Β’ Ενότητα
Το παρόν άρθρο αποτελεί συνέχεια της Α’ Ενότητας που δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο φύλλο με τίτλο: Η ιστορική διαδρομή της «τέχνης της διπλωματίας»
Το σημερινό στάτους των δυνάμεων
Σήμερα πια, στις απαρχές του 21ου αιώνα, η διάταξη των παγκόσμιων δυνάμεων, ακολουθεί λίγο πολύ το ίδιο μοτίβο όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά τη λήξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου, όμως, με αρκετές και αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις. Κύριες υπερδυνάμεις συνεχίζουν να είναι οι ΗΠΑ αλλά και η Ρωσία από τότε που κατέλαβε, το 1990, τη θέση της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης. Στον ευρύτερο διεθνή χώρο έχουν αναπτυχθεί περιφερειακές υπερδυνάμεις, όπως η Μ. Βρετανία και η Γαλλία και τα τελευταία χρόνια η Κίνα, η Ιαπωνία και ακόμη πιο πρόσφατα η Ινδία. Ανάμεσα σε αυτούς τους ισχυρούς πόλους είναι συντεταγμένες με τον ένα ή άλλο τρόπο, πολλές Ανεξάρτητες Δημοκρατίες.
Το Κίνημα των Αδεσμεύτων, το Ν. Α. Τ. Ο. και η Ευρωπαϊκή Ένωση
Οι περισσότερες όμως Δημοκρατίες διατηρούν εντελώς αυτόνομη στάση απέναντι στους ισχυρούς, που στο σύνολό τους είναι περίπου 120, και συμμετέχουν σε μια Ένωση, που ονομάζεται Κίνημα των Αδεσμεύτων. Πρωταγωνιστές στην Ένωση αυτή, είναι η Ινδία η Αίγυπτος, η Κύπρος, η Ινδονησία, το Ιράν, η Αλγερία και η οποία μάλιστα έως και τη δεκαετία του ’80 είχε ισχυρό λόγο στο διεθνή χώρο. Τώρα πια όμως, το κίνημα αυτό έχει ατονήσει και η διεθνής του παρέμβαση δεν είναι ιδιαίτερα υπολογίσιμη. Εξ άλλου η «προσωποποίηση» των Εθνικών συμφερόντων της κάθε χώρας μέλους, που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες, δυσκολεύει το κίνημα να τηρήσει ενιαία στάση στα αναφυόμενα διεθνή ζητήματα. Επί πλέον σε ότι αφορά την ύπαρξη άλλης ισχυρής Ένωσης χωρών αναφερόμαστε Ευρωπαϊκή Ένωση και στην επιτυχία της να εντάξει στους κόλπους της ήδη 27 χώρες και παράλληλα να υπάρχουν ήδη και άλλες οκτώ που έχουν εκφράσει επιθυμία ένταξης. Ωστόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση αν και έχει κάνει προσπάθειες, δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει τις θεσμικές δεσμεύσεις των χωρών μελών της, ώστε αυτές να στοιχίζονται με μια κοινή στάση εξωτερικής πολιτικής, στα διεθνή θέματα που εμφανίζονται. Ακόμη σαν «Σύμφωνο στρατιωτικών και πολιτικών» δεσμέυσεων, υπάρχει και το ΝΑΤΟ που υποτίθεται τουλάχιστον, ότι δεσμεύει τις χώρες μέλη του, σε στάση μη επίθεσης μεταξύ τους και ίσως και ενιαίας στάσης σε διεθνή αμυντικά ζητήματα που προκύπτουν. Έως και το 1991 υπήρχε επίσης και το «Σύμφωνο της Βαρσοβίας» των χωρών που συνέπλεαν στρατιωτικά και πολιτικά με την τέως Σοβιετική Ένωση, που έκτοτε όμως διαλύθηκε. Στην θέση του υπάρχει σήμερα μια πολύ μικρότερη Ένωση με την επωνυμία «Ρωσική Ομοσπονδία».
Οι διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των «Συμφώνων»
Η χώρα μας σαν μέλος στα δύο από αυτά τα «Σύμφωνα», στο ΝΑΤΟ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να συντονίζεται με τις τουλάχιστον κεντρικές θέσεις των εταίρων της. Βέβαια στην ιστορική διαδρομή της Ελλάδας έχει αποδειχτεί ότι όποια θέση και να έχουν πάρει σε διεθνή ζητήματα οι εκάστοτε κυβερνήσεις της, φρόντιζαν η θέση τους αυτή, να μην είναι «εκτός ορίων». Θεωρούμε βέβαια, εξετάζοντας και τις θέσεις άλλων χωρών, ότι πάντα υπάρχουν περιθώρια με κατάλληλες διπλωματικές κινήσεις και η χώρα μας να παίρνει τέτοιες θέσεις, που να γέρνουν περισσότερο προς το Εθνικό μας συμφέρον, εντός βέβαια των συμπεφωνημένων δεσμεύσεων ή και των «προφανών ορίων». Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι με διπλωματικές κινήσεις η Δανία είχε καταφέρει να επιτύχει την εξαίρεσή της από το να ακολουθεί την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τα στρατιωτικά θέματα. Επίσης η Βουλγαρία ήδη αυτές τις ημέρες, έχει ζητήσει να εξαιρεθεί από το εμπάργκο πετρελαίου και φυσικού αερίου στις εισαγωγές από τη Ρωσία. Επίσης ας μην ξεχνούμε την γενναία απόφαση της οικουμενικής κυβέρνησης της χώρας μας τον Αύγουστο του ’74 λίγες ημέρες μετά την εισβολή στη Κύπρο, να αποχωρήσει η Ελλάδα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η απόφαση αυτή διήρκεσε έξι χρόνια, ως και το 1980 που επανήλθε. Βέβαια σε μια ανάλογη κίνηση αποχώρησης, είχε οδηγηθεί και η Γαλλία το 1966, που όμως αυτή διήρκεσε 43 ολόκληρα χρόνια ως το 2009.
Η Ουκρανική κρίση και ο «επιτήδειος ουδέτερος»
Στην σημερινή κρίση της Ουκρανίας, που στη πραγματικότητα αυτή προέκυψε ως μια σύγκρουση ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, με θύμα όμως τον Ουκρανικό λαό, οι χώρες του Ευρωπαϊκού χώρου καλούνται να πάρουν θέση. Εκτιμούμε πως κάποιες από αυτές, ως μη απόλυτα δεσμευόμενες από διακρατικές σχέσεις με τους άμεσα εμπλεκόμενους, όπως και η χώρα μας, διαθέτουν τη δυνατότητα να λάβουν θέσεις σύμφωνα, περισσότερο με τα εθνικά τους συμφέροντα, και να μην δηλώσουν ότι συντάσσονται υπέρ του ενός ή του άλλου. Ακραίο βέβαια παράδειγμα αποτελεί η Τουρκία, η οποία ήδη τηρεί ουδέτερη στάση παρ’ ότι είναι μέλος του ΝΑΤΟ και παράλληλα διακήρυττε τη στενή της σχέση και με τον Ουκρανικό λαό. Έτσι ο χαρακτηρισμός «Επιτήδειος Ουδέτερος» που είχε αποδώσει ο Webber G. Frank με το ομότιτλο βιβλίο του στην Τουρκία αποκτά σήμερα διαχρονική αξία, καθώς στα πρόθυρα ενός πιο εκτεταμένου πολέμου, η Τουρκία φαίνεται να διατηρεί για ακόμη μια φόρα μια ψυχρή, αλλά καθόλου απερίσκεπτη ουδετερότητα.
Οι αμφοτερόπλευρες ευθύνες
Στην τωρινή κατάσταση όπου οι ευθύνες της σύρραξης βαραίνουν και τις δύο πλευρές, η θέση της Ελληνικής κυβέρνησης θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί, αφού συνεκτιμηθεί πλήθος από παράγοντες. Την μεν Ουκρανική κυβέρνηση την βαραίνει η απερισκεψία και η μωροπιστία της σε υποσχέσεις αμφίβολης ειλικρίνειας. Όμοια την άλλη πλευρά, την κυβέρνηση της Ρωσίας, την βαραίνει η αδίστακτη στάση της και η ωμή της συμπεριφορά για τη διασφάλιση των συμφερόντων της. Ωστόσο εκτιμούμε πως η Ελληνική κυβέρνηση για την απόφασή της στο τι στάση θα κρατήσει, οφείλει να υπολογίσει περισσότερο το τι επιτάσσει το Εθνικό συμφέρον της χώρας μας. Ως τις υποχρεώσεις μας έναντι των εταίρων μας, οι εκάστοτε Ελληνικές κυβερνήσεις σ’ όλη τους την ιστορική διαδρομή της χώρας μας, έχουν αποδείξει πως πάντα τηρούσαν και με το παραπάνω μάλιστα, τις συμπεφωνημένες τους δεσμεύσεις.
Βενιζέλος και Κλεμανσώ
Ας μην ξεχνούμε ακόμη, πως στη λήξη του Α’ παγκόσμιου πολέμου και χωρίς καμία εθνική υποχρέωση, αλλά και μόνο κατόπιν της παράκλησης του Γάλλου πρωθυπουργού Ζωρζ Κλεμανσώ προς τον Έλληνα πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, την χειρονομία καλής θέλησης στην οποία προχώρησε η Ελλάδα. Η τότε Ελληνική κυβέρνηση παρ’ όλη την ένδεια της χώρας μας, απέστειλε ως συμμαχική συνδρομή, εκστρατευτικό σώμα 23.000 ανδρών και 10 τουλάχιστον πολεμικά πλοία στην Κριμαία της σημερινής Ουκρανίας τον Γενάρη του 1919. Ο στρατός αυτός εστάλη, για να βοηθήσει το Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, που πολεμούσε στο πλευρό του Τσάρου Νικόλαου, για να αποκρούσει τους επαναστάτες της Οχτωβριανής Επανάστασης. Σαφέστατα με την αναφορά μας αυτή δεν κρίνουμε πολιτικά την κίνηση του Βενιζέλου που πιθανόν να ήταν και εσφαλμένη, ως ξένη ανάμειξη σε ένα αγώνα του Ρώσικου λαού για την κοινωνική του απελευθέρωση. Την θεωρούμε όμως διπλωματική κίνηση ως ένδειξη πρόθεσης καλής θέλησης απέναντι στη παράκληση του συμμάχου Γάλλου πρωθυπουργού. Το ίδιο επαναλήφθηκε και τον Νοέμβριο του 1950, όταν μετά από αίτημα του ΟΗΕ εστάλη από την κυβέρνηση των Νικολάου Πλαστήρα και Σοφοκλή Βενιζέλου εκστρατευτικό σώμα 2. 000 περίπου Ελλήνων στρατιωτών για να πολεμήσει στον πόλεμο της Κορέας στο πλευρό πολυεθνικής δύναμης του ΟΗΕ.
Η προτροπή
Συνεκτιμώντας λοιπόν τόσο τις αιτίες έναρξης των πολεμικών αυτών συγκρούσεων στην Ουκρανία, όσο και τις σχέσεις της χώρας μας με τα εμπλεκόμενα μέρη, θεωρούμε πως η Ελληνική κυβέρνηση οφείλει να καθορίσει την στάση της χώρας μας στα πλαίσια της εφαρμογής μιας περισσότερο έξυπνης και πολυδιάστατης Εθνικής διπλωματικής τακτικής. Η στάση της βέβαια αυτή, θα καθοριστεί με βάση κυρίως τα εθνικά μας συμφέροντα, αλλά και πάντα τηρώντας τα πλαίσια των ηθικών και συμπεφωνημένων δεσμεύσεων της χώρας μας!