Την περίεργη εικόνα που δείχνει τον τροπαιοφόρο Άγιο με αμφίεση Τούρκου πολεμιστή και με γιαταγάνι στο χέρι, είχα την τύχη να την εντοπίσω προ 25ετίας σε ένα σπάνιο πολωνικό βιβλίο του 1902. Για πρώτη φορά έκαμα λόγο γι’ αυτήν στο Η’ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο του 1996 (βλ. Πρακτ. Γ’, 119 κ.ε.), όπου το θέμα είχε προκαλέσει ενδιαφέρον μεταξύ των συνέδρων. Έκτοτε, δεν ήταν λίγες οι φορές που χρειάστηκε ν’ αναφερθώ στον τουρκοφορεμένο Άγιο και στον δημιουργό της εικόνας.
Το κάνω και τώρα, για τον απλό λόγο ότι τώρα έμαθα με έκπληξη πως την περίεργη εκείνη εικόνα την έχει φιλοτεχνήσει ο ίδιος που συνέθεσε και το εικαστικό θέμα που αναπαριστά την πυρπόληση, αυτό που βλέπουν καθημερινά οι επισκέπτες στην Μπαρουταποθήκη του ιστορικού Μοναστηριού.
Πράγματι, τελείως πρόσφατα, αποκτήθηκε από μεγάλη δημοπρασία μια πρωτότυπη χονδροχάρτονη φωτογραφία εποχής, που τη θεωρώ πραγματικό εύρημα. Δείχνει, ακριβώς, την παραπάνω αναπαράσταση της ιστορικής στιγμής: Ο πυρπολητής, ένας αγένειος νεαρός, είναι μπροστά σε σωρό από βαρέλια και κρατά με το δεξί χέρι πιστόλα, υψώνοντας το αριστερό σε κίνηση δέησης. Την ίδια στιγμή, στον χώρο συνωστίζονται πάνω από διακόσια πρόσωπα κάθε ηλικίας και φύλου. Μερικά (όπως ο Ιωάννης Δημακόπουλος) είναι αναγνωρίσιμα.
Ως θέμα, ήταν από παλιά γνωστό. Πρόκειται για μια από τις πολλές απόπειρες αναπαραστάσεως της μεγάλης στιγμής του Αρκαδιού. Αυτό που βλέπουν σε τεράστια μεγέθυνση οι σημερινοί επισκέπτες στην Μπαρουταποθήκη, το έβλεπαν και οι παλαιότεροι, αλλά μόνο στο Εκθετήριο.
Παρότι υπήρχαν στη μνήμη μου όλα αυτά, η έκπληξη από την εξέταση της φωτογραφίας ήταν, δικαιολογημένα, μεγάλη. Διαπίστωσα πρώτα-πρώτα ότι το πρωτότυπο δεν ήταν κάποιο «λιθογράφημα», όπως το χαρακτηρίζει στο κλασικό βιβλίο του για το Αρκάδι ο αείμνηστος Τιμόθεος Βενέρης (Αθ. 1938, σ. 272-73).
Παρότι η φωτογραφία που πρόσφατα αποκτήθηκε είναι, φυσικά, ασπρόμαυρη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το θέμα της ήταν ένας έγχρωμος πίνακας ζωγραφικής. Το συμπεραίνομε αντιπαραβάλλοντας το θέμα της φωτογραφίας με ένα πίνακα ζωγραφικής του ίδιου καλλιτέχνη που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη. Και στις δυο περιπτώσεις, εκτός από τις ομοιότητες στην τεχνοτροπία, διαπιστώνει κανείς απόλυτες αντιστοιχίες στους τίτλους, τη χρονολόγηση κλπ. Στην προκειμένη περίπτωση, υπάρχει ο τίτλος με κεφαλαία στη μέση, ο τόπος και η χρονολογία αριστερά (Εν Ερμουπόλει 1867) και η υπογραφή του ζωγράφου δεξιά (υπό Α. Ζ. Βλαχάκη Κρητός).
Όμως οι ευχάριστες εκπλήξεις από την εξέταση του αποκτήματος δε σταματούν εδώ. Όπως προκύπτει από ιδιόχειρη ένδειξη που υπάρχει στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, ο ίδιος ο Βλαχάκης -που ήταν και σπουδαίος φωτογράφος- φρόντισε να απαθανατίσει το έργο του, μόλις αυτό ολοκληρώθηκε.
Σε προγενέστερα δημοσιεύματά μου για τον Ανδρέα Ζ. Βλαχάκη (π.χ. Χαν. Νέα, 3-7-3010, ένθετο «Διαδρομές», σ. 11) είχα χαρακτηρίσει τον άνδρα προικισμένο, τολμηρό και αδικημένο από την Ιστορία. Και δεν εννοούσα, βεβαίως, την Ιστορία της Τέχνης, αλλά την τοπική Ιστορία. Αφήνω άλλους -ειδικότερους- να τον κρίνουν ως αγιογράφο και ως ζωγράφο, όμως μπορώ -και οφείλω- να επαναλάβω τούτο: Ο Ανδρέας Ζ. Βλαχάκης αξίζει να μείνει στην Κρητική Ιστορία ως φωτογράφος-πορτρετίστας. Είναι θαυμάσια τα φωτογραφικά πορτρέτα των μεγάλων αγωνιστών της Κρήτης που μας κληροδότησε. Χάρη σ’ αυτά γνωρίζομε σήμερα τη φυσιογνωμία του Μιχαήλ Κόρακα σε ηλικία ακμής, του Ηγουμένου Γαβριήλ, του Ηρακλή Κοκκινίδη, του Κωσταρού και άλλων.
Οφείλω, επίσης, να επαναλάβω κι εδώ τούτο: Παρότι γνώριζα τον αγιογράφο-ζωγράφο Βλαχάκη από το 1996, έμαθα για τις επιδόσεις του στην τέχνη της φωτογραφίας τα τελευταία, μόλις, χρόνια. Και τις έμαθα μέσα από τις εκπληκτικές ιστοσελίδες του παλιού φίλου και γνωστού συλλέκτη-ερευνητή Ανδρέα Π. Χατζηπολάκη. Από τον ίδιο περιμένομε κάποτε ένα ειδικό αφιέρωμα για τον προικισμένο, τολμηρό και πολυπράγμονα Ηρακλειώτη καλλιτέχνη.
Από πλευράς μου, να συνοψίσω αυτά που τυχαίνει να μου είναι γνωστά για τον αδικημένο εικαστικό καλλιτέχνη. Πριν απ’ αυτό, ίσως είναι σκόπιμο να επισημάνω την ύπαρξη ενός άλλου Ανδρέα Βλαχάκη, δικολάβου, γεννημένου περί το 1850, ο οποίος διετέλεσε πληρεξούσιος Ηρακλείου στη Γενική των Κρητών Συνέλευση του 1889. Ίσως η επιμονή του ζωγράφου μας να χρησιμοποιεί αρχικό πατρωνύμου δικαιολογείται απ’ αυτό το γεγονός. Ο Ανδρέας Ζ. Βλαχάκης πήρε κάποια μαθήματα αγιογραφίας στο Ηράκλειο από τον Μιχαήλ Π. Πολυχρόνη, όπως μας πληροφορεί η Ντενίζ-Χλόη Αλεβίζου, (βλ. Η Κρήτη των Καλλιτεχνών, Ηρ. 2010, σ. 45) Εκτός από τον «τούρκικο» Αϊ-Γιώργη, έχουν εντοπιστεί δύο τουλάχιστον εκκλησιαστικές εικόνες του στην πόλη του Ηρακλείου. Η μία (Μυρτιδιώτισσα) είναι χρονολογημένη το 1857. Από τα «κοσμικά» έργα του, μας ήταν μέχρι τώρα γνωστό μόνο αυτό με τον τίτλο «Σκηνή εν Κρήτη κατά το 1866», το οποίο φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη (βλ. εικόνα). Είναι άγνωστη η τύχη του έργου που μας απασχόλησε.
Να σημειωθεί ότι στο ψηφιακό αρχείο μου υπάρχει ειδικός φάκελος όπου συγκεντρώνονται οι διάφορες περιγραφές για την Πυρπόληση που εντοπίζονται κατά καιρούς. Ανάλογος φάκελος υπάρχει και για τις διάφορες σχετικές απεικονίσεις, παλαιές και μεταγενέστερες. Σύμφωνα με τα στοιχεία του δεύτερου αυτού φακέλου, η παλαιότερη απόπειρα εικαστικής αναπαράστασης του γεγονότος είναι ένα πρόχειρο σκίτσο του Ιταλού εθελοντή Giovanni Paskulli. Το σχεδίασε βιαστικά και με πρόχειρα μέσα περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 1866, με βάση τη μαρτυρία ενός αυτόπτη (βλ. σχετ. ανακοίνωσή μου εις Θ’ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, πρακτ. Γ1, σ. 223).
Με την ευκαιρία, να σημειωθεί εδώ και μια εμπεριστατωμένη έρευνα της Κατερίνας Σπετσιέρη-Beschi για τις διάφορες παραλλαγές της απεικόνισης που δείχνουν τον Ηγούμενο να κατευθύνεται στην μπαρουταποθήκη, κρατώντας δαυλό αναμμένο (βλ. Αρχαιολογικό Δελτίο, τόμ. 30/1975, σ. 294 κ.ε.).
Ολοκληρώνοντας, αισθάνομαι την ανάγκη να επαναλάβω τούτο: Τα διάφορα μικροαντικείμενα που σχετίζονται με την ιστορική και πολιτιστική μας κληρονομιά, όπως βιβλία, έγγραφα, φωτογραφίες κλπ., θα πρέπει να απασχολήσουν τους τοπικούς μας άρχοντες. Κάποτε θα πρέπει να υπάρξει και φορέας (πέραν των ιδιωτικών) που θα μεριμνά για τη διαφύλαξη και την αξιοποίησή κειμηλίων και ντοκουμέντων που σχετίζονται με το παρελθόν του δικού μας τόπου.