Θα έχετε προσέξει ότι ελάχιστα μας απασχολούν στα αφιερώματά μας εκείνοι για τους οποίους γίνονται πολλές αναφορές δοθείσης ευκαιρίας. Μας ενδιαφέρει να τιμήσουμε αφανείς ήρωες, άγνωστες στους πολλούς μορφές που έγραψαν μια σελίδα δόξας στην τοπική ιστορία αλλά την έχει σβήσει η λησμονιά των ανθρώπων.
Τα παρακάτω αντλήσαμε από ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ της Μάχης της Κρήτης, παραγωγής ΕΡΤ, που μας είχε εμπιστευθεί από το αρχείο του ο αξέχαστος Μάρκος Πολιουδάκης. Και με τα στοιχεία αυτά, κάναμε, πριν από χρόνια, την πρώτη αναφορά σε μια οικογένεια που τιμά τ’ Ανώγεια και στα Γράμματα και στα Άρματα. Κι αυτή τη φορά αναφερθήκαμε στη συμμετοχή πέντε μελών της στη Μάχη της Κρήτης.
Μια ιστορική οικογένεια
Πέντε αδέλφια ήταν οι Μανουράδες από τα Σείσαρχα. Αν και ο νόμος τους επέτρεπε να εξαιρεθούν από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, ουδείς εξ αυτών θέλησε να επωφεληθεί.
Ο πρώτος μάλιστα παρουσιάστηκε εθελοντής και ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος τον βρήκε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Με την κήρυξη του πολέμου βρέθηκαν δυο ακόμα αδέλφια στο Μέτωπο.
Αφηγείται στο συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ ο Ανδρέας Μανουράς (1911-1986):
«Αν και είχαμε το περιθώριο να εξαιρεθούμε και οι τέσσερις αδελφοί ανταποκριθήκαμε στο κάλεσμα της πατρίδος.
Στις πρώτες μέρες του Μάη με την κατάρρευση του μετώπου είχαμε επιστρέψει στο χωριό μας. Στις 10 Μαΐου λάβαμε διαταγή από τη Στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης να παρουσιαστούμε όσοι βρισκόμαστε στο Ρέθυμνο.
Αμέσως ετοιμαστήκαμε αλλά επειδή ο Μανόλης, που υπηρετούσε στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, είχε τρεις μέρες μόλις, που ήρθε στο χωριό και είχαμε να τον δούμε κάπου δυόμισι χρόνια, του ζητήσαμε να παραμείνει λίγες μέρες, για να τον δούνε οι γονείς μας. Εκείνος όμως το θεωρούσε ατιμωτικό να δεχθεί. Κι όταν η μητέρα μου τον παρακάλεσε θερμά να μείνει για χάρη της εκείνος της είπε:
– Δεν γίνεται μάνα. Εγώ έχω δυο μητέρες και η μια κινδυνεύει. Πρέπει να τρέξω στο καθήκον κι όταν περάσει ο κίνδυνος τότε θα είμαι και πάλι δικός σου.
Ο ηρωισμός ενός πιτσιρίκου
Παρουσιαστήκαμε στον τότε Φρούραρχο Ρεθύμνης Γεώργιο Νικολακάκη, Συνταγματάρχη και τον παρακαλέσαμε να μας δώσει οπλισμό. Εκείνος σήκωσε τα χέρια. Δεν είχε τίποτα παρά μερικά όπλα που γέμιζαν με μια σφαίρα κι ένα πολυβόλο που βρισκόταν στη Φορτέτζα για τις ανάγκες της άμυνας. Το ζητήσαμε κι εκείνος μας το έδωσε.
Κατά τη διαδρομή από τη ΒΙΟ προς τα Περιβόλια, που ήταν και το κέντρο των επιχειρήσεων, για να τοποθετήσουμε το πολυβόλο, διαπιστώσαμε ότι μας είχε πάρει στο κατόπι ένας πιτσιρίκος που δεν θα ήταν παραπάνω από 12 χρόνων.
Όταν φθάσαμε στον προορισμό μας και ο σιτιστής με έναν άλλο στρατιώτη υποχρεώθηκαν να αναλάβουν κάποια άλλη υπηρεσία, στην ανάγκη τι να κάνω. Έδειξα στο μικρό πως να γεμίζει τις ταινίες και να μου τις δίνει.
Είναι απίστευτο με πόση ταχύτητα και επιδεξιότητα ο μικρός ανταποκρίθηκε στο καθήκον του αυτό. Και οφείλω να παραδεχτώ ότι χάρις σ’ αυτό το 12χρονο παιδί, που δεν ήξερα ούτε τα στοιχεία του, είχαμε τη γνωστή έκβαση στις επιχειρήσεις. Έτσι λοιπόν λειτούργησε το πολυβόλο και με τόσο αποτελεσματικό τρόπο μάλιστα».
Ο ηρωικός 12χρονος Γιώργης Βεράκης
Το γεγονός πιστοποιεί ο Μάρκος Πολιουδάκης προσθέτοντας σημαντικές λεπτομέρειες. Αναφέρει σχετικά:
«Πολλοί Ρεθεμνιώτες έτρεξαν στο Φρουραρχείο ζητώντας όπλα. Μέσα στη σύγχυση και τη νευρικότητα των στιγμών αυτών, λίγοι ήταν οι τυχεροί.
Ο Φρούραρχος Γ. Νικολακάκης έστειλε τα μοναδικά δυο πολυβόλα που διάθετε, με τους λοχίες Δαφνομήλη, Μανώλη Σταγάκη, Μανόλη Θεοδωράκη, Βαγγέλη Ψυχαράκη και τον επιλοχία Ανδρέα Μανουρά προς τη ΒΙΟ.
Εκεί ήταν ο Ανθυπολοχαγός Χναράκης με αυτόματο.
Η δύναμη αυτή ενώθηκε με τον 11ο λόχο χωροφυλάκων του Παπαδόπουλου και αντιμετώπισε τους αλεξιπτωτιστές στο ρυάκι ανατολικά της ΒΙΟ. Ένα παιδί 13 χρόνων του Ορφανοτροφείου μπήκε στους πολυβολητές και στάθηκε βοηθός στο πολυβόλο. Τ’ όνομά του Καπετανάκης από το Ροδάκινο (Μανόλη Σταγάκη λοχία: «Ιστορικές αναμνήσεις 9ημέρου από τη Μάχη της Κρήτης» Ρέθυμνο 1977).
Επίσης ο Ιωάννης Μουρέλλος στο βιβλίο του «Η Μάχη της Κρήτης» γράφει, πως την πρώτη μέρα της μάχης πολεμούσαν στα Περιβόλια τρία αδέρφια του Μανουρά του Ζαχαρία από τα Σείσαρχα, μα την πρώτη νύχτα έχασε ο ένας τον άλλο κι ο Ανδρέας έμεινε μόνος με τη συντροφιά ενός παιδιού 12 χρόνων. Το παιδί αυτό έμεινε κοντά στο πολυβόλο του Μανουρά 28 ώρες, γεμίζοντάς του τις ταινίες. Σαν ξημέρωσε δέχτηκαν τα επίγεια και εναέρια πυρά των γερμανών και ο Ανδρέας Μανουράς κατόρθωσε να ρίξει ένα αεροπλάνο, που είχε κατεβεί χαμηλά και πολυβολούσε. Το παιδί αυτό λεγόταν Γιώργης Βεράκης από το Ρέθυμνο».
«Είδες πως κατάντησα;»
Όπως διηγείται στη συνέχεια του ντοκιμαντέρ ο Μανουράς, αυτή τη φορά, βλέπει ξαφνικά τον αδελφό του Μανόλη, άοπλο, αλλά ενθουσιασμένο από την έκβαση της μάχης. Με μια φωνή καταφέρνει να παρασύρει και άλλους στρατιώτες να περάσουν απέναντι και να χτυπήσουν την άμυνα του εχθρού. Αλλά οι ριπές τους θέρισαν.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης γράφει συγκεκριμένα:
«Οι Γερμανοί είχαν οχυρωθεί μέσα στο εργοστάσιο ΒΙΟ και αμύνονταν. Εκεί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ζωντανά προκαλύμματα, τους κατοίκους των γύρω σπιτιών (έκθεση Φρουράρχου Γ. Νικολακάκη).
Η μάχη γενικεύεται με την άφιξη νέων γερμανικών τμημάτων από τ’ ανατολικά και καταφθάνοντας πολίτες και χωροφύλακες από τα δυτικά. Πολίτες, στρατιώτες και δόκιμοι χωροφύλακες με εφ’ όπλου λόγχη προχωρούν και φωνάζουν «ΑΕΡΑ» «απάνω-ν-των -ε μωρέ και τους φάγαμε». Με την κραυγή «ΑΕΡΑ» έδιωχναν το φόβο, αλλά και επέβαλαν το φόβο στον εχθρό με την ίδια κραυγή.
Αρκετοί αλεξιπτωτιστές είναι ήδη νεκροί. Στου Κόρακα την Καμάρα κείτονταν δυο αξιωματικοί και πολλοί στρατιώτες νεκροί.
Για την υπεράσπιση της πόλης του Ρεθύμνου έπεσαν, ο Διμοιρίτης του 10ου λόχου Υπομοίραρχος Χλεμπογιάννης Νικόλαος στην Κηφισιά, τρεις Υπαξιωματικοί της Σχολής Χωροφυλακής, ο Υπενωμοτάρχης Λαμπρόπουλος Κ. στην παραλία, ο Χωροφύλακς Γιαννακάς Ηλίας της Διευθύνσεως Χωροφυλακής Ρεθύμνης, επτά οπλοφόροι πολίτες μέσα σ’ αυτούς και ο Εμμ. Μανουράς του Ζαχαρία και 35 Δόκιμοι Χωροφύλακες.
Οι Γερμανοί τράπηκαν σε φυγή
Οι Γερμανοί τράπηκαν σε φυγή προς τα Περιβόλια και εγκατέλειψαν πολλά λάφυρα, όλμους, μυδράλια, τουφέκια, πυρομαχικά μοτοσικλέτες και ποδήλατα, ένα αντιαρματικό και τρεις αιχμαλώτους».
Ένα τέταρτο περίπου μετά τον ηρωικό θάνατο του αδελφού του, ο Ανδρέας Μανουράς, δέχτηκε μια σφαίρα στο γόνατο. Έτσι δεν μπόρεσε να συνεχίσει και το πολυβόλο του σίγησε.
Να σημειώσουμε ότι από τους Μανουράδες, εκτός από το Μανόλη που σκοτώθηκε στου Κόρακα την Καμάρα, ο μικρότερος αδελφός Ευγένιος εκτελέστηκε αργότερα από τους Ναζί στο χωριό του, και ο Γιάννης Μανουράς εκτελέστηκε στο Χαϊδάρι, με άλλους πατριώτες, για αντίποινα των Γερμανών μετά από ένα σαμποτάζ που έγινε κοντά στη Θήβα.
Είδες πως κατάντησα:
Πέρασε ο καιρός και ήρθε η λευτεριά.
Όπως διηγείται ο Ανδρέας Μανουράς, στο ντοκιμαντέρ της ΕΤ1, δέκα χρόνια μετά, θέλησε να κάνει ένα προσκύνημα στο σημείο που σκοτώθηκε ο αδελφός του Μανόλης. Εκεί που βάδιζε στην προκυμαία βλέπει έναν νεαρό λούστρο να τον φωνάζει.
Θεώρησε ότι θέλει να του βάψει τα παπούτσια και του είπε ότι δεν χρειάζεται. Η έκπληξή του όμως ήταν μεγάλη όταν άκουσε το νεαρό να τον ρωτά με έντονη τη συγκίνηση στο πρόσωπό του.
«- Δεν με θυμάσαι κυρ λοχία; Δεν είναι το Γιωργιό που σου γέμιζα τις ταινίες για το πολυβόλο;
Κλαίγοντας έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
– Είδες πως κατάντησα κυρ λοχία; του είπε με παράπονο ο μικρός ήρωας δείχνοντας το κασελάκι του;
– Και τι σημασία έχει αυτό; απάντησε ο Μανουράς. Αρκεί να βγάζεις τίμια το ψωμί σου.
Από τότε κανένας δεν ξέρει κάτι για το Γιώργη Βεράκη, το 12χρονο παιδί, έναν ακόμα εθελοντή στη Μάχη της Κρήτης, που με την ταχύτητά και την επιδεξιότητά του, είχε κάνει το πολυβόλο που χειριζόταν ο Μανουράς να μεγαλουργήσει…».
Η εκταφή των νεκρών
Μετά τις εκτελέσεις, δεν ήταν εύκολο να τιμηθούν οι νεκροί. Περνούσε καιρός για να μάθουν την τύχη τους και οι συγγενείς τους. Κι ήταν μια απίστευτης τραγωδίας η στιγμή της αναζήτησης και αναγνώρισης των αγαπημένων τους μέσα στο σωρό των θυμάτων.
Μας περιγράφει σχετικά ο εκλεκτός λόγιος και συγγραφέας Αλκιβιάδης Μαυράκης από τη μακάβρια διαδικασία στα Μυσσίρια:
«Ήταν η μέρα εκταφής των νεκρών Περβολιανοί, Μυσσιραιανοί, Ρεθεμνιώτες, ήταν όλοι εκεί.
Μαύρα φουστάνια, μαύρα μαντήλια, μαύρα γένια, τα πάντα μαύρα. Μα πιο μαύρες οι καρδιές των ανθρώπων.
Ένα αχ, ένα όφου, μια κραυγή και η λιποθυμία που ακολουθούσε ήταν τα πιο συνηθισμένα περιστατικά. Όσοι ήξεραν τον τάφο του νεκρού τους έστεκαν από πάνω και δεν μπορούσαν και οι ίδιοι να συνειδητοποιήσουν πως η χούφτα αυτή των οστών, ήταν ο άνθρωπός τους. Το μεγάλο όμως δράμα ήταν παρέκει. Εκεί που δεν ήξεραν που είναι ο νεκρός τους. Με άγχος και αγωνία έψαχναν τα οστά.
Να βρουν μια απόδειξη ή έστω μια ένδειξη. Κοίταζαν στα χέρια για κάποιο δακτυλίδι ή αρραβώνα. Κοίταζαν τα κούφια κρανία για κάποιο χρυσό δόντι, χαρακτηριστικό γνώρισμα του νεκρού. Κοίταζαν ρούχα και παπούτσια, αποκαΐδια από τη μεγάλη συμφορά.
Ξαφνικά δίπλα μου ακούστηκε μια κραυγή σαν να έβγαινε από τα Τάρταρα του Άδη.
– Νάτος, είπε και λιποθύμησε.
Ήταν μια κουμπάρα της μάνας μου. Έψαχνε τον άνδρα της που είχε εκτελεστεί. Τον γνώρισε από μισό καμένο παπούτσι. Το είδα κι εγώ ήταν ένα δίχρωμο παπούτσι άσπρο μαύρο όπως συνήθιζαν εκείνη την εποχή. Σε λίγο ξεπρόβαλε και το άλλο παπούτσι. Κι αυτό καμένο αλλά λιγότερο. Βρέθηκαν και τα αποκαΐδια από το ρούχο που δεν είχε τελείως καεί. Τα πειστήρια ήταν αρκετά. Ο νεκρός είχε αναγνωριστεί. Πιο πέρα σε λίγο άλλη κραυγή και η συνέχεια ήταν σχεδόν ή ίδια…».
Οι πρώτες εκδηλώσεις
Κι επειδή όπως φαίνεται σε λίγα χρόνια θα ξεχάσουμε και τις τελετές στην επέτειο της θρυλικής μάχης, αυτό τουλάχιστον δείχνει η αδιαφορία που κάθε χρόνο γίνεται μεγαλύτερη, να αφήσουμε τη χαρισματική γραφίδα του Αλκιβιάδη Μαυράκη, να μας μεταφέρει και στις πρώτες εκδηλώσεις μετά την απελευθέρωση.
Γράφει λοιπόν στο βιβλίο του «Περιβόλια Ρεθύμνου – Το συναξάρι του τόπου» μια πραγματική Κιβωτό μνήμης, ότι είχαν παλλαϊκό χαρακτήρα εκείνες οι εκδηλώσεις στα πρώτα χρόνια της Απελευθέρωσης.
Ο δρόμος που οδηγούσε στην «Άμμο», τώρα οδός 110 Μαρτύρων, ήταν καταστόλιστος από ελληνικές σημαίες και αψίδες δάφνης. Οργανωμένες ομάδες έπαιρναν μέρος στον εορτασμό ακόμα και τα παιδιά του Ορφανοτροφείου.
Η πιο επίσημη εκδήλωση έγινε το 1947 ή το 1948. Δεν θυμάται ακριβώς ο συγγραφέας.
Η θεία λειτουργία ξεκίνησε το πρωί στις 8:00. Ο παπα Γρηγόρης με τη βροντώδη φωνή του έκανε τις χιλιάδες κόσμου, που είχε καλύψει την γύρω από τη Μητρόπολη περιοχή, να αισθανθεί δέος και εθνική έπαρση. Ο τελετάρχης Διονύσιος Περβολαράκης, ένας ήρωας του μετώπου, διάβασε το προσκλητήριο των νεκρών. Στο άκουσμα του κάθε ονόματος και μετά το ΑΠΩΝ, ριχνόταν κι ένας πυροβολισμός. Η τελετή έκλεισε με την ανάμνηση του Εθνικού Ύμνου. Κι ας ήταν τόσο σεμνή. Έμεινε αξέχαστη σε όσους την παρακολούθησαν.
Ο κ. Μαυράκης σημειώνει και κάτι άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον. Τα πρώτα εκείνα χρόνια μετά τη Μάχη σε κανένα άλλο μέρος του Ρεθύμνου δεν γινόταν πανόμοια εκδήλωση. Όλα ξεκινούσαν και όλα τέλειωναν στα Μυσσίρια.
Αυτά είχαμε να σημειώσουμε. Και να εκφράσουμε μια παράκληση στους εκπαιδευτικούς. Ας μιλάνε στους μαθητές για τη μάχη αυτή που καθόρισε την έκβαση του πολέμου.
Μάρκος Πολιουδάκης και Αλκιβιάδης Μαυράκης δίνουν εξαιρετικές πηγές για την άντληση στοιχείων.
Ας κρατήσουν άσβεστη την εθνική μνήμη. Είναι χρέος στους αναίτια νεκρούς και στα θύματα που άφησε ο παραλογισμός του πολέμου. Ας πάρει τη σκυτάλη διαιώνισης της μνήμης η νέα γενιά.
Γιατί, όπως φαίνεται, όταν αναχωρήσουμε και οι άνω των 60, μάλλον πως τη θρυλική αυτή μάχη δεν θα τη θυμάται κανένας πια. Τα όσα διαπιστώνουμε μετά το θάνατο του Μάρκου Πολιουδάκη είναι εξαιρετικά ανησυχητικές ενδείξεις για το μέλλον αυτής της επετείου.