Τα γεγονότα στη Μόρια της Λέσβου επανέφεραν στην επιφάνεια το ξεχασμένο από πολλούς ζήτημα του μεταναστευτικού. Αντιλήψεις άσπρου – μαύρου, ακρότητες, ιδεοληψίες και τσουβαλιάσματα δεν έχουν θέση σε μεγάλα ζητήματα όπως είναι το μεταναστευτικό.
Δεν πρόκειται για ένα παροδικό, τοπικό ή μονοδιάστατο φαινόμενο. Δεν είναι κάτι που λύνεται μέσα από μια διαμάχη για το αν θα χρησιμοποιείται ο όρος «παράνομος» ή «παράτυπος» μετανάστης. Όπως και αν το ονομάσουμε, αυτό που με σιγουριά ξέρουμε είναι ότι αποτελεί ένα ζήτημα που εδώ και 5 χρόνια έχει χτυπήσει έντονα την δική μας πόρτα.
Αν περιορίζαμε το θέμα της μετανάστευσης στη δική μας οπτική γωνία, ώστε να φωτίσουμε εκείνες τις πτυχές που μας αφορούν άμεσα σαν κράτος, θα μπορούσαμε να το χωρίσουμε σε τρία μέρη: α) στο ζήτημα των μεταναστευτικών εισροών στη χώρα β) στη διαχείριση των ήδη διαμενόντων προς ταυτοποίηση εντός της επικράτειας μας γ) στο στάδιο που ακολουθεί μετά την ταυτοποίηση και τη χορήγηση ή μη ασύλου.
Όσο αφορά το πρώτο οι τεράστιες ευθύνες της προηγούμενης κυβέρνησης για το πως φτάσαμε στην σημερινή κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από προφανείς και έχουν αποτυπωθεί με επιχειρήματα πολλές φορές στο παρελθόν. Ερχόμενοι στο σήμερα, η καταγεγραμμένη μείωση των μεταναστευτικών ροών προς τα νησιά αποτελεί ένα θετικό γεγονός. Σύμφωνα με τα στοιχεία της frontex οι παράνομες διελεύσεις κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του 2020 μειώθηκαν κατά 64% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Το τελευταίο τρίμηνο μάλιστα οι μεταναστευτικές ροές έχουν μειωθεί πάνω από 90% και η Ελλάδα δεν αποτελεί πλέον τη βασική πύλη εισόδου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για την ίδια περίοδο (το πρώτο οκτάμηνο του 2020) οι παράνομες διελεύσεις συνολικά στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. ήταν μειωμένες μόλις κατά 14%. Αυτό αποδεικνύει ότι η μείωση των ροών από την Ελλάδα δεν οφείλεται, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, σε κάποιο συγκυριακό γεγονός αλλά στην αλλαγή πολιτικής, στάσης και φιλοσοφίας στην διαχείριση του προσφυγικού από την ελληνική κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, δεν σταμάτησε η προσπάθεια των ανθρώπων να μεταναστεύσουν στην Ε.Ε., απλά κατέστη σαφές ότι η πύλη των νησιών του Αιγαίου δεν είναι πλέον ανοιχτή, οδηγώντας σε εναλλακτικές μεταναστευτικές διαδρομές. Ενδεικτικό αυτού είναι ότι στην κεντρική Μεσόγειο (με το κύριο βάρος να πέφτει στην Ιταλία) υπήρξε αύξηση των παράνομων διελεύσεων κατά 192%. Συγκριτικά λοιπόν με την ανεξέλεγκτη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί σε αυτό το κομμάτι από το 2015, έχει υπάρξει πολύ μεγάλη βελτίωση.
Το δεύτερο αφορά στο τι κάνουμε με όσους ζουν ακόμα εγκλωβισμένοι στα νησιά. Αυτοί ανέρχονται σε 27.200 (στοιχεία Αυγούστου 2020). Δυστυχώς εδώ δεν έχει γίνει μεγάλη πρόοδος. Η δημιουργία των κλειστών δομών στα νησιά δεν προχώρησε, οι υπάρχουσες δομές (παρά την μείωση του αριθμού των μεταναστών που διαμένουν σε αυτές) παραμένουν κάτι παραπάνω από υπερπλήρεις, τα νησιά δεν έχουν αποσυμφορηστεί και αρκετές ΜΚΟ εξακολουθούν να παίζουν ύποπτο ρόλο.
Το τρίτο αφορά το πόσο γρήγορα προχωράει η μετεγκατάσταση ή απέλαση σε όσους χορηγείται ή μη άσυλο αντίστοιχα, καθώς και στις διαδικασίες ενσωμάτωσης και ένταξης στην κοινωνία όσων τελικά μένουν. Οι εικόνες των μεταναστών που βρίσκονταν τις τελευταίες ημέρες στην πλατεία Βικτωρίας, προερχόμενοι από τα νησιά με νόμιμα έγγραφα, ήταν απογοητευτική. Εδώ η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο την Ελλάδα αλλά και την ΕΕ. Τόσο με την άρνηση πολλών κρατών μελών να επωμιστούν το βάρος ενός κοινού προβλήματος, όσο και με την ελλιπέστατη και σε πολλά σημεία λανθασμένη ευρωπαϊκή πολιτική για τη μετανάστευση και το άσυλο του 2016. Στο τέλος αυτού του μήνα αναμένεται να παρουσιαστεί η επίσημη πρόταση της ευρωπαϊκής επιτροπής για το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου, όπου ελπίδα όλων είναι να διορθώνει τις αδικίες που υπήρξαν εις βάρος των χωρών που αποτελούν τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ.
Το μεταναστευτικό είναι ένα διαχρονικό, σύνθετο, πολυδιάστατο και δυναμικό φαινόμενο. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, δεν θα σταματήσει να υφίσταται, όπως δεν θα σταματήσει και η εργαλειοποίηση του από τον Ερντογάν. Η φύλαξη των συνόρων και ο έλεγχος των ροών είναι κάτι που -εύκολα ή δύσκολα- μπορεί να καταστεί εφικτό. Το δύσκολο είναι η εντός συνόρων διαχείριση, η οποία απαιτεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με ταχύτητα, αποφασιστικότητα, χωρίς δικαιολογίες και χωρίς να χρειάζεται μια πυρκαγιά για να «ξαναζεστάνει» το θέμα.