Ο λοχαγός Αλφρέδος Ντρέιφους ήταν Εβραίος με γαλλική υπηκοότητα και ακραιφνή πατριωτικά αισθήματα.
Ταπεινά συμφέροντα, πολιτικά μίση και πάθη, διαβολές, πανουργίες, μηχανορραφίες, ολόκληρη εκστρατεία που οργανώθηκε εναντίον του, και πλεκτάνες που εξυφάνθηκαν με σατανικό υπολογισμό και εγκληματικές μεθόδους, τον περιέπλεξαν κάποια αποφράδα ημέρα σε μιαν οδυνηρή περιπέτεια, που συντάραξε την κοινή γνώμη σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το 1889 σε ηλικία μόλις 30 ετών, και μετά από στρατιωτικές σπουδές, θα φτάσει στο βαθμό του λοχαγού και θα κριθεί άξιος να τοποθετηθεί στο γαλλικό γενικό επιτελείο στρατού, παρά την αντίδραση ορισμένων αντιεβραϊκών κύκλων.
Το 1890 κύκλοι του Γαλλικού υπουργείου Στρατιωτικών, ανησυχούν σοβαρά γιατί διαπιστώνουν ότι εξαφανίζονται μυστηριωδώς έγγραφα σχετικά με την εθνική άμυνα.
Στο Δεύτερο Επιτελικό γραφείο Πληροφοριών υπηρετεί επικεφαλής ο συνταγματάρχης Σάντερ, με κυριότερο συνεργάτη του τον ταγματάρχη Ανρύ και ακόμα με τέσσερις λοχαγούς και μεταξύ αυτών το λοχαγό Αλφρέδο Ντρέιφους.
Ο Ανρύ ήταν ο τύπος του καραβανά με μέτρια μόρφωση, περιορισμένη αντίληψη και ικανότητες. Ήταν κόλακας και δουλοπρεπής με συμπεριφορά ειδεχθή, κυνική και κτηνώδη.
Η γαλλική αντικατασκοπία προσέλαβε μια μεσόκοπη γυναίκα την κ. Μπασκάν. Η τετραπέρατη αυτή γυναίκα με τους τρόπους της και την προσποιητή αφέλεια κατορθώνει να κατακτήσει την εμπιστοσύνη του γερμανού πρεσβευτή στο Παρίσι, κόμητα Μπρούνστερ, ο οποίος την προσέλαβε στην πρεσβεία σαν καθαρίστρια. Περιφέρεται ελεύθερη σε όλα τα διαμερίσματα. Ψαχουλεύει στα συρτάρια, ενώ ξεσκονίζει τα γραφεία, μαζεύει από τα καλάθια αχρήστων έγγραφα, επιστολές, σημειώσεις και ό,τι άλλο βρίσκεται στις τσέπες του Στρατιωτικού Ακολούθου της πρεσβείας και εν συνεχεία πασίχαρη παραδίδει αυτή τη «συγκομιδή» στον ταγματάρχη Ανρύ για να πάρει το ανταποδοτικό ρεγάλο.
Έτσι, η γαλλική αντικατασκοπία μαθαίνει τι είδους πληροφορίες παίρνει ο Γερμανός Στρατιωτικός Ακόλουθος, όπως έγγραφα σχέδια, επιτελικούς χάρτες οχυρωματικών έργων, τα οποία εξαφανίζονται από το Γαλλικό Επιτελείο το ένα ύστερα από το άλλο.
Διατάσσονται ανακρίσεις, αλλά δεν αποδίδουν τίποτα. Ποιος, ποιοι ήταν επιτέλους οι προδότες; Το γαλλικό Γενικό Επιτελείο Στρατού αναστατώνεται. Επικρατεί σύγχυση και εκνευρισμός. Είναι επιτακτικό, ιερό καθήκον να ανακαλυφθεί ο προδότης πάση θυσία. Παρόλα αυτά θα περάσουν τέσσερα χρόνια, και θα φτάσει το φθινόπωρο του 1894 χωρίς οι στρατιωτικές αρχές να κατορθώσουν να τον ανακαλύψουν και να τον συλλάβουν.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 1894 ένα συνταρακτικό γεγονός έρχεται να αναστατώσει ολόκληρη τη Γαλλία. Στα χέρια του ταγματάρχη Ανρύ πέφτει ένα έγγραφο προερχόμενο από τη Γερμανική Πρεσβεία. Η προδοτική αυτή επιστολή θα μείνει στην ιστορία με το κωδικό όνομα «Μπορντερών» και περιλαμβάνει σχέδια και μελέτες στρατιωτικών μυστικών όπως τρόπο λειτουργίας μηχανών πυροβολικού κ.λπ. με προέλευσή της το γαλλικό Γενικό Επιτελείο.
Ο ταγματάρχης Ανρύ αναγνωρίζει στην επιστολή το χαρακτήρα του φίλου του ταγματάρχη Εστερχάζυ και μένει άναυδος.
Ο Ταγματάρχης Εστερχάζυ άνθρωπος με ανέντιμο ποιόν, με εντάλματα, συλλήψεις για χρέη, με απάτες στις προμήθειες της μονάδας του και με πλαστές αποδείξεις και ιδιοκτήτης οίκων ανοχής είναι ο ένοχος.
Ο φίλος του Εστερχάζυ ο ταγματάρχης Ανρύ είναι παραπλήσιος χαρακτήρας. Με πωρωμένη συνείδηση κάνει την ατιμία, να καλύψει παρά να καταγγείλει τον προδότη. Παίρνει τον κατάλογο των αξιωματικών του Επιτελείου και προσέχει ένα όνομα ενός Εβραίου του Αλφρέδου Ντρέιφους και αυτός είναι ο κατάλληλος που θα τον καταγγείλει χωρίς ίχνος συνείδησης στον αρχηγό του συνταγματάρχη Φαμπρ.
Ο Φαμπρ μεταβιβάζει την πληροφορία αμέσως στον Αρχηγό του Επιτελείου στρατηγό Μπουαντεφέρ, ο οποίος ενημερώνει τον υπουργό Στρατιωτικών στρατηγό Μερσιέ και ο οποίος την 13 Οκτωβρίου 1894 διατάσσει τη σύλληψη του λοχαγού Ντρέιφους.
Την ενοχή συλλήψεως παίρνει ο ταγματάρχης Πατί ντε Κλαμ άνθρωπος με εμπάθεια και πώρωση, ο οποίος με αδίστακτο βλέμμα και βλοσυρό ύφος επιτάσσει στον Ντρέιφους να γράψει ένα κείμενο που δεν είναι άλλο από το «Μπορντερώ». Ο Ντρέιφους έγραφε, χωρίς να είναι ανήσυχος για το τι τον περιμένει και κάποια στιγμή ο Πατί ντε Κλαμ ακουμπά το χέρι του στον ώμο του Ντρέιφους και του φωνάζει επιτακτικά:
«Λοχαγέ Ντρέιφους είσθε ένοχος εσχάτης προδοσίας. Εν ονόματι του νόμου σας συλλαμβάνω!».
Ο Ντρέιφους έμεινε άναυδος από την αναπάντεχη αυτή αναφώνηση. Τινάχθηκε όρθιος και αγανακτισμένος άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα εναντίον της αισχρής κατηγορίας. Αγωνίζεται να πείσει για την αθωότητά του, αλλά μάταια. Η μοίρα του είναι αναπότρεπτη και προγεγραμμένη. «Όχι, όχι» φωνάζει «είμαι αθώος! Σκοτώστε με αν θέλετε αλλά είμαι αθώος. Γιατί δε μου παρουσιάζετε αποδείξεις της ενοχής μου;»
O Ντρέιφους αμέσως μετά θα τεθεί σε αυστηρότατη απομόνωση. Σ’ ένα κελί μικροσκοπικό, υγρό, και σκοτεινό θα μείνει για τρεις μήνες. Οι ανακρίσεις συνεχίζονται ακατάπαυστα από τις 20 Οκτωβρίου ως τις 29 Νοεμβρίου, ενώ ο τύπος αναζωπυρώνει τα πάθη και τα μίση με τη βίαιη, μισαλλόδοξη αρθρογραφία του και με το «πειστικό» επιχείρημα ότι το θύμα είναι αλλόφυλος και μάλιστα «αναθεματισμένος» Εβραίος.
Η δίκη διεξάγεται από το στρατοδικείο κεκλεισμένων των θυρών μέσα σε συρροή ασύστολων ψευδολογημάτων και συκοφαντιών.
