχειρηματικό επενδυτικό χρόνο».
Ο ίδιος σημείωσε, ότι «η επιχειρηματική κοινότητα προσπαθεί να αντιδράσει χωρίς ουσιαστικά τραπεζικό σύστημα με φορολογία στα όρια του παραλόγου, δημιουργεί και προσπαθεί να προσαρμοστεί μειώνοντας κόστη, εκποιώντας περιουσίες χρόνων και αναπροσαρμόζοντας δράσεις κυρίως σε τουριστικά καταστήματα και σε καταστήματα εστίασης. Ενώ υποχωρούν επιχειρήσεις εμπορικές και μεταποιητικές που κυρίως είχαν σχέση με την υποδομή και τις ξενοδοχειακές επενδύσεις, επιχειρήσεις ένδυσης και υπόδησης και εξοπλισμών. Μεγάλες δηλαδή επιχειρήσεις με προσωπικό, οι οποίες αντικαθιστούνται με μικρές επιχειρήσεις κυρίως οικογενειακές και μερικής απασχόλησης».
Προσδιορίζοντας το πως μπορεί να διαμορφωθεί ευοίωνη προοπτική και δυναμική επανεκκίνηση της επιχειρηματικότητας, ο κ. Ψαρουδάκης, δήλωσε, ότι: «το μέλλον στο Ρέθυμνο έχει βάσεις να στηριχθεί παρ’ όλες τις αντιξοότητες. Αρκεί να πατήσει σε ποσοτική και σοβαρή αξιοποίηση του πρωτογενούς τομέα σε ποιοτική και στοχευμένη αξιοποίηση του τουριστικού προϊόντος, με ενίσχυση της ενσωμάτωσης της εκπαίδευσης και τουριστικής κοινότητας στη σύγχρονη εποχή και το εμπόριο, που θα εξυπηρετεί και θα προωθεί προϊόντα και επιχειρήσεις του Ρεθύμνου στους Ρεθεμνιώτες, στους επισκέπτες μας να μπορεί να εξάγει τα παραγόμενα προϊόντα. Ο ρόλος μας εκτός φορέων πρέπει να προσανατολιστεί σε αυτή την κατεύθυνση με εξειδικευμένες προτάσεις και τοπικές συνεννοήσεις σε όλη την ενδοχώρα και σε όλο το αστικό οικοδόμημα του Νομού. Πρέπει να δώσουμε όνειρο και σχέδιο και να φωτογραφίσουμε το μέλλον. Αν αυτό συνδυαστεί και με ένα επιχειρηματικό περιβάλλον πιο εύκρατο, που αυτή τη στιγμή απουσιάζει από το κεντρικό κράτος, και όχι αποσπασματικές κινήσεις, υπάρχει μέλλον».
Ο κ. Ψαρουδάκης, θεωρεί, ότι η νέα γενιά έχει τα εχέγγυα να προχωρήσει και να προωθήσει καλύτερα την επιχειρηματικότητα στο Ρέθυμνο, αρκεί να βοηθηθεί και βεβαίως να αξιοποιήσει τα τοπικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Χαρακτηριστικά δήλωσε, ότι: «το επιχειρηματικό προσωπικό, πρέπει να παραδεχτούμε, το νέο, που επενδύει τώρα και το βλέπουμε είναι καλύτερο, έχει περισσότερες γνώσεις, στοχεύει στην καινοτομία και στην τεχνολογία, κάνει έξυπνα βήματα με δυσκολότερους όρους, αξίζει όμως και πρέπει να βοηθήσουμε να συναντήσει το πράσινο της ελπίδας και το μπλε του ουρανού και της θάλασσάς μας».