Οι Ησυχαστές μοναχοί πίστευαν, ότι η προσέγγιση και η επικοινωνία με τον Θεό επιτυγχάνεται σε απόλυτη ησυχία με τη διαρκή προσευχή, την πνευματική εγρήγορση, τη συνεχή άσκηση και την ειλικρινή μετάνοια (νίψη).
Εν αντιθέσει οι Ουμανιστές του Βυζαντίου απέρριπταν τον Μοναστικό Ησυχασμό, γι’ αυτό και επιζητούσαν και προκαλούσαν τους Μοναχούς σε μια δημόσια σκληρή αντιπαράθεση, καθώς οι δημόσιοι διάλογοι στο Βυζάντιο υπήρξαν ένα συνηθισμένο και αγαπημένο από το λαό θέαμα και ακρόαμα σε ανοιχτούς χώρους της Κωνσταντινούπολης.
Μεταξύ των ομιλητών είχε προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον η παρουσία ενός καλλιεργημένου μοναχού. Ο Βαρλαάμ κατέφθασε στην Κωνσταντινούπολη το 1290 προερχόμενος από την Καλαβρία της Ιταλίας. Χάρη στην παιδεία του απέκτησε μεγάλο κύρος και τοποθετήθηκε Ηγούμενος σε σημαντικό Μοναστήρι.
Ο Βαρλαάμ πίστευε σε μια προσέγγιση με το Θεό άκρως ορθολογιστική, επικαλούμενος την αριστοτέλεια φιλοσοφία, για να υποστηρίξει ότι θέματα που αφορούν τον Θεό, δεν μπορούν να αποδειχθούν, αλλά μόνο να εξαχθούν ως συμπεράσματα με τη λογική.
Τα επιχειρήματα του Βαρλαάμ προκάλεσαν την προσοχή ενός αυστηρού Ησυχαστή μοναχού, ο οποίος λεγόταν Γρηγόριος Παλαμάς.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς υπήρξε ο υπερασπιστής των δογμάτων της Ορθοδοξίας, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Πατέρων και Εκκλησίας. Επίσης ο απολογητής του μοναστικού βίου και ο πολέμιος και λατινιζόντων της εποχής. Στη διδασκαλία του αναφέρεται ότι κλειδί για τη φώτιση, δεν είναι η λογική, αλλά η άμεση επικοινωνία με τη Θεία Ενέργεια, μέσω της διαρκούς προσευχής της πνευματικής εγρήγορσης και της ειλικρινούς μετάνοιας. Ότι ο Θεός θα μπορούσε να εκδηλωθεί, αλλά όχι να κατανοηθεί με τη λογική. Θα μπορούσε να βιωθεί, αλλά όχι να νοηθεί μέσω του λόγου.
Οι αναφορές του Βαρλαάμ στη φιλοσοφία των Εθνικών και η Ορθολογιστική του σκέψη και η αντίθεσή του με την πίστη των Ορθοδόξων προκάλεσαν τον Γρηγόριο Παλαμά, ο οποίος αντίκρουσε με δικές του μοναδικές πραγματείες.
Ο Βαρλαάμ απάντησε στον Παλαμά με βαρύ υβρεολόγιο και όχι μόνον προς αυτόν, αλλά στράφηκε και εναντίον του ίδιου του δόγματος του Ησυχασμού και το πιο σκανδαλώδες, έθιξε και τους σεβάσμιους μοναχούς του Άθω, της μοναστικής κοινότητας, στην οποία ο Ησυχασμός υπήρξε το άλφα και το ωμέγα.
Εκείνη την εποχή ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ απέστειλε το Βαρλαάμ σε μια διπλωματική αποστολή στη Δύση. Σκοπός του ήταν η στρατιωτική βοήθεια εναντίον των Τούρκων. Το τίμημα για τη βοήθεια, το οποίο ευλόγως οι Έλληνες απευχόταν να πληρώσουν, ήταν η υποταγή στον Πάπα. Θα ήθελαν μεν την ένωση, αλλά η ολοκληρωτική υποταγή ήταν εκτός συζήτησης. Πως θα συνέβαινε όμως το ένα χωρίς το άλλο; Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός, ότι οι διαπραγματεύσεις του Βαρλαάμ δεν οδήγησαν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Σε διπλωματικό επίπεδο το ταξίδι ήταν μια αποτυχία. Και δεν έφτανε αυτό το φιάσκο, αυτή η παταγώδης αποτυχία του Βαρλαάμ, αλλά η επί πλέον απερισκεψία του, να διασύρει την προσωπικότητα του Παλαμά ως… αιρετικού!
Στις 10 Ιουνίου 1341 ακολούθησε Σύνοδος με επικεφαλής τον Πατριάρχη επικουρούμενο από το σύνολο των μοναχών του Αγίου Όρους και με τον εξ’ αντικειμένου ορθόδοξο, αντιδυτικό λαό, η οποία τελείωσε με καταδίκη του Βαρλαάμ και πανηγυρική δικαίωση του Παλαμά.
Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί ενωτικοί θεωρούσαν, όπως και ο Βαρλαάμ, να συμμετάσχουν σε συνομιλίες με ουσιαστικό χαρακτήρα και να πραγματοποιηθεί μια σημαντική Σύνοδος με πιθανότητα, αν υπήρχε, να επιτύχει και υποστηρίξει δια παντός τρόπου κάποια μορφή ένωσης.
Το 1431 ο Πάπας κατόρθωσε να πείσει τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο να πραγματοποιηθεί σύγκλιση συνόδου με σκοπό επίσημες διαπραγματεύσεις και κατάληξη σε κοινό αποτέλεσμα για την ένωση των Εκκλησιών, υποσχόμενος σπουδαία βοήθεια του Βυζαντίου εκ της Δύσεως, για να αντιμετωπίσει την απειλητική επιβουλή των Τούρκων από τον σουλτάνο Μουράτ Β’.
Τον Νοέμβριο του 1437, δεκαέξι χρόνια πριν από την Άλωση, η βυζαντινή αντιπροσωπεία, η οποία αριθμούσε επτακόσιους κληρικούς και λαϊκούς αξιωματούχους επιβιβάστηκε στην Κωνσταντινούπολη σε πολλά ιστιοφόρα με προορισμό την Ιταλία. Επρόκειτο για επίσημη διακεκριμένη αποστολή μιας ανωτάτης πρεσβείας, η οποία εκτός τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ και τον υπερήλικα Πατριάρχη τον Ιωσήφ Β’ περιλάμβανε είκοσι μητροπολίτες, πολυάριθμους άλλους επισκόπους, μοναχούς και σοφούς λογίους, καθώς και εκπροσώπους των τριών άλλων Πατριαρχείων.
Μετά από ένα θεαματικό ξεκίνημα και μεγάλο ταξίδι, τριών μηνών περίπου, στις 8 Φεβρουαρίου το 1438 ο στόλος με τα πολυάριθμα ιστιοφόρα των Βυζαντινών αγκυροβόλησαν έξω από τη Βενετία. Η υποδοχή από το Δόγη της Βενετίας υπήρξε μεγαλειώδης και εγκάρδια. Μετά από καθυστέρηση μερικών εβδομάδων, κατά τις οποίες ο Αυτοκράτορας Ιωσήφ Β’ επέμενε να περιμένει μάταια να προσέλθουν αντίστοιχα και οι Δυτικοί πολιτικοί ηγέτες, τελικά στις 9 Απριλίου κηρύχθηκε χωρίς αυτούς η έναρξη της Συνόδου στη Φερράρα. Όταν αργότερα ενέσκηψε στην πόλη επιδημία της πανούκλας, οι διαλογικές συζητήσεις του Συνεδρίου επακολούθησαν στη Φλωρεντία. Στις διαπραγματεύσεις η παπική αντιπροσωπεία συμμετείχε αντιστοίχως με πολλούς καθολικούς αρχιεπισκόπους, καρδινάλιους, ηγουμένους μονών και Λατίνους λογίους.
Από όλα τα μέλη της Συνόδου διακρίθηκαν για την ευγλωττία, την ευφυΐα, το βάθος και το ουσιαστικό περιεχόμενο δύο εξέχουσες μορφές. Ο Μάρκος Ευγενικός επίσκοπος Εφέσου και ο Βησσαρίων κατ’ αρχάς μοναχός στο Βυζάντιο, ο οποίος αργότερα μεταστραφείς υπέρ των θέσεων της Δυτικής Εκκλησίας, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης (Καρδινάλιος) Νίκαιας. Αυτοί οι δύο κατίσχυσαν μεταξύ των άλλων μελών του Συνεδρίου. Κατά τις κρίσιμες φάσεις της Συνόδου ο Μάρκος Ευγενικός μητροπολίτης Εφέσου είχε αναδειχθεί ως συναρπαστικός ομιλητής της ελληνικής πλευράς. Υπερασπίστηκε και υπεραμύνθηκε με σθένος των θέσεων της Ορθοδοξίας, ως τη μόνη Αλήθεια, από την αρχή μέχρι το τέλος της Συνόδου, ακόμα και όταν ήταν σαφές, ότι είχε απομονωθεί από τα υπόλοιπα μέλη της Συνόδου και παρά της πιέσεις και απαιτήσεις του αυτοκράτορα να υποκύψει, κάτοχος ευρύτατης παιδείας ο Μάρκος Ευγενικός, με υπέρμετρη πνευματική καλλιέργεια, τόσο της Χριστιανικής γραμματείας, όσο και της θύραθεν εκείνης των κλασικών συγγραφέων μνημειωδών πραγματειών και μελετών, ήταν ο μόνος ιεράρχης της Συνόδου, που αρνήθηκε να υπογράψει τη διακήρυξη της ένωσης. Καθώς ήταν ο μόνος, που είχε το σθένος να αντισταθεί, και τη διορατικότητα και την οξυδέρκεια, να αντιλαμβάνεται από το παρόν, τι θα συμβεί στο μέλλον, χαιρετίστηκε και αναγνωρίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως Άγιος.
Οι επίσημες συνεδριάσεις της Συνόδου είχαν αναλωθεί σε διαπληκτισμούς και αξιώσεις των Δυτικών σχετικά με την πρωτοκαθεδρία του Πάπα, ο οποίος ήθελε να επιβάλλει τις απόψεις του έναντι των άλλων. Άλλα θέματα ήταν η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και ο άζυμος άρτος.
Οι πιέσεις του Αυτοκράτορα και οι υποσχέσεις του Πάπα επισείοντας τον κίνδυνο της Αλώσεως εξ Ανατολών, κατόρθωσαν να πείσουν τους Έλληνες να υποκύψουν και να υπογράψουν την απόφαση της Συνόδου.
Η Σύνοδος της Φλωρεντίας τελικά απέτυχε παταγωδώς. Η τελευταία ελπίδα για την ένωση των Εκκλησιών αποδείχθηκε ανέφικτη και η προσπάθεια των εκατέρωθεν συνοδικών μάταιη. Ο Πάπας ανεφώνησε εκείνο το περίφημο «εποιήσαμεν ουδέν».
Κατά την επάνοδό τους στην Κωνσταντινούπολη οι σύνεδροι αρχιερείς αποδοκιμάστηκαν από το λαό και οι περισσότεροι, που είχαν υπογράψει ανακάλεσαν. Η σύνοδος αποδοκιμάστηκε επίσης έντονα από την Εκκλησία της Ρωσίας και από τα άλλα τρία Πατριαρχεία.
Στο Ρέθυμνο η θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» της Κατερίνας Αντωνιάδου
H θεατρική παράσταση «Χόρεψέ με πατέρα» της Κατερίνας Αντωνιάδου έρχεται στο Ρέθυμνο στο Θέατρο Αντίβαρο για δυο παραστάσεις σήμερα Σάββατο...