Με αφορμή το πρόσφατο κυβερνητικό φιάσκο με την επιβολή του ΕΝΦΙΑ, φάνηκε με τον πιο έντονο τρόπο για ακόμη μια φορά το κενό στον αντιπολιτευτικό λόγο και η αδυναμία παρουσίασης τεκμηριωμένων και, ακόμα πιο σημαντικά, κοστολογημένων εναλλακτικών προτάσεων για την δημοσιονομική εξυγίανση από την αντιπολίτευση. Ο καθαρά αντιμνημονιακός προσανατολισμός της ηγεσίας της αντιπολίτευσης έχει οδηγήσει αρκετές φορές στο μηδενισμό και στην μόνιμη επικριτική στάση απέναντι στην όποια κυβερνητική προσπάθεια. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται και το τρανταχτό κενό αντιπολιτευτικού λόγου με δομημένες εναλλακτικές προτάσεις, εκεί ακριβώς εντοπίζεται η απουσία μιας δυνατής κεντροαριστεράς μιας ισχυρής εναλλακτικής πολιτικής που θα αντιμετωπίσει με ρεαλισμό τις κυβερνητικές αποφάσεις. Το αποτέλεσμα ενός τέτοιου κενού είναι αρνητικό για τον Έλληνα πολίτη, καθώς έχει να επιλέξει μεταξύ μιας αμιγώς νεοφιλελεύθερης πολίτικης από την μια και σε μια έμμεση καθολική απόρριψη από την άλλη, δεν υπάρχει η εναλλακτική ενδιάμεση επιλογή που με ρεαλισμό θα αντιμετωπίσει τα μνημόνια και θα ασκήσει ουσιαστική κοινωνική πολιτική χωρίς πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού.
Η πάλε ποτέ πανίσχυρη κεντροαριστερά στην Ελλάδα περνά πλέον μια από τις πιο βαθιές κρίσεις της μετά την μεταπολίτευση. Οι λόγοι βέβαια είναι πολλοί, αρχικά η σταθερή παρουσία στην εξουσία για αρκετά χρόνια που εκ των πραγμάτων διάβρωσε την άσκηση πολιτικής, ενώ σημαντικό βαθμό στην εξάχνωση μιας ουσιαστικής κεντροαριστερής παράταξης στο πολιτικό σκηνικό έπαιξε και η πρόσφατη ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού με αφορμή την οικονομική κρίση.
Σαν αποτέλεσμα ο γίγαντας κεντροαριστερά με το ξέσπασμα της κρίσης αποδείχτηκε ότι είχε χάρτινα πόδια και στις πιο κρίσιμες στιγμές μετά την ένταξη της χώρας στο μνημόνιο, δεν μπόρεσε να δώσει λύσεις και ουσιαστικές απαντήσεις στους πολίτες σε κομβικά θέματα όπως το μεταναστευτικό, η οικονομική ανάκαμψη, η δημοσιονομική εξυγίανση.
Αν και στο πρόσφατο παρελθόν έγιναν αρκετές προσπάθειες για την ανασύσταση της κεντροαριστεράς και σε αρκετές από αυτές υπήρχαν οραματιστές και άνθρωποι με ουσιαστική διάθεση να προσφέρουν, παρόλα αυτά όλες έπεσαν στο κενό. Οι λόγοι είναι αρκετοί για την έκβαση αυτή με βασικό γνώμονα την οξύτατη σύγκρουση ιδεών/πολιτικών προσεγγίσεων αλλά και προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες του παρελθόντος. Η κεντροαριστερά βγήκε από όλες αυτές τις ενέργειες ακόμα πιο λαβωμένη και αποπροσανατολισμένη με αποτέλεσμα, κάποια think tank συγκεκριμένων παρατάξεων που άσκησαν πιέσεις για σύγκλιση, να διαψευστούν. Άλλο ένα αρνητικό συμπέρασμα του αδιέξοδου αυτού ήταν η ζαλισμένη και ημικατεστραμμένη πλέον μικρομεσαία θάλασσα που ουσιαστικά ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις, να χάσει ακόμα πιο πολύ την εμπιστοσύνη της στην κεντροαριστερά.
Ως εκ τούτου η απουσία μια στιβαρής κεντροαριστεράς στα πέτρινα μνημονικά χρόνια ωθεί την πολιτική αντιπαράθεση στα άκρα. Η κονιορτοποίηση των πολιτικών ιδεολογιών κάτω από το μνημονικό αλέτρι είναι ακόμα πιο εμφανής στους προεκλογικούς αγώνες, όπου ο πολιτικός λόγος των κομματικών στελεχών παθιάζεται με στόχο την συσπείρωση και την προσέλκυση ψηφοφόρων, η ιδεολογική ψαλίδα ανοίγει και ο προγραμματικός λόγος των κόμματων δίνει την θέση του, συνήθως, σε ακραία επιχειρήματα και στον λαϊκισμό. Βλέπουμε σε κάθε εκλογική αναμέτρηση από το 2010 και μετά μια μικρή Δημοκρατία της Βαϊμάρης με όξυνση του πολιτικού λόγου και υιοθέτηση της διαβόητη πλέον γραμμής του σκληρού ροκ και σαν αποτέλεσμα, ένα άνοιγμα προς τα άκρα από τους δυο βασικούς διεκδικητές της εξουσίας. Ξεχάσαμε ότι υπάρχει και το γκρι και βλέπουμε μόνο το μαύρο και το άσπρο. Βέβαια αυτή η προσέγγιση ερμηνεύεται εν μέρη από την αντικατάσταση της πολιτικής ιδεολογίας από το δίπολο μνημόνιο/αντιμνημόνιο και το διαχωρισμό.
Αν μη τι άλλο η χώρα αυτή έχει ματώσει από διαχωρισμούς και διχασμούς, το τελευταίο που χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι μια τέτοια προσέγγιση.
Εδώ λοιπόν εύλογα μπαίνει το ερώτημα του τι είναι κεντροαριστερά, καθώς για να υπάρξει απόδειξη πρέπει να υπάρχει και το αντίστοιχο θεώρημα. Είναι κεντροαριστερά το σακίδιο στην πλάτη; Είναι κεντροαριστερά ο ρευστός πολιτικός λόγος και η ασυμφωνία των συνιστωσών; Ή μήπως είναι κεντροαριστερά οι νεογέννητοι πολιτικοί σχηματισμοί για προεκλογικούς σκοπούς; Κεντροαριστερά πάντως σίγουρα δεν είναι το κέντρο συν την αριστερά. Η διαχρονική τάση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα μπορεί να περιγραφεί στο τρίπτυχο προοδευτικός λόγος, ουσιαστικές κρατικές μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμός των κοινωνικών λειτουργιών/υπηρεσιών, στο σύνολο τους πάντα με μια ευρωσοσιαλιστική προσέγγιση.
Το στοιχείο που έκανε την υγιή ιδεολογία των αρχών της δεκαετίας του 80′ να χάσει την ουσία της ήταν η αδυναμία εξέλιξης και αφομοίωσης στην Ελληνική πραγματικότητα. Το τεράστιο αυτό ιδεολογικό κεντροαριστερό καζάνι της μεταπολίτευσης δεν αναπτύχτηκε, δεν εξελίχθηκε, έμεινε εκεί, στις διδαχές των Ευρωπαίων θεωρητικών του μεσοπόλεμου με τα παχιά μουστάκια. Όταν πλέον προσπάθησε να κάνει βήματα μπροστά, αρκετά πρόσφατα, και να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα ήταν πλέον αργά, καθώς είχε ξεπεραστεί από την εποχή της. Τα αποτελέσματα της ιδεολογικής αυτής ύπνωσης είναι γνωστά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 με τις αλχημείες των εκσυγχρονιστών μέχρι και σήμερα και την καθίζηση του ιδεολογικού αυτού χώρου.
Καταλήγοντας, ένα είναι πλέον το δεδομένο για την κεντροαριστερά. Για να δημιουργηθεί ένας φορέας με αξιώσεις πρέπει να υπάρξει μια ριζοσπαστική συζήτηση η οποία θα καταλήξει στην ανάγκες του σήμερα. Χρειάζεται να υπάρξει μια tabula rasa προσέγγιση στο θέμα της σύνδεσης της πολιτικής ιδεολογίας και του προγραμματικού λόγου στην Ελλάδα του σήμερα μέσα ένα μετριοπαθές και ρεαλιστικό πλαίσιο. Σίγουρα χρειάζεται ένα κράμα νέων ανθρώπων με όρεξη και όραμα αλλά και παλιών με εμπειρία και γνώσεις υπό την καθοδήγηση μιας στιβαρής ηγεσίας. Ενώ τέλος, χρειάζεται χρόνο και σταθερές θέσεις με βασικό άξονα τον απεγκλωβισμό της χώρας από το αδιέξοδο και την ελάφρυνση της πολύπαθης μικρομεσαίας τάξης, η οποία είναι εν μέρη δημιούργημα κεντροαριστερών ηγετών της μεταπολίτευσης με την έμμεση αναδιανομή των κερδών του κεφαλαίου και την υιοθέτηση και άλλων κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών.
* Ο Θανάσης Πετράς είναι δημοσιογράφος – οικονομολόγος