Από ιδρύσεώς του το Ατσιπόπουλο, θεωρείται μεγάλο καπετανοχώρι με ανθρώπους φιλότιμους, φιλόξενους, πνευματώδεις μα πάνω από όλα αγωνιστές.
Δεν υπάρχει σελίδα της τοπικής ιστορίας που να απουσιάζει το ηρωικό χωριό. Πρώτο τους μέλημα να εξασφαλίσουν τα γυναικόπαιδα στα μακρινά και ψηλά χωριά, και μετά έτρεχαν σαν ημίθεοι, ατρόμητοι στη μάχη.
Από το πολύτιμο αρχείο του Αντιστρατήγου ε.α κ. Νικολάου Σαμψών, με μαρτυρίες, ημερολόγια, διαλέξεις και μελέτες, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας εμπιστευθεί, σταχυολογούμε μεγάλες στιγμές που υπογραμμίζουν τη συμβολή του Ατσιποπούλου, στην επανάσταση του 1821. Κι αφήνουμε τα γεγονότα να μας γυρίσουν σε κείνη την επική εποχή.
Πριν το ξέσπασμα του μεγάλου ξεσηκωμού οι Ατσιπουλιανοί καπεταναίοι έχουν γίνει μεγάλος μπελάς για τους Τούρκους. Οκτώ ολόκληρα χρόνια από το 1811 έως το 1819, οι γενναίοι αυτοί προκαλούν με την ανυπακοή του τον κατακτητή. Κι όταν φθάνει πια ο «κόμπος στο χτένι» παίρνουν τη μεγάλη απόφαση να διακινδυνεύσουν τα πάντα -ακόμα και μεγαλύτερη φωτιά- προκειμένου να δουν κεφάλια σκυμμένα και στο Ατσιπόπουλο.
Στόχος τους ο αρχηγός ο Κωνσταντίνος Τζέλησης. Εντοπίζεται στο χωριό Φραντζεσκιανά Μετόχια και αποκεφαλίζεται. Το κεφάλι του στη συνέχεια γίνεται τρόπαιο και περιφέρεται στη χώρα.
Επόμενο θύμα τους είναι ο Γιαννούλης ή Κανταρτζής που έχει την ίδια ακριβώς τύχη με τον Τζέληση.
Η τρομοκρατική τους αυτή τακτική δεν επηρέασε καθόλου τους Ατσιπουλιανούς που εστιάζουν την ελπίδα τους στη Φιλική Εταιρία και περιμένουν ανυπόμονα το κάλεσμα για τη μεγάλη ώρα.
Εκείνοι που βρέθηκαν με την έναρξη της επανάστασης στην άλλη Ελλάδα είχαν το προνόμιο να πολεμήσουν νωρίτερα τον εχθρό.
Αναφέρονται πολεμιστές του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ηρωικώς πεσόντες, οι Ιωάννης Γαγάνης, Τζανής Γαγάνης και Εμμ. Μαρδιακάκης. Ο Καραϊσκάκης είχε δώσει εντολή να τους θάψουν με μεγάλες τιμές. Κοντά τους τάφηκε κι αυτός αργότερα.
Στο κάλεσμα της Θυμιανής
Όταν ήρθε το κάλεσμα αρκετοί Ατσιπουλιανοί ήταν ανάμεσα στους 300 που συγκεντρώθηκαν στην Παναγία τη Θυμιανή, 29 Μαΐου 1821, για να παρθεί η μεγάλη απόφαση. Κι όταν διαπιστώθηκε ότι πέρα από τη λεβεντιά χρειάζονται και εφόδια για να ξεκινήσει ο αγώνας, από τα 400 χρυσά ναπολεόνια που μάζεψαν κάνοντας έρανο τα μισά ήταν από τον Ατσιπουλιανό Χλαμπούτη.
Ο Χ’’ Βασίλειος Χλαμπουτάκης, ήταν γέννημα ανάθρεμμα του Ατσιποπούλου κι ένας μεγάλος πατριώτης. Οι Τούρκοι για αντίποινα πυρπόλησαν το σπίτι του στο Ατσιπόπουλο, κατέστρεψαν τις περιουσίες του και σκότωσαν τον αδελφό του Ιωάννη, στην περιοχή της Αγίας Παρασκευής μεταξύ Ατσιποπούλου και Πρινέ.
Στη μεγάλη σύναξη επίσης που έγινε στη Ίμβρο Σφακίων συμμετέχουν και πολλοί Ατσιπουλιανοί με τη σημαία που υψώθηκε στην Παναγία τη Θυμιανή και είναι το πολύτιμο κειμήλιο μέχρι σήμερα, της οικογένειας Αγγελάκη.
Με το πρώτο «ευλογητός» τα Ατσιπουλιανά τουφέκια σμίγουν τον δικό τους κρότο με των άλλων αγωνιστών που είναι αποφασισμένοι πια να αποτινάξουν δουλεία τετρακοσίων χρόνων. Είναι μάλιστα πρωτοστάτες στη μεγάλη μάχη που έγινε στο Ζουρίδι και στα Ρούστικα μετά τη σφαγή του Επισκόπου Περδικάρη και των 300 Χριστιανών που σφαγιάστηκαν σε αντίποινα για τον ξεσηκωμό. Οι Τούρκοι υποχρεώνονται να κλειστούν στο κάστρο από τους επαναστάτες με επικεφαλής τους Γεώργιο Κουτσούρη και Γιάννη Σκορδίλη. Τα παλικάρια του Δρουλίσκου, εξάλλου, κράτησαν πολιορκία της πόλης γύρω από τα υψώματα του Κουμπέ και του Βιολή το χαράκι. Έτσι δεν μπόρεσαν να περάσουν ενισχύσεις από τα Χανιώτικα για να στηρίξουν τους ομοθρήσκους τους.
Ανδραγαθήματα που κόβουν την ανάσα
Το ίδιο το χωριό είχε μεταβληθεί σε κάστρο απόρθητο. Είναι πολλά τα ανδραγαθήματα των Ατσιπουλιανών που κόβουν την ανάσα.
Στη μάχη του Καστελλόκαμπου ο Γιάννης Μυστράκης πολεμά με τρία μαζί τουφέκια που είχε πάρει από τους σκοτωμένους Τούρκους. Τον πήρε χαμπάρι ένας φανατισμένος Τουρκοκρητικός ο Περβαντής και του φωνάζει:
«Δεν σου φτάνουμε μωρέ τα τρία τουφέκια που κατέχεις;».
Κι ο Μυστράκης περήφανα του αντιγυρίζει: «Δεν το κουνώ μωρέ παλιότουρκε αν δεν πάρω και το δικό σου».
Δεν τα κατάφερε όμως. Κάποια στιγμή που παθαίνει εμπλοκή το όπλο του βρίσκει ευκαιρία ο Περβαντής και τον σκοτώνει.
Τότε ορμά σαν θεριό ο Κωστής ο Ροδινός, σκοτώνει τον Τούρκο και του παίρνει και το τουφέκι και την ασημένια πιστόλα του. Κυρίως όμως πήρε εκδίκηση για το φίλο και συμπολεμιστή του.
Η ιστορία της Σοφίας Καλογένητου
Η άφιξη 8.000 Αλβανών σπάει τον κλοιό των αγωνιστών και τους απωθεί μέχρι τα βουνά της Ασή Γωνιάς σπέρνοντας στο διάβα τους τον πανικό, σκοτώνοντας, πυρπολώντας και λεηλατώντας. Μια ξαφνική ομίχλη, περίεργη για την εποχή έρχεται σαν από μηχανής θεός να προστατεύσει τους Χριστιανούς. Οι Αλβανοί που δεν μπορούν να διακρίνουν το παραμικρό αναγκάζονται να σταματήσουν την καταδίωξη και να πάρουν μαζί τους πάνω από εκατό γυναικόπαιδα και να φύγουν αφήνοντας στο πεδίο της μάχης πάνω από 150 νεκρούς.
Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν μια κοπέλα από το Ατσιπόπουλο, η Σοφία Καλογένητου, η μητέρα της που δεν ξέρουμε το όνομά της και ο μικρός της αδελφός που ήταν ενός έτους.
Την επομένη οι μεν Χριστιανοί μπήκαν στην επαρχία Σφακίων, οι δε Οθωμανοί στα Χανιά. Αφού μοιράστηκαν τα λάφυρα μεταξύ τους, πούλησαν τους αιχμαλώτους στην αγορά.
Ένας Αλβανός Γενίτσαρος, ο Μπεκίρης, (Μπεκιραγασής) γνωστός για την ανδρεία του αγόρασε την οικογένεια της Σοφίας. Το κλάμα όμως του μικρού αγοριού τον ενοχλούσε και χωρίς δεύτερη σκέψη σφάζει το βρέφος και το δίνει στην μάνα που είχε καταρρεύσει μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα.
Όταν πληροφορήθηκε πως η Σοφία είχε αρκετή περιουσία στο Ατσιπόπουλο, επιστρέφει στο Ρέθυμνο, αφήνει τη μητέρα να επιτηρεί την περιουσία της και συνεχίζει με την μικρή Σοφία το δρόμο του με προορισμό την Επισκοπή, επικεφαλής 600 Αλβανών.
Ο Γεώργιος Κουτσούρης, στο μεταξύ περιφερόμενος με τους επαναστάτες των επαρχιών Σφακίων και Κισσάμου, έλαβε μέρος στην πολιορκία της Γραμπούσας, και ήταν από τους πρώτους που μπήκαν στο φρούριο.
Επιστρέφοντας στο Ατσιπόπουλο μετά την κατάληψη της Γραμπούσας, μαθαίνει τα τεκταινόμενα από τον χωριανό του Χ’’ Γιώργη Παπαλέξη, καθώς και για την αιχμαλωσία της Σοφίας.
Αμέσως βάζει στόχο να ελευθερώσει το κορίτσι, αφού σκοτώσει τον Μπεκίρη.
Πως όμως να συνεννοηθεί με τη μικρή Σοφία για να πετύχει το στόχο του. Πρόθυμος δήλωσε έτοιμος να βοηθήσει ο Παπαλέξης.
Κι ενώ εκείνος αναζητούσε τρόπο να πλησιάσει τη Σοφία ο Κουτσούρης σχημάτισε στο μεταξύ ένα μικρό σώμα με τους Ιωσήφ Γουμενάκη από το Ροδάκινο, τον Μηνά Παπαδάκη από το Μούντρος και το Μιχάλη Φουντουλάκη από τα Ρούστικα. Εξήγησε στους άνδρες του το σχέδιό του, και κίνησαν για την Επισκοπή.
Στο μεταξύ είχε καταφέρει ο Παπαλέξης να πλησιάσει τη Σοφία και να τη ορμηνεύσει πώς να πράξει. Αν έλεγε πορτοκάλι αυτό σήμαινε κίνδυνο, αφού ο Μπεκίρης ήταν ξύπνιος. Η λυτρωτική λέξη ήταν «λεμόνι» που σήμαινε πως ο Αλβανός είχε παραδοθεί στις αγκάλες του Μορφέως.
Έφτασε και το σώμα του Κουτσούρη αναζητώντας τρόπο να προσεγγίσει το σπίτι του Μπεκίρη που ήταν στη μέση του χωριού.
Πέρασαν από το σπίτι δυο φορές αλλά στάθηκαν άτυχοι ακούγοντας το σύνθημα «πορτοκάλι».
Το τρίτο τους πέρασμα ήταν και το τυχερό. Με το που είπε η μικρή «λεμόνι» μπήκαν στο σπίτι, πήραν τη Σοφία με άλλες δυο σκλάβες από την Κάσο κι έφυγαν.
Μια γενναία στάση
Όταν έφθαναν στη θέση Μεζάρια, η μικρή σαν να ξύπνησε από λήθαργο εκείνη τη στιγμή ζήτησε να μάθει αν είχαν σκοτώσει τον Αλβανό. Κι όταν πήρε αρνητική απάντησε, έδειξε μια ωριμότητα σπουδαία για τα δώδεκα περίπου χρόνια της. Ζήτησε αμέσως να γυρίσουν πίσω για να μη σκοτώσει ο Μπεκίρης τη μητέρα της και τις άλλες σκλάβες.
Ο Κουτσούρης τα έχασε με τη στάση της μικρής. Κατάλαβε πως είχε δίκιο και χωρίς να το σκεφτεί περισσότερο ζήτησε από τους άνδρες του να τον περιμένουν ορισμένη ώρα κι αν δεν γυρίσει να φύγουν. Γυρίζει πίσω, μπαίνει στο σπίτι του γενίτσαρου και τον «πιάνει κυριολεκτικά στον ύπνο». Αν και ο Αλβανός έστω και μισοκοιμισμένος, προσπαθώντας να αμυνθεί άφησε μόνο τη λαβή του ξίφους στα χέρια του Κατσούρη εκείνος είχε προλάβει να του κόψει το κεφάλι.
Το αίμα έτρεξε ποτάμι και πέρασε στο υπόγειο που ήταν οι άλλες σκλάβες. Εκείνες μέσα στο σκοτάδι νόμισαν πως ο γενίτσαρος έπαιρνε το λουτρό του.
Ο Κουτσούρης βρήκε τους συντρόφους του, κι αφού έμειναν για λίγες μέρες στον Κάστελο Αποκορώνου, έφυγαν για τη Μήλο. Αργότερα παντρεύτηκε τη Σοφία.
Και άλλα κατορθώματα
Σε άλλη πηγή διαβάζουμε πως την ίδια χρονιά, μαζεύτηκαν στο σπίτι του Συνάναγα στο χωριό Γάλλου, κοντά στο Ατσιπόπουλο 400 περίπου αγωνιστές με επικεφαλής τον Τσουδερό, τους αρχηγούς της επαρχίας και τους Γιώργο Κουτσούρη, Ιωάννη Σκορδίλη, Μανούσο Μανουσάκη και άλλους με σκοπό να χτυπήσουν τους Τούρκους που ξεκίναγαν από το Ρέθυμνο με αρχηγό τον Αλμπάνη και κατέστρεφαν την επαρχία. Κατέληξαν λοιπόν στο να καταλάβουν τη θέση «Μοναχή ελιά» ο Σκορδίλης κι ο Τσουδερός μαζί με 200 παλικάρια, για να εμποδίσουν την υποχώρηση των Οθωμανών, άλλοι να τοποθετηθούν στη θέση Τράπεζα έξω από το χωριό Κάστελλος, άλλοι στη θέση «Αρμό» και ο Κουτσούρης στη θέση «Ξερόκαμπος». Όλοι δε υπό τον Κουτσούρη να κρατούν από μια σημαία, οι δε λοιποί να τοποθετηθούν εις άλλα επίκαιρα σημεία.Το σχέδιο ήταν στρατηγικότατο και εφαρμόστηκε με μεγάλη επιτυχία. Όταν οι Τούρκοι, 1.500 τον αριθμό, υπό τον Αλμπάνη και το Σούμπουση, πέρασαν τα διάφορα καραούλια, των επαναστατών κι έφθασαν στη θέση Αρμό, αμέσως σήκωσαν οι επαναστάτες την σημαία, συμφωνημένο σημάδι, για την έναρξη της μάχης και άρχισαν να βάλουν απ’ αυτού εναντίον των Τούρκων. Οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και προσπάθησαν να παραταχθούν σε μάχη αλλά βλέποντας τα παλικάρια του Κουτσούρη με τόσες πολλές σημαίες νόμισαν πως έχουν να κάνουν με πολλές χιλιάδες επαναστατών. Η σκέψη αυτή τους γέμισε πανικό και τράπηκαν σε φυγή διωκόμενοι από τους Χριστιανούς.
Στη μεγάλη τούτη μάχη σκοτώθηκαν πάνω από 150 Τούρκοι, μεταξύ αυτών και ο Σούμπασης. Πάρθηκαν πολλά όπλα και πολεμοφόδια ως και 400 άλογα. Όλα τούτα οι επαναστάτες τα μοίρασαν αδελφικά στο χωριό Ρούστικα.
Λένε ακόμα οι σημειώσεις που βρέθηκαν στα χέρια της οικογένειας Κουτσουράκη και που επιβεβαιώνονται από το βιβλίο του Ζαμπελίου.
«Οι Κρητικές επαναστάσεις» πως την εποχή εκείνη είχε πέσει ανάμεσα στους Τούρκους της Κρήτης είδος πανώλης που τη μετέδωσαν τα Αιγυπτιακά στρατεύματα και δια να σώσει τους στρατιώτες του ο Οσμάν Πασάς, τους στρατοπέδευσε στον απέναντι λόφο, έξω από την πόλη στον Ευλυγιά. Οι επαναστάτες αφού συγκεντρώθηκαν γύρω στους 1.000 χτύπησαν το στρατόπεδο των Τούρκων και τους ανάγκασαν να καταφύγουν μέσα στην περιτοιχισμένη πόλη, αφού άφησαν πολλά πολεμοφόδια και τροφές. Από τη μεγάλη δε σύγχυση που επικράτησε οι Τούρκοι στο φευγιό τους ξέχασαν την ανατολική πόρτα που της είχαν δώσει το όνομα Άμμος Πόρτα, ανοικτή. Πολλοί Ατσιπουλιανοί όπως ο Γ. Κουτσούρης, ο Ι. Σκορδίλης, ο Γ. Σκανδάλης, ο Π. Μαρκουλάκης και άλλοι πέρασαν μέσα κι έφθασαν μέχρι τα δερματάδικα, απ’ όπου άρπαξαν αρκετά δέρματα, υλικό μεγάλης αξίας για τον αγώνα. Μάλιστα λέγουν ότι αυτό το περιστατικό ήταν αιτία που μεταδόθηκε η ασθένεια και στη γύρω περιοχή.
Εξήντα γυναικόπαιδα του χωριού είχαν καταφύγει στο Άγιο Πνεύμα, ορεινή περιοχή κοντά στο χωριό με το ομώνυμο μικρό εκκλησάκι. Τούτους μια νύχτα τους κατέσφαξε ύπουλα και άνανδρα ο αιμοβόρος Τουρκοκρητικός Μπελιβάνης, με την ομάδα του αποτελούμενη από οκτώ Αλβανούς.
Την επομένη ειδοποίησε ο Μανόλης Δαλέντζας τους χωριανούς, που τους έθαψαν στο μέρος εκείνο.
Ύστερα ο Γιώργης Κατσούρης, ο Γιάννης Σκορδίλης, ο Γιώργης Σκανδάλης, ο Πέτρος Μαρκουλάκης, ο Μανούσος Μανουσάκης και δυο τρεις άλλοι ξενοχωριανοί έστησαν ενέδρα στις Γαλλιανές παπούρες, τοποθεσία έξω από το Ρέθυμνο στο Μπελιβάνη και κατάφεραν να τον σκοτώσουν. Αυτά τα παλικάρια μαζί με τους Ρουστικιανούς πέτυχαν στα Ρούστικα να ξεκαθαρίσουν την περιοχή από τους αιμοδιψείς και άγριους γενίτσαρους και τουρκοκρητικούς όπως ήταν ο Κακόβουλος και ο Σκαλίδης που καταδυνάστευαν τους Χριστιανούς και προξενούσαν πολλά κακά στον τόπο. Ύστερα από αυτό πέρασαν στα Ηρακλειώτικα και αφού ενώθηκαν με τους Ροδακινιώτες και Μαλεβιζιώτες στον Κρουσώνα κατόρθωσαν να σκοτώσουν αρκετούς Αλβανούς και να κλείσουν 300 περίπου μέσα στην Εκκλησία του Αγίου Χαραλάμπους στις 18 Ιουλίου του 1822.
Ο Γιώργος Κουτσούρης μαζί με Κρουσανιώτες άνοιξαν τρύπα στο δώμα της στέγης και έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν σχεδόν ζωντανούς.
Στη μάχη του Λασιθίου και συγκεκριμένα στο χωριό Κετούριο όπως ονομαζόταν η Νεάπολης ο Κουτσούρης έλαβε μέρος μαζί με τα παλικάρια του που ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Κώστας Ροδινός και ο Μύρων Δημητρακάκης. Μάλιστα στη μάχη αυτή τραυματίστηκε σοβαρά ο Δημητρακάκης και χρειάστηκε να τον στείλουν στη Σμύρνη για θεραπεία.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται…
ΠΗΓΕΣ:
Αρχείο Αντιστρατήγου ε.α Νικολάου Σαμψών
Δημητρίου Αετουδάκη: Το Ατσιπόπουλο
Μανόλη Κουτσουράκη: Γεώργιος Κουτσούρης ο Ατσιπουλαινός Πρωτοκαπετάνιος
Ελπιδοφόρου Μαν. Ζανουδάκη: Ατσιπόπουλο το χωριό μου