H Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα έχει υποστεί δυο σοβαρά πλήγματα: οικονομική πτώχευση το 1893 και ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Εκτός από την εθνική ταπείνωση, η χώρα έχει σοβαρά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και γι’ αυτούς τους λόγους οδηγείται στο κίνημα στο Γουδί το 1909, ενώ ταυτόχρονα επαναπροσδιορίζει τους εθνικούς στόχους. Όλα αυτά γίνονται μέσα στο πνεύμα του Μεγαλοΐδεατισμού, το οποίο ενισχύει την προσπάθεια σφυρηλάτησης της εθνικής ταυτότητας και της υπεροχής έναντι του παραδοσιακού εχθρού από την Ανατολή.
Ένας τρόπος διαμόρφωσης εθνικής ταυτότητας είναι η μουσική και ο χορός. Στο περιοδικό Παναθήναια τον Νοέμβριο του 1901 εμφανίζεται το «μανιφέστο Λαμπελέτ» του Επτανήσιου μουσουργού Γιώργου Λαμπαλέτ (1875-1945) με τίτλο «Η εθνική μουσική. Η λαϊκή», το οποίο αναφέρεται στη δημιουργία εθνικής μουσικής με τη χρησιμοποίηση κλασικών προτύπων πάνω σε ελληνικά μοτίβα: «[…]το εθνικότερον, δημιουργικότερον, αληθινότερον έργον το οποίον θα κάμουν οι Έλληνες μουσουργοί είναι η καλλιέργεια της ελληνικής μελωδίας με την εφαρμογήν της πολυφωνίας και η τεχνική ανάπτυξής της, επί τη βάσει της αντιστίξεως και της fuga», καθώς «[…]ο λαός και η μούσα του παρέχουν εις τους καλλιτέχνας την πρώτην ύλην προς κατεργασίαν[…]».
Ο επίσης Επτανήσιος μουσουργός Διονύσιος Λαυράγκας (1860-1941) συνθέτει την πρώτη Ελληνική σουΐτα (1903), το πρώτο συμφωνικό έργο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής.
Το 1908 ο Μανόλης Καλομοίρης (1883-1962) υιοθετεί την πρόταση Λαμπελέτ και στη συναυλία του Ωδείου Αθηνών προτείνει τη δημιουργία «εθνικής μουσικής» με βάση το δημοτικό τραγούδι. Έτσι, τις δεκαετίες του 1910, 1920 και 1930 δημιουργείται η «μόδα» της εθνικής μουσικής με βάση το δημοτικό τραγούδι και τους εθνικούς ποιητές: Κωστή Παλαμά, Γεώργιο Δροσίνη, Ιωάννη Πολέμη, κ.ά. Βέβαια, η πολιτισμική συνιστώσα της «εθνικής μουσικής» ανήκει στο αισθητικό ρεύμα του Ρομαντισμού, που στρέφεται στο λαϊκό πολιτισμό και αυτή τη χρονική περίοδο ανθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Σε αυτά τα πολιτικά, μουσικά και κοινωνικά πλαίσια η Εφορεία Μουσικής του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών, το οποίο είχε ιδρύσει η Ρεθεμνιώτισα Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν το 1911, πρότεινε τη συγκρότηση επιτροπής από τους μουσουργούς: Γιώργος Λαμπελέτ, Διονύση Λαυράγκα, Σπυρίδων Σαμάρα και Μανόλη Καλομοίρη, για την ενορχήστρωση των λαϊκών ακουσμάτων σύμφωνα με τους κανόνες της ευρωπαϊκής μουσικής. Από αυτούς οι Λαμπελέτ και Καλομοίρης αποδέχθηκαν την πρόσκληση και συνεργάστηκαν με τους κορυφαίους χοροδιδασκάλους της εποχής, όπως ο Βλαχογιάννης, ο Γενήσαρλης, ο Ποντίδας, ο Ματσούκας και ο Καρκαβίτσας, με σκοπό την ενορχήστρωση της μουσικής των παραδοσιακών χορών. Άλλωστε, το Λύκειο Ελληνίδων είχε προσλάβει τον χοροδιδάσκαλο Ανδρεόπουλο, ο οποίος δίδασκε τη ρυθμική αγωγή των χορών σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Ταυτόχρονα, η ενδυμασία ήταν: «Αι χορεύτριαί μας κορίτσια των καλύτερών μας οικογενειών χόρεψαν με το ωραίον αρχαϊκόν ένδυμα τους Ελληνικούς χορούς και πιστοποίησαν με την χάριν των κινήσεων και την ευγένειαν των στάσεων ότι πραγματικώς οι διατηρηθέντες χοροί είναι οι κυκλικοί χοροί των αρχαίων, τους οποίους χόρευαν πέριξ των βωμών». Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η παρουσίαση των παραδοσιακών ελληνικών χορών τη δεκαετία του 1910 γινόταν με αρχαίους μανδύες και ευρωπαϊκή μουσική ενορχήστρωση.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε ότι η σουφραζέτα (διεκδίκησε το δικαίωμα ψήφου των γυναικών), δημοσιογράφος, εκδότρια της πρώτης γυναικείας εφημερίδας «Εφημερίς των Κυριών» (1887-1918), φεμινίστρια και συγγραφέας Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν (1861-1940) άφησε το αποτύπωμα και στην ελληνική μουσικοχορευτική παράδοση.
Βιβλιογραφία
1. Αλιγιζάκης Α., Η πολιτισμική ποιητική δημιουργία του Στρατή Καλογερίδη, Ηράκλειο 2018.
2. Παρρέν Κ., «Λογοδοσία Λυκείου Ελληνίδων 1911», Εφημερίς των Κυριών, εκδ. Καλλιρρόη Παρρέν, Αθήνα 15/6/1912-15/7/1912, τ. 1025.
* Ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος