Οι σημαντικότεροι φυσικοί πόροι των χωρών της Μεσογείου, είναι τα νερά, επιφανειακά και υπόγεια, που έχουν πολύ μεγάλη συμμετοχή στην εθνική τους οικονομία.
Όμως οι ποσότητες των νερών που υπάρχουν στη φύση, επιφανειακές ή υπόγειες, είναι εξαντλούμενες, και έχουν άμεση εξάρτηση από τις ετήσιες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις, που τις τελευταίες δεκαετίες κυρίως λόγω της κλιματικής αλλαγής, στην περιοχή της Μεσογείου, έχουν μειωθεί σημαντικά.
Ερευνητικά ινστιτούτα που παρακολουθούν τα μετεωρολογικά φαινόμενα των περιοχών της Μεσογείου, μας προειδοποιούν ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ερημοποίησής τους, αν δεν κατορθωθεί μια ορθολογική διαχείριση των νερών.
Στα Μεσογειακά νησιά ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμη μεγαλύτερος, και λόγω του ότι αυξάνονται τόσον οι αρδευόμενες εκτάσεις όσο και ο ετήσιος αριθμός των τουριστών.
Αυτό λοιπόν το μεγάλο πρόβλημα της έλλειψης νερού ιδιαίτερα την καλοκαιρινή περίοδο, υπάρχει και στα νησιά της πατρίδας μας, καθώς και στην Κύπρο.
Ωστόσο το νερό που χρησιμοποιείται για άρδευση, έχει την ίδια προέλευση με εκείνο της ύδρευσης.
Προέρχεται κυρίως από πηγές, πηγάδια και γεωτρήσεις, δηλαδή από τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες.
Αυτοί όμως οι υπόγειοι υδροφόροι ορίζοντες, έχουν πεπερασμένη δυνατότητα μιας και οι ποσότητες του νερού που υπάρχουν σε αυτούς δεν είναι ανεξάντλητες.
Οι απολήψιμες ποσότητες ετησίως έχουν κάποιο όριο που βέβαια θα μπορούσαν να αναπληρωθούν από τις βροχές και τα χιόνια της επόμενης βροχομετρικής περιόδου εφόσον υπάρξουν ικανοποιητικές ποσότητες βροχοπτώσεων.
Εάν αντληθούν τόσες ποσότητες νερού που δεν θα μπορέσουν να αναπληρωθούν, υπάρχει άμεσος κίνδυνος μόλυνσης των υδροφόρων οριζόντων με νερό από τη θάλασσα, μιας και οι περισσότεροι υδροφόροι ορίζοντες των νησιών μας βρίσκονται σε γειτνίαση με την θάλασσα.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της απειλής της μόλυνσης του γλυκού νερού με θαλασσινό, αρκεί στο να συγκρίνουμε ένα κανονικό νερό για ύδρευση που έχει περιεκτικότητα σε ιόντα χλωρίