1903», «Μέρες του 1896», «Μέρες του 1901», «Μέρες του 1909, ’10, ’11»
και «Μέρες του 1908». Είναι φανερό ότι τα ποιήματα αυτά είναι
αυτοβιογραφικά και περιέχουν αναμνήσεις του ποιητή. Ο ποιητής θέλει στις
αναμνήσεις του να υπάρχει η χρονολογία που τις γέννησε, διότι πίστευε
προφανώς ότι χωρίς τη χρονολογία οι αναμνήσεις του θα ήταν λειψές και
ανάπηρες.
Την τρίτη κατηγορία αποτελούν τα
ποιήματα: «Για τον Αμμόνη που πέθανε 29 ετών στα 610», «Αιμιλιανός
Μονάη, Αλεξανδρεύς 628-655 μ.Χ.», «Των Εβραίων, 50 μ.Χ.», «Μελαγχολία
του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού Κομμαγηνή 595 μ.Χ.», «Τέμεθος, Αντιοχεύς
400 μ.Χ.». Εδώ, αγαπητοί αναγνώστες, συγχωρέστε τον μη ειδικό. Δεν
γνωρίζω αν οι ήρωες αυτών των ποιημάτων είναι υπαρκτά ή φανταστικά
πρόσωπα. Κρίνω ότι πρόκειται για υπαρκτά πρόσωπα που ανακάλυψε ο ποιητής
σε βυζαντινές και άλλες ανθολογίες και αυτό γιατί οι χρονολογίες δεν
παίζουν κανένα ρόλο στα ποιήματα αυτά. Στην περίπτωση όμως που είναι
υπαρκτά πρόσωπα, βάζοντάς τις ο ποιητής τιμά τους ομοτέχνους του άσημους
ποιητές ή τους συμπατριώτες του Αλεξανδρείς και «δοξάζει» την ύπαρξή
τους ή τον περιλάλητο βίο τους.
Σιδώνος, 400 μ.Χ.», «Θέατρον της Σιδώνος, 400 μ.Χ.», «Εν μεγάλη ελληνική
αποικία, 200 π.Χ.», «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.» και «Στα 200
π.Χ.», όπου οι χρονολογίες -χονδρικές άλλωστε- παίζουν μεγάλο ρόλο στο
τι εννοεί ο ποιητής και ποια θέση παίρνει. Γιατί ο Καβάφης, όπως πολλοί
ποιητές, δεν καρφώνει σαν πρόκες τις λέξεις και τις ιδέες του, αλλά τις
αφήνει στον αναγνώστη να τις ανακαλύψει και να τις ασπαστεί ή να τις
απορρίψει.
αυτά ποιήματα ξεκινώντας από το: «Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.». Είναι ένα
ποίημα που έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις για το ποια θέση παίρνει ο
ίδιος ο ποιητής. Η άποψή μου είναι κατ’ αρχήν ότι «δίκιο» έχει ο
Αισχύλος και όχι το παιδί το φανατικό για γράμματα. Για το ποια είναι η
θέση του Καβάφη, την απάντηση δίδει η χρονολογία στον τίτλο: 400 μ.Χ.
Την εποχή αυτή δεν υπήρχαν κράτη, παρά μόνο η μεγάλη Ρωμαϊκή (Βυζαντινή)
Αυτοκρατορία. Την ελληνική γλώσσα, εκτός των Ελλήνων, την μιλούσαν
μεγάλα τμήματα των λαών της πρώην μακεδονικής κατάκτησης, αλλά και οι
μορφωμένοι και οι διανοούμενοι στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη.
Το 400 μ.Χ. ένας ρωμαίος υπήκοος της Σιδώνας, είτε ήτανε Έλληνας (μάλλον
απίθανο) είτε όχι, δεν μπορούσε να εμπνεότανε από πατριωτισμό, ούτε από
δημοκρατικά αισθήματα, σε ένα κόσμο που εκτός από τα κράτη είχε
καταρρεύσει και η Δημοκρατία. Το μόνο που μπορούσε να πει ο νέος ο
φανατικός για γράμματα ήταν για την τεράστια αξία της αρχαίας ελληνικής
ποίησης και τραγωδίας. Ο Καβάφης προσθέτοντας στον τίτλο το 400 μ.Χ.,
λέει ότι για την εποχή εκείνη (400 μ.Χ.) κατανοεί την άποψη του νέου,
αλλά και υπαινίσσεται ότι δεν τη συμμερίζεται.