Στις 22 Δεκεμβρίου ο κατηγορούμενος καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη, στρατιωτική καθαίρεση και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
Στις 5 Ιανουαρίου στην αυλή των φυλακών ένας δεκανέας διαβάζει την καταδικαστική απόφαση κι ένας στρατηγός βροντοφωνάζει: «Ντρέιφους είσαι ανάξιος της πατρίδας. Είσαι προδότης. Εν ονόματι της Γαλλίας και του νόμου σε καθαιρώ».
Ο Ντρέιφους σηκώνει τα χέρια ψηλά και φωνάζει: «Είμαι αθώος! Ορκίζομαι ότι είμαι αθώος! Ζήτω η Γαλλία». Η φωνή του δε βρήκε καμία θετική απήχηση. Αντ’ αυτής με μία άλλη ανελέητη φωνή ούρλιαξε το πλήθος: «Θάνατος στον προδότη. Σκοτώστε τον ελεεινό παλιοεβραίο». Στις 22 Φεβρουαρίου ξεκινά το ατμόπλοιο «Σεν Ναζέρ» με τον κατάδικό και φτάνει στις 12 Μαρτίου στο νησί του Διαβόλου μια βραχονησίδα στην τροπική κόλαση ενός θανάσιμου καύσωνα.
Κλείνουν τον Ντρέιφους σ’ ένα σκοτεινό κελί και του δένουν τα πόδια σε χαλκάδες και βαριές αλυσίδες. Τον ξυπνούν κάθε δύο ώρες ημέρα και νύχτα. Γράφει τότε στο ημερολόγιό του το μόνο που του επέτρεψαν. «Το μαρτύριό μου είναι χειρότερο από ό,τι περίμενα. Πώς αντέχω όλες αυτές τις ώρες χωρίς να τρελαθώ;».
Στη Γαλλία ωστόσο ξεκινά από την οικογένεια του και από τους φίλους του μια διαφωτιστική εκστρατεία για να αποδειχθεί η αθωότητά του.
Την 1η Ιουλίου 1895 αναλαμβάνει διευθυντής του 2ου γραφείου πληροφοριών ένα πανέξυπνος αξιωματικός. Ο συνταγματάρχης Πικάρ γεννημένος αμφισβητίας αρχίζει να παρακολουθεί ασφυκτικά τη Γερμανική Πρεσβεία, ώσπου ένα πρωί πέφτει στα χέρια του επιστολή, που είχε περιμαζέψει από το καλάθι των αχρήστων η κυρία Μπασκάν.
Ο Πικάρ αναστατώθηκε, εξοργίστηκε και εξαγριώθηκε. Την υποψία του ότι πρόκειται για το γραφικό χαρακτήρα του Εστερχάζυ την επιβεβαιώνει ο γραφολόγος Μπερτιγιόν. Πηγαίνει και βρίσκει τον φίλο του, επιφανή νομικό στο Παρίσι, Λεμπλουά ο οποίος αναλαμβάνει την υπόθεση παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες.
Ο Λεμπλουά απευθύνεται και σε πολλούς άλλους για να στηρίξουν και να συμπαρασταθούν όσο μπορούν στον φτωχό κατάδικο, και μεταξύ αυτών στο διάσημο συγγραφέα Εμίλ Ζολά.
Ο Ζολά πείθεται και αποφασίζει να διακινδυνεύσει τη συγγραφική του δόξα, τα πάντα για να υπερασπιστεί μια υπόθεση που τη θεωρεί ιερή.
Αρχίζει να αρθρογραφεί στις εφημερίδες και να εκφράζει με παράτολμο πάθος την αγανάκτησή του. Με ειλικρίνεια καυτηριάζει αλύπητα όλους εκείνους τους ραδιούργους που κρύβουν την αλήθεια. Δε θέλει να γίνει συνένοχος μιας ατιμίας.
Τη νύχτα ξαγρυπνά δε βρίσκει ησυχία βλέποντας το φάσμα ενός ανθρώπου να σαπίζει εκεί κάτω με τα σκληρότερα μαρτύρια για το έγκλημα ενός άλλου. Κατηγορεί στρατηγούς γραφολόγους ακόμα και το Υπουργείο Στρατιωτικών και το Α’ Στρατοδικείο σαν συνένοχους ενός των μεγαλυτέρων εγκλημάτων της ιστορίας.
«Μίαν μόνον επιθυμίαν έχω» αναφέρει «να χυθεί άπλετο φως εις την υπόθεση αυτήν, εν ονόματι της δικαιοσύνης. Η φλογερή διαμαρτυρία μου είναι φωνή της καρδιάς μου. Ας τολμήσουν να με παραπέμψουν εις το κακουργοδικείον και η δίκη ας γίνει δημόσια, για να αποκαλυφθεί η σκευωρία και η κάθε μηχανορραφία. Αναμένω».
Η δημοσίευση της επιστολής συγκλονίζει τη Γαλλία. Η έξαψη των παθών φτάνει στο κατακόρυφο. Ακολουθούν βίαιες εκδηλώσεις κατά των Εβραίων από τους «Γάλλους υπερπατριώτες». Συγκεντρώσεις με επιθετικούς λόγους ομιλητών, κατά του Ζολά.
Μερίδα του τύπου χλευάζει και τον εξυβρίζει. Τέλος ο συνταγματάρχης Πικάρ ο θαρραλέος υπερασπιστής του Ντρέιφους καταδικάζεται και φυλακίζεται με το δικαιολογητικό ότι παρέδωσε τη μυστική δικογραφία της υπόθεσης στο δικηγόρο Λεμπλουά, ενώ ο τελευταίος απολύεται από τη θέση του ως νομικός σύμβουλος του Δήμου των Παρισίων.
Καταρτίζεται πολυμελής επιτροπή από προσωπικότητες της Γαλλίας για την αναθεώρηση της δίκης και ανάμεσα τους βρίσκεται και ο γνωστός μεγάλος Έλληνας δημοτικιστής ο Σταύρος Ψυχάρης.
Τέλος μετά από εξονυχιστική πολυήμερη ανάκριση από τον Υπουργό Στρατιωτικών Καβαινιάκ αποκαλύπτεται η ενοχή του Ανρύ ως κοινού πλαστογράφου. Ομολογεί ότι αυτός είναι ο συντάκτης της επιστολής του 1894.
Η είδηση της σύλληψης του Ανρύ θα σκάσει σαν βόμβα στο Παρίσι. Ο Εστερχάζυ δραπετεύει στο Λονδίνο, ενώ ανοίγει ο δρόμος για την αναθεώρηση της δίκης. Ο Ανρύ την επομένη της φυλάκισης του αυτοκτονεί. Το εφετείο απαλλάσσει από κάθε κατηγορία τον Πικάρ ο οποίος αποφυλακίζεται. Ο Ζολά επιστρέφει μετά την αυτοεξορία του στο εξωτερικό.
Το Ανώτατο δικαστήριο της χώρας εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με την οποία οι αντιφάσεις στις καταθέσεις των γραφολόγων γίνονται ολοφάνερες και δε μένει καμία αμφιβολία για τις πλαστογραφίες του Ανρύ.
Μετά από αυτή την απόφαση επαναφέρεται ο Ντρέϋφους στη Γαλλία ενώ αρχίζει η αναθεώρηση της δίκης στο Στρατοδικείο σε ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη και με απόφαση εντελώς απροσδόκητη. Ο Ντρέιφους με 5 ψήφους κατά και 2 υπέρ καταδικάζεται πάλι αλλά με μετατροπή της ποινής από ισόβια σε δέκα χρόνια.
Η απόφαση αυτή θα ξεσηκώσει παγκόσμια αγανάκτηση και θύελλα διαμαρτυριών. Όλος ο κόσμος εξεγείρεται σαν ένας άνθρωπος.
Στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες, στο Μιλάνο, στη Νέα Υόρκη γίνονται διαδηλώσεις και συλλαλητήρια διαμαρτυρίας υπέρ του Ντρέιφους. Η βασίλισσα της Αγγλίας τηλεγραφεί και εύχεται επανεξέταση της υπόθεσης.
Στις 5 Μαρτίου του 1904 αποφασίζεται οριστικά να γίνει νέα αναθεώρηση της δίκης. Ο εισαγγελέας κρίνει τα περασμένα που συνέβησαν με μοναδική ειλικρίνεια.
«Η αθωότης του Ντρέιφους πιθανή το 1898 σήμερα είναι βέβαιη μη επιδεχόμενη την ελάχιστη αμφισβήτηση. Μια δικαστική πλάνη, θλίψη μόνο μπορεί να προκαλέσει. Η αλήθεια τώρα είναι οφθαλμοφανής και επομένως δεδομένη και βασιζόμενη σε αδιάψευστα τεκμήρια. Η δικαιοσύνη ορθώνεται κατά της αδικίας!» Το δικαστήριο αποσύρεται σε σύσκεψη για να εκδώσει και απόφαση.
12 Ιουλίου 1906. Μεσημέρι σαράντα οχτώ δικαστές ντυμένοι στις ερυθρές τηβέννους βρίσκονται στην έδρα ενώ ο πρόεδρος διαβάζει την αθωωτική απόφαση που διήρκεσε μίαν ώρα. Ο Ντρέιφους απαλλάσσεται πλήρως από κάθε κατηγορία και άσπιλος όχι μόνο αθωώνεται, αλλά και προάγεται σε ταγματάρχη.
Ο Πικάρ προβιβάζεται σε στρατηγό και επανέρχεται στο στρατό. Τέλος η Γερουσία αποφασίζει να απονεμηθεί στον Ντρέιφους το ανώτατο παράσημο του Ιππότου της Λεγεώνος της Τιμής σε επίσημη τελετή.
Στις 22 Ιουλίου 1906 στην ίδια ακριβώς θέση που έγινε η καθαίρεση, η μουσική παιανίζει εμβατήρια και σε κάποια στιγμή σταματά και δεκάδες σάλπιγγες ηχούν χαρμόσυνα. Η σύζυγος κυρία Λουκία Ντρέιφους δεν μπορεί να κρατήσει τα δάκρυά της.
Ο στρατηγός Ζιλλαίν φωνάζει στεντόρεια μέσα σε απόλυτη σιωπή «Ταγματάρχα Ντρέιφους εν ονόματι του Προέδρου της Δημοκρατίας σας ονομάζω Ιππότη της Λεγεώνας της τιμής». Τα μάτια βουρκώνουν, οι σάλπιγγες σαλπίζουν και η μπάντα παίζει τον υπέροχο, δοξαστικό γαλλικό ύμνο «Alors enfants de la patrie». Τα πλήθη ζητωκραυγάζουν «ζήτω ο Ντρέιφους, ζήτω η δημοκρατία»!….
Ο Ντρέιφους έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, έλαβε πολλές τιμητικές διακρίσεις και αποστρατεύθηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη το 1918. Το 1919 έγινε διοικητής της Λεγεώνας της τιμής.
Πέθανε το 1935 σε ηλικία 76 χρονών.
Αγαπητέ αναγνώστη, συμπολίτη, συμπολίτισσα δε νομίζεις ότι τα στοιχεία της «υπόθεσης Ντρέιφους» έχουν πολλές παρεμφερείς ομοιότητες, εντυπωσιακές αναλογίες, και αντιστοιχίες, και ότι είναι παραπλήσια με μίαν άλλη υπόθεση ενός πρώην δημάρχου της πόλης μας, ο οποίος υφίσταται τώρα και χρόνια ένα απάνθρωπο μαρτύριο, ενώ δούλεψε για δεκαετίες για να γίνει το άλλοτε εγκαταλελειμμένο ερημωμένο, παντέρμο Ρέθυμνο μια πόλη αναπτυγμένη, πολιτισμένη, σύγχρονη, εντυπωσιακή, με ταυτότητα και του οποίου το «έγκλημα» είναι αδιανόητο και η αθωότητα κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος είναι όχι απλά αναμφίβολή αλλά τρανταχτή όπως του Ντρέιφους ;
Μετά από την ηθική όσο και νηφάλια αυτή τοποθέτηση μου ενώνω τη φωνή μου με τη φωνή διαμαρτυρίας της φίλης Ιωάννας και τη φωνή συμπαράστασης στον άνθρωπο που μεταμόρφωσε τη πόλη μας. «Που είσαι Ρέθυμνο με το μεγαλείο της καρδιάς σου, το ανοιχτό πνεύμα σου και τη λεβεντιά σου, Φοβάσαι;»
Με λένε Πολυτεχνείο…
Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΠΑΔΑΚΙ* Γειά σας με λένε Πολυτεχνείο. Είμαι ένα από τα πολλά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ελλάδας και είμαι πια...