Ο όρος «φούσκα» μπήκε στη ζωή μας με την άνθηση του χρηματιστηρίου, μ’ έναν μάλλον επώδυνο, για αρκετούς από εμάς, τρόπο.
Σήμερα, όταν λέμε «φούσκα», εννοούμε την τεχνητή διόγκωση της αξίας μιας μετοχής, ή οποιασδήποτε άλλης αξίας, μέχρι να ξεπεράσει κάποιο όριο, οπότε η φούσκα «σκάει», η τιμή κατρακυλά απότομα και οι επίδοξοι επενδυτές μετρούν ζημιές και απώλειες.
Στην ακμή του χρηματιστηρίου, με τη μέθοδο της «φούσκας», ένα «μαγαζάκι» στον Κηφισό, αξίας μερικών δεκάδων ή εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών τότε, έφτανε να αξίζει δισ. Μέχρι το σκάσιμο βέβαια.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα μαγαζάκι του 3.5% – 4% ήταν και έφτασε 10 φορές πάνω, στο 36% – 37% εκμεταλλευόμενος την οικονομική κρίση και διογκώνοντας τόσο τις δυνατότητές του σαν οργανισμός όσο και τις ικανότητες, του επικεφαλής του και της ηγετικής του ομάδας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, καβάλησε το κύμα της δικαιολογημένης απογοήτευσης και δυσαρέσκειας του κόσμου από τα μνημόνια 1 και 2, το διόγκωσε διαστρεβλώνοντας ενσυνείδητα την πραγματικότητα και έφτασε στην εξουσία υποσχόμενος ανέφικτες λύσεις στα τεράστια, σύνθετα και περίπλοκα προβλήματα του τόπου.
Το βασικό του σχέδιο, το κεντρικό του μήνυμα από τις εκλογές του 2012 έως τις εκλογές του Γενάρη 2015, ήταν ότι θα λύσει τα οικονομικά προβλήματα του τόπου χωρίς να χρειαστεί να πληρώσει κανείς.
Αυτό ήταν το μήνυμα με το οποίο βομβάρδιζαν, με κάθε τρόπο και ευκαιρία τον ελληνικό λαό τα τελευταία τρία χρόνια:
«Ψηφίστε μας και όλα τα βάσανά σας θα τελειώσουν. Θα καταργήσουμε τα μνημόνια και τους φόρους, θα επαναπροσλάβουμε τους απολυμένους, θα ξαναδώσουμε 13ο μισθό, θα ξανακάνουμε τον βασικό μισθό 750 ευρώ…».
Παράλληλα είχε για αρχηγό έναν 40άρη με φρέσκο πρόσωπο, επικοινωνιακό χάρισμα και απήχηση στον κόσμο, αλλά χωρίς κανένα από εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν τους ηγέτες από τους κοινούς θνητούς.
Αυτά είναι τα στοιχεία που διόγκωσαν τη «φούσκα» του ΣΥΡΙΖΑ και τον έφτασαν από το 3,5% στο 36,5% και την εξουσία. Η δυσαρέσκεια του κόσμου η διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ο άκρατος λαϊκισμός, οι απατηλές υποσχέσεις και το επικοινωνιακό χάρισμα του αρχηγού του.
Το σκάσιμο της «φούσκας» άρχισε όταν έφτασε την εξουσία και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πραγματικό κόσμο και την σκληρή πραγματικότητα, όταν διαπίστωσε ότι αυτοί που ήταν απέναντί του, οι Ευρωπαίοι, στους οποίους «θα επέβαλλε τις απόψεις του και δεν θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά», κάθονταν πάνω στα λεφτά που η χώρα χρειαζόταν απελπισμένα και ήταν αρπακτικά με μεγάλα δόντια και μακριά νύχια, ήταν σκληροί διαπραγματευτές, με μακροχρόνια εμπειρία και τεράστιους μηχανισμούς στήριξης πίσω τους, όταν κατάλαβε ότι απέναντι στα κανόνια που σημάδευαν τη χώρα, αυτός αντέτασσε τον Γιάνη με τη μηχανή, το πέτσινο σακάκι και το μαγνητοφωνάκι του, όταν στάθηκε με τη χώρα πίσω του στο χείλος του γκρεμού, κοίταξε το χάος της άτακτης χρεωκοπίας που ανοιγόταν μπροστά του και τρόμαξε.
Ίσως τότε να κατάλαβε ή και να βεβαιώθηκε ότι μέσα στο κόμμα και την κυβέρνησή του, υπήρχαν σε εξέλιξη και άλλα σχέδια για τη χώρα, που εξελίσσονταν παράλληλα με τα δικά του.
Σχέδια καλομελετημένα, με τους ρόλους – κλειδιά μοιρασμένους στα σωστά πρόσωπα, τις διεξόδους διαφυγής κλειστές και την ευθύνη μετατοπισμένη στους ώμους του κόσμου που ψήφισε ΟΧΙ στο δημοψήφισμα.
Κάπου εκεί η φούσκα ξεπέρασε τα όρια της, έσκασε και ο ΣΥΡΙΖΑ παραδόθηκε χωρίς όρους σε εκείνους για τους οποίους έλεγε ότι «θα τους έπαιζε το νταούλι κι αυτοί θα χόρευαν».
Ο ΣΥΡΙΖΑ δέσμευσε τη χώρα βάζοντας την υπογραφή του στο κάτω μέρος μια λευκής σελίδας. Αυτό ήταν το 3ο Μνημόνιο.
Έτσι άρχισε το ξεφούσκωμα και η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στα πραγματικά του ποσοστά. Το 3,5% – 4%. Αυτό είναι το πραγματικό του μέγεθος, η απήχησή του στην ελληνική κοινωνία και εκεί θα επιστρέψει. Είναι απλά θέμα χρόνου. Χρόνου και κόστους.
Γιατί η φούσκα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι φούσκες του χρηματιστηρίου έχουν κόστος και αυτό θα το πληρώσουμε δυστυχώς όλοι οι Έλληνες και όχι μόνο όσοι «επένδυσαν» στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ποιο θα είναι αυτό το κόστος, είναι ένα ερώτημα που όλοι μπορούμε να απαντήσουμε, αρκεί να θυμηθούμε, πού ήταν η χώρα κι ο καθένας μας ατομικά τον Δεκέμβρη του 2014, να δούμε πού βρισκόμαστε σήμερα και να υπολογίσουμε τη διαφορά.
*Η Αγγελική Ευαγ. Παπαδάκη είναι πολιτικός μηχανικός, ελεγκτής Δόμησης, ενεργειακός επιθεωρητής, κτηματομεσίτης, υποψήφια βουλευτής Ρεθύμνης της Νέας Δημοκρατίας