Το ποίημα: «Θέατρον της Σιδώνος, 400 μ.Χ.», αναφέρεται σε μια εποχή που
στη Βυζαντινή αυτοκρατορία κυριαρχούν: οι θεοδόσιοι νόμοι κατά των
εθνικών, η κατεδάφιση των αρχαίων ναών και αγαλμάτων, οι προπηλακισμοί
των εθνικών, όπως η αισχρή δολοφονία της Υπατίας που συνέβη ελάχιστα
χρόνια μετά. Το 400 μ.Χ. που είναι στον τίτλο του ποιήματος,
υπογραμμίζει με ενάργεια το στίχο: «οι τα φαιά φορούντες περί ηθικής
λαλούντες» και τονίζει ότι τον τέταρτο και πέμπτο αιώνα μ.Χ., έδρασε
ένας ακραίος χριστιανικός φονταμενταλισμός. Χωρίς τη χρονολογία στον
τίτλο, το ποίημα θα ήταν προφανώς ακατανόητο, με μια άλλη χρονολογία θα
ήταν απλώς λάθος.
ελληνική αποικία, 200 π.Χ.» παρουσιάζεται ο ελληνιστικός κόσμος της
Μακεδονικής κατάκτησης σε παρακμή, ενώ έχει αρχίσει να αναδύεται το
άστρο της Ρώμης. Στο ποίημα φαίνονται ανάγλυφα η ατολμία, η έλλειψη
προοπτικής και τα κούφια λόγια των Ελλήνων (Μακεδόνων) πολιτικών. Ο
ποιητής μας δείχνει γιατί δεν χρειάστηκαν καν 100 χρόνια για να διαλυθεί
ο ελληνιστικός κόσμος και να αντικατασταθεί από το ρωμαϊκό.
Το ποίημα: «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», μας μεταφέρει στη
μεταβατική περίοδο των πρώτων χρόνων της νομιμοποίησης του
χριστιανισμού. Ο ποιητής, στο εκτενέστερο ποίημα του επισήμου σώματος
του έργου του, μας παρουσιάζει την αποξένωση που αρχίζει να
δημιουργείται ανάμεσα στους χριστιανούς και τους εθνικούς, ενώ είχαν
λήξει ήδη οι διώξεις των χριστιανών και πριν αρχίσουν οι σκληρές διώξεις
κατά των εθνικών.
200 π.Χ.». Το ποίημα μιλάει για την αποδοχή του επιγράμματος που έστησε
ο Μέγας Αλέξανδρος στον Γρανικό. «Αλέξανδρος ο Φιλίππου και οι Έλληνες
πλην Λακεδαιμονίων…». Μας μιλάει με πειστικά λόγια για την ανταπόκριση
που είχε στη Σπάρτη» «Πλην Λακεδαιμονίων φυσικά. Δεν ήταν οι Σπαρτιάτες
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν». Αλλά μας μιλάει και με
ένθερμα λόγια για την αποδοχή που είχε ακόμα το επίγραμμα αυτό σε όλους
τους άλλους Έλληνες (και ίσως και σ’ άλλους λαούς της περιοχής). «Κι
απ’ αυτήν την θαυμάσια πανελλήνια εκστρατεία, την νικηφόρα, την
περίλαμπρη, την περιλάλητη, την δοξασμένη, ως άλλη δεν δοξάστηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς· ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας». Τα
πολλά κοσμητικά επίθετα δείχνουν πως ο ποιητής του μέτρου Καβάφης
εμφανώς ειρωνεύεται. Αλλά μετά επανέρχεται στο χρονικό πλαίσιο του 200
π.Χ. Ο ελληνιστικός κόσμος που προήλθε από τη μακεδονική κατάσταση, ήταν
ακόμα υπαρκτός παντού. Δεν είχε βέβαια την πολιτική δύναμη να
προχωρήσει, βρίσκονταν σε παρακμή, αλλά υπήρχε. Ταυτόχρονα τότε η Σπάρτη
ήταν σκιά ονείρου. Ένα θλιβερό χωριουδάκι που ουδείς στην Ελλάδα
υπολόγιζε πια, παρά μονάχα για το μακρινό παρελθόν του. Άλλωστε, παρόλη
την εκτίμηση που έτρεφε ο Καβάφης για την αρχαία Σπάρτη, δεν πρέπει να
μας διαφεύγει ότι υπερηφανευόταν ότι ήταν Αλεξανδρινός και η Αλεξάνδρεια
ήταν παιδί της μακεδονικής κατάκτησης. Γι’ αυτό και κλείνει το
ποίημά του με το αποστομωτικό: «Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα».
πρ. διευθυντής ΕΛΠΕ