Τα ευρήματα της αρχαίας Λάππας έχουν αποκαλύψει σημαντικά στοιχεία για την περιοχή της Αργυρούπολης που γνώρισε μεγάλη ακμή κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους ενώ πολλές είναι οι μαρτυρίες για την ιδιωτική και δημόσια ζωή της πόλης, τις οικονομικές δραστηριότητες και την καλλιτεχνική δημιουργία. Η πρόσφατη ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε τη διετία 2005-2007 έρχεται να προσθέσει ένα ακόμα στοιχείο για τη ζωή και τη δραστηριότητα των ανθρώπων που έχει να κάνει με την παραγωγή γυαλιών αντικειμένων.
Ειδικότερα, από την ανασκαφή εντοπίστηκαν ευρήματα της πρωτοβυζαντινής περιόδου που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στην περιοχή λειτουργούσε εργαστήριο υαλουργίας. Πρόκειται για ένα χώρο πέντε δωματίων ενώ τουλάχιστον δυο από αυτά φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν ως εργαστήρια με βάση τα αντικείμενα που βρέθηκαν σε αυτά, ωστόσο δεν γινόταν πρωτογενής παραγωγή. Σε αρχικό στοιχείο βρίσκεται η μελέτη των υλικών που εντοπίστηκαν για να υπάρξει μια σαφέστατη εικόνα σε συνδυασμό με τις αρχαιολογικές έρευνες που συνεχίζονται στην περιοχή της Λάππας.
Τα παραπάνω ευρήματα της σωστικής ανασκαφής παρουσίασε κατά τη διάρκεια του επιστημονικού συνεδρίου για το αρχαιολογικό έργο της Κρήτης η αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου. Αναστασία Φιολιτάκη.
Τα ευρήματα της ανασκαφής
Αναλυτικά, παρουσιάζοντας τα ευρήματα της ανασκαφής που αποκαλύφθηκαν η κ. Φιολιτάκη στην εισήγηση της ανέφερε τα παρακάτω:
Η σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε σε διαδοχικές φάσεις από το 2005 έως και το 2007 στο οικόπεδο φερόμενης ιδιοκτησίας Ε. Νουχάκη, εντός του οικισμού της Αργυρούπολης, ήρθε να προσθέσει μια νέα μαρτυρία σχετικά με μια δραστηριότητα που δεν είχε εντοπιστεί μέχρι τώρα στην περιοχή, αυτή της παραγωγής γυάλινων αντικειμένων.
Το οικόπεδο βρίσκεται σε άνδηρο του περιφερειακού δρόμου, που οδηγεί στο Κατωχώρι. Το ανατολικό όριό του ορίζει τοίχος της πρώτης βυζαντινής περιόδου, πιθανόν αναλημματικός, που διατηρείται σε αρκετά μεγάλο ύψος. Ο τοίχος είναι κατασκευασμένος με αργολιθοδομή και χρήση χονδρόκοκκου κονιάματος ως συνδετικό υλικό. Στην κατασκευή του είναι ενσωματωμένο αρχαίο δομικό υλικό, ενώ σε δυο σημεία στη βάση του σχηματίζονται ημικυκλικές προεξοχές σαν αντηρίδες.
Το καλοκαίρι του 2005, κατόπιν αιτήσεως του ιδιοκτήτη για άδεια οικοδόμησης, ξεκίνησε από την ΚΕ΄ ΕΠΚΑ και την αρχαιολόγο κ. Ειρήνη Γαβριλάκη, σωστική ανασκαφή στη βάση του τοίχου. Η έρευνα συνεχίστηκε από την 28η Ε.Β.Α. το 2006 και το 2007 επειδή διαπιστώθηκε ότι τα ανασκαφικά ευρήματα ανήκουν στην πρωτοβυζαντινή περίοδο. Η ανασκαφή αποκάλυψε την κάτοψη πέντε δωματίων κατασκευασμένων στη βάση του τοίχου καθώς και τμήματα προγενέστερων οικοδομικών φάσεων πάνω στις οποίες οικοδομήθηκαν τα δωμάτια. Τα άφθονα θραύσματα από γυάλινα αγγεία και τα απορρίμματα υαλουργικής επεξεργασίας που εντοπίστηκαν στο χώρο οδήγησαν στην υπόθεση ότι πρόκειται για εργαστήριο υαλουργίας. Τομές έγιναν επίσης και στην υπόλοιπη έκταση του οικοπέδου που έφεραν στο φως αποθηκευτικούς χώρους και δυο κιβωτιόσχημους τάφους του 6ου-7ου αιώνα καθώς και έναν κτιστό πίθο ύψους περ. 1, 80 μ.
Η συντήρηση της κεραμικής που έγινε τα τελευταία τρία χρόνια από τη συντηρήτρια της Εφορείας κ. Μαρία Χαλκιαδάκη και των γυάλινων αντικειμένων που μόλις ξεκίνησε, επιτρέπει τη μελέτη του χώρου και τον συσχετισμό των οικοδομικών φάσεων. Καθώς ωστόσο η μελέτη του υλικού βρίσκεται σε αρχικό στάδιο, θα επιχειρήσουμε μια πρώτη ανάγνωση των ευρημάτων και μια προκαταρκτική ερμηνεία του χώρου, επικεντρώνοντας την παρουσίαση στο τμήμα της ανασκαφής μπροστά από τον τοίχο του Ανατολικού ορίου.
Η ανασκαφή στο σημείο αυτό έφερε στο φως κτηριακό συγκρότημα αποτελούμενο από πέντε δωμάτια οικοδομημένα στη βάση του τοίχου και διατεταγμένα σε σχήμα Γ γύρω από έναν ανοικτό χώρο. Τα δωμάτια φαίνεται να έχουν κατασκευαστεί πάνω σε στρώμα επίχωσης του 6ου-αρχών 7ου αιώνα, η οποία εξομαλύνθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως δάπεδο. Τα ίχνη τοίχων που διακρίνονται στο εσωτερικό ορισμένων δωματίων πιθανόν να αποτελούν κατάλοιπα οικοδομικής φάσης η οποία σχετίζεται με την επίχωση πάνω στην οποία οικοδομήθηκαν. Για την κατασκευή των δωματίων χρησιμοποιήθηκαν αργοί λίθοι και πλίνθοι, ενώ σε ορισμένα σημεία ενσωματώθηκε αρχαιότερο δομικό υλικό. Ο φυσικός βράχος λαξεύτηκε και διαμορφώθηκε κατάλληλα για να προσαρμοστούν οι τοίχοι, οι οποίοι καλύπτονταν με επίχρισμα. Η στέγασή των δωματίων γινόταν με πλατιά κεραμίδια. Δεν αποκλείεται ορισμένα δωμάτια να είχαν δεύτερο όροφο. Ενδείξεις αποτελούν το ίχνος κλίμακας που διασώζεται στον τοίχο του ανατολικού ορίου και τα θραύσματα από πήλινες πλάκες που εντοπίστηκαν στο στρώμα καταστροφής του δωματίου της τομής 2.
Τουλάχιστον δυο από τα δωμάτια φαίνεται να είχαν κάποια εργαστηριακή χρήση, όπως υποδεικνύουν οι κατασκευές στο εσωτερικό τους. Στον χώρο της τομής 3, ο οποίος δεν είχε πρόσοψη αλλά ήταν ανοικτός προς τον ελεύθερο χώρο στα βορειοδυτικά, αποκαλύφθηκαν δυο αντωπές εστίες σε σχήμα Π, ενώ στο δωμάτιο της τομής 2 βρέθηκε στο κέντρο του κυκλικό όρυγμα με έντονα ίχνη καύσης. Στο εσωτερικό του δωματίου 1 εντοπίστηκε ένα σύνολο από 60 μολύβδινα βαρίδια ψαρέματος, οστέινες περόνες και μεγάλος αριθμός από κομμάτια επιχρίσματος που έφεραν διακόσμηση με ταινίες κόκκινου, κίτρινου και καφέ χρώματο.
Η καταστροφή τους τοποθετείται στον 7ο αιώνα καθώς η κεραμική από το σχετικό στρώμα έχει δώσει χαρακτηριστικά σχήματα της περιόδου όπως πινάκια της Υστερορωμαϊκής Γ παραγωγής φόρμα Hayes 10, πινάκιο της Αφρικανικής παραγωγής φόρμα Hayes 106, τμήμα από σφαιρικό βυζαντινό αμφορέα και χύτρα με βαθμίδα στο χείλος.
Κατά την ανασκαφή των δωματίων εντοπίστηκαν πάρα πολλά θραύσματα γυάλινων αγγείων, πάνω από 1500, μεγάλος αριθμός απορριμμάτων υαλουργικής επεξεργασίας, όπως θραύσματα από ανεπιτυχώς κατασκευασμένα αγγεία και σταγόνες δοκιμής, αρκετά κομμάτια από βώλους γυαλιού καθώς και τμήματα πλίνθων με τηγμένο γυαλί, προερχόμενα από τον υαλουργικό κλίβανο. Τα ευρήματα εντοπίστηκαν τόσο στο στρώμα καταστροφής όσο και στην επίχωση που χρησιμοποιήθηκε ως δάπεδο των δωματίων. Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν ότι στο χώρο γινόταν επεξεργασία γυαλιού. Η εύρεση των βόλων υποδηλώνει ότι στο εργαστήριο δεν γινόταν πρωτογενής παραγωγή γυαλιού, αλλά τήξη των βόλων. Η πρωτογενής, άλλωστε, παραγωγή γυαλιού γινόταν σε ειδικές εγκαταστάσεις στα μεγάλα κέντρα παραγωγής που βρισκόταν στη Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο, ενώ εργαστήρια υαλοποιίας έχουν ανασκαφεί και στον ελλαδικό χώρο. Από εκεί τα υαλοπλινθώματα μεταφέρονταν και εφοδίαζαν τα εργαστήρια υαλουργίας στα οποία γινόταν η τήξη τους, ο χρωματισμός του γυαλιού και η παραγωγή των προϊόντων. Είναι, επίσης, πιθανόν ένα μέρος από τον μεγάλο αριθμό θραυσμάτων από γυάλινα αγγεία που εντοπίστηκαν στο χώρο να προοριζόταν για επανάτηξη. Η πρακτική της ανακύκλωσης του γυαλιού ήταν άλλωστε ιδιαίτερα διαδεδομένη.
Καθώς δεν έχει ακόμα προχωρήσει η μελέτη των γυάλινων αντικειμένων που εντοπίστηκαν κατά την ανασκαφή, θα περιοριστούμε σε ορισμένες γενικές παρατηρήσεις. Όπως δείχνουν τα ευρήματα, η κύρια παραγωγή του εργαστηρίου ήταν τα αγγεία. Από αυτά ξεχωρίζουν οι λυχνίες από τις οποίες διακρίνονται τουλάχιστον τρεις τύποι. Τα περισσότερα παραδείγματα ανήκουν στον τύπο του ποτηριού με πόδι και δισκόμορφη βάση. Τα συγκεκριμένα ποτήρια είχαν διπλή χρήση και ως αγγεία πόσης αλλά και ως λυχνίες, λόγω του εύχρηστου σχήματός τους. Ο συγκεκριμένος τύπος αγγείου εμφανίζεται στα μέσα του 5ου αιώνα και γνωρίζει μεγάλη διάδοση κατά τους επόμενους δυο αιώνες. Τα ποτήρια που εντοπίζονται στο σύνολο της Αργυρούπολης έχουν απλό σωληνοειδές ή κομβιόσχημο πόδι και είναι κατασκευασμένα με πρασινωπό, γαλάζιο ή άχρωμο γυαλί.
Οι άλλοι δύο τύποι λυχνίας που εντοπίζονται είναι η κανδήλα με ψηλό κυλινδρικό κοίλο στέλεχος και η κωνική οξυπύθμενη λυχνία. Και οι δυο τύποι γνωρίζουν διάδοση από τον 5ο αιώνα και εξής. Άλλα σχήματα που μπορούν να αναγνωριστούν είναι οινοχόες και τα μυροδοχεία. Τα χρώματα που κυριαρχούν είναι το άχρωμο διαφανές, το γαλάζιο, και το πράσινο, ενώ υπάρχουν και λίγα παραδείγματα αγγείων κατασκευασμένων με μπλε γυαλί. Τα περισσότερα θραύσματα είναι ακόσμητα, υπάρχουν ωστόσο και ορισμένα όπως αυτό που φέρει διακόσμηση με στιγμές.
Εκτός από τα αγγεία, όμως, στο χώρο βρέθηκε και ένας σημαντικός αριθμός ψηφίδων, περίπου 85, σε χρώματα, πράσινο, μπλε, γαλάζιο, μαύρο και κόκκινο. Οι περισσότερες ψηφίδες είναι αδιαφανείς, δεν λείπουν όμως και διαφανείς σε γαλάζιο και πράσινο χρώμα. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι ανάμεσά τους εντοπίστηκαν τουλάχιστον τρεις ψηφίδες με φύλλο χρυσού. Η βάση τους είναι ένα διαφανές πρασινωπό γυαλί με αρκετές φυσαλίδες, πάνω στο οποίο έχει τοποθετηθεί ένα εξαιρετικά λεπτό φύλλο χρυσού. Πάνω από τον χρυσό έχει τοποθετηθεί μια επιπλέον στρώση καθαρού, χωρίς φυσαλίδες, γυαλιού. Ο αριθμός των ψηφίδων που εντοπίστηκαν στο σύνολο, επιτρέπει να υποθέσουμε ότι πιθανόν αποτελούσαν προϊόν του εργαστηρίου και όχι υλικό προς ανακύκλωση.
Στο σύνολο των αντικειμένων έχει επίσης εντοπιστεί ένας μικρός σχετικά αριθμός από υαλοπίνακες σε γαλάζιο και πράσινο χρώμα καθώς και μια γυάλινη χάντρα περιάπτου από μπλε γυαλί και κυκλικά μοτίβα κόκκινου χρώματος. Τα θραύσματα των υαλοπινάκων είναι λίγα και έτσι δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν αποτελούσαν παραγωγή του εργαστηρίου ή αν ήταν ανακυκλώσιμο υλικό. Η δε χάντρα είναι μεμονωμένο παράδειγμα, δεν μπορεί ωστόσο να αποκλειστεί η πιθανότητα να αποτελεί και αυτή προϊόν του εργαστηρίου.
Κατά την ανασκαφή του δωματίου της τομής 7, εντοπίστηκε στο εσωτερικό του κυκλική, θολωτή κατασκευή, η οποία βρίσκεται κάτω από τη στάθμη του δαπέδου, όπως υποδεικνύει η παρακείμενη εστία. Η κατασκευή είναι διαμορφωμένη μέσα στο φυσικό βράχο και στεγάζεται με θόλο, ο οποίος φέρει τοξωτό άνοιγμα στην περιφέρειά του και κυκλική οπή στην κορυφή του. Ο θόλος ύψους: 1,10 μ. και διαμέτρου: περ. 1,20 μ. είναι κατασκευασμένος εξωτερικά με αργούς λίθους μεσαίου μεγέθους και εσωτερικά με πλίνθους. Σε τμήμα της βάσης του σχηματίζεται εσωτερικός δακτύλιος λαξευμένος στο φυσικό βράχο. Η κατασκευή είχε ενσωματωθεί στο δωμάτιο της τομής 7 όπως δείχνει ο βορειδυτικός τοίχος του, ο οποίος εμποδίζει το άνοιγμά της καθώς και το γεγονός ότι βρισκόταν κάτω από τη στάθμη του δαπέδου. Τα θραύσματα πινακίων του ύστερου 4ου – αρχών του 5ου αιώνα που βρέθηκαν στα κατώτερα στρώματα στο εσωτερικό της υποδεικνύουν τη χρονολόγησή της σε αυτή την περίοδο. Τόσο το μέγεθος όσο και τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά της παραπέμπουν σε παραδείγματα κλιβάνων υαλουργίας. Η παρουσία του στο χώρο υποδεικνύει ότι στην περιοχή υπήρχε εργαστήριο κατασκευής γυάλινων αντικειμένων ήδη από τον ύστερο 4ο-αρχές 5ου αιώνα. Ο κλίβανος ενσωματώθηκε στο μεταγενέστερο δωμάτιο, αποκτώντας ίσως μια δεύτερη χρήση, όπως στην περίπτωση υαλουργικού κλιβάνου στη Χερσόννησο Ηρακλείου που χρησιμοποιήθηκε ως αποθηκευτικός χώρος».
Τα συμπεράσματα της ανασκαφής
Κλείνοντας την εισήγηση της η κ. Φιολιτάκη ανέφερε: «Η σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε στο οικόπεδο Νουχάκη στην Αργυρούπολη έδωσε στοιχεία για την ύπαρξη εργαστηρίου υαλουργίας στη Λάππα κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Η επεξεργασία του γυαλιού συνδέεται καταρχήν να με την οικιστική φάση των δωματίων στον 6ο με 7ο αιώνα. Ένα από τα κύρια προϊόντα παραγωγής του φαίνεται ότι ήταν οι λυχνίες, αντικείμενα που γνωρίζουν μεγάλη διάδοση ήδη από την ύστερη αρχαιότητα καθώς προσφέρουν καλύτερης ποιότητας και μεγαλύτερης διάρκειας φωτισμό. Επιπλέον ο αριθμός των ψηφίδων που εντοπίστηκε κατά την ανασκαφή, δείχνει ότι πιθανόν αποτελούσαν ένα ακόμα προϊόν του εργαστηρίου. Η παραγωγή των ψηφίδων θέτει το ερώτημα της χρήσης τους. Επειδή οι γυάλινες ψηφίδες προορίζονταν για επιτοίχια ψηφιδωτά, η παραγωγή τους μπορεί να αποτελέσει μια έμμεση μαρτυρία για την ύπαρξη επιτοίχιων ψηφιδωτών σε κτήρια της Λάππας, ίσως σε κάποια από τις βασιλικές της πόλης;
Επιπλέον ο εντοπισμός της κυκλικής θολωτής κατασκευής που βάσει του μεγέθους και των κατασκευαστικών χαρακτηριστικών της μπορεί να ερμηνευθεί ως κλίβανος υαλουργίας υποδεικνύει ότι στο συγκεκριμένο χώρο υπάρχει αντίστοιχη εργαστηριακή εγκατάσταση ήδη από τα τέλη του 4ου– αρχές 5ου αιώνα. Δραστηριότητα η οποία συνεχίζεται και τους επόμενους αιώνες όταν κατασκευάζονται τα δωμάτια. Η αλλεπάλληλη εργαστηριακή δραστηριότητα στο χώρο μας οδηγεί στο ερώτημα της θέσης του εργαστηρίου στον πολεοδομικό ιστό της πόλης. Τα εργαστήρια υαλουργίας συγκαταλέγονταν στις δραστηριότητες που χωροθετούνταν στις παρυφές των πόλεων ή ακόμα και έξω από αυτές, λόγω της όχλησης που προκαλούσαν, δεν λείπουν ωστόσο τα παραδείγματα που ο κανόνας αυτός δεν τηρείται και εργαστήρια κατασκευάζονται στο κέντρο των πόλεων. Στην περίπτωση της Λάππας δεν μπορούμε να πούμε προς το παρόν με βεβαιότητα, που βρισκόταν αυτές οι εργαστηριακές εγκαταστάσεις σε σχέση με το κέντρο της πόλης, το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα το οικόπεδο στο οποίο ανασκάφηκε το εργαστήριο βρίσκεται στις παρυφές του σύγχρονού οικισμού, θα μπορούσε να αποτελέσει μια ένδειξη ότι και στην εποχή της λειτουργίας του ήταν σε απόσταση από το κέντρο της πόλης;
Όπως και να έχει, το εργαστήριο της Λάππας έρχεται να προστεθεί στον ολοένα αυξανόμενο αριθμό εργαστηρίων υαλουργίας που έχουν εντοπιστεί και δημοσιευθεί τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο. Αρκετά από τα ερωτήματα που θέτει ο εντοπισμός του και , ελπίζουμε η μελέτη των προϊόντων του εργαστηρίου, αλλά και η περαιτέρω αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της Αργυρούπολης να δώσουν κάποιες απαντήσεις».