Μισθοί κάτω των 800 ευρώ για το 51,6% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, συρρίκνωση των συλλογικών και κλαδικών συμβάσεων έναντι των επιχειρησιακών, απόλυτη κυριαρχία των ευέλικτων μορφών εργασίας, έναντι της πλήρους απασχόλησης είναι η απογοητευτική και άκρως ανησυχητική εικόνα της αγοράς εργασίας το 2016, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση.
Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν τα καταθλιπτικά στοιχεία για το πραγματικό ποσοστό ανεργίας που αγγίζει το 30%, την εκτόξευση του ποσοστού φτώχειας από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015, η αύξηση του ποσοστού των εργαζομένων που βρίσκονται στα όρια της φτώχειας.
Χαρακτηριστικό της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η πολύ μεγάλη αύξηση εκείνων που αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες δαπάνες, το ποσοστό των οποίων αυξάνεται από 28,2% το 2010 σε 53,4% το 2015. Η μεγάλη αυτή αύξηση απορρέει αφενός από τη σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και αφετέρου από την κατάρρευση των αποταμιεύσεών τους.
Αυξανόμενο είναι επίσης και το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που εμφανίζει καθυστερήσεις στην πληρωμή τόκων και ενοικίων (από 10,2% το 2010 σε 14,3% το 2015). Τέλος, γενικευμένα χαρακτηριστικά φαίνεται να αποκτά η αδυναμία πληρωμής λογαριασμών ΔΕΚΟ στην ώρα τους, καθώς το ποσοστό αυξάνεται από 18,8% το 2010 σε 42% το 2015.
Η ασκούμενη πολιτική λιτότητας έχει φτάσει σε ακραία όρια τόσο ως προς τη μείωση των κοινωνικών δαπανών όσο και ως προς την υπερφορολόγηση, τονίζει το Ινστιτούτο και προειδοποιεί ότι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής υπονομεύει την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα του χρέους.
«Η υπερφορολόγηση δεν δημιουργεί βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ η εύθραυστη και αβέβαιη τάση μεγέθυνσης της οικονομίας δεν δημιουργεί διατηρήσιμες προσδοκίες δημοσιονομικής φερεγγυότητας» επισημαίνουν οι αναλυτές.
Με δεδομένη την τρέχουσα δημοσιονομική κατάσταση αξιολογούν ως μικρή την πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές, και προειδοποιούν ότι η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα διευκόλυνε την έξοδο στις αγορές, δεν θα είχε, όμως, προσδιοριστικό ρόλο στην ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας.
Εν τω μεταξύ με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), το επίσημο μη εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας το γ’ τρίμηνο του 2016 ανήλθε σε 22,6%. Το σύνολο των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.736,7 χιλιάδες άτομα (εκ των οποίων οι 2.473,7 χιλιάδες είναι μισθωτοί), ενώ οι άνεργοι ανήλθαν σε 1.092,6 χιλιάδες άτομα.
Από τα στοιχεία αυτά, επισημαίνεται στην έκθεση, ότι τα μεγέθη της απασχόλησης και της ανεργίας κατά το 2016 συνεχίζουν με τον ίδιο ρυθμό την τάση οριακής βελτίωσης που ξεκίνησε το 2014 και συνεχίστηκε και το 2015. Σημειώνεται πάντως ότι η βελτίωση της απασχόλησης στο σύνολο της οικονομίας αφορά κυρίως επισφαλείς θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, επισημαίνουν οι αναλυτές, αυτό το οποίο χαρακτηρίζεται ως «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%. Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση, προστίθεται στην έρευνα.
Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%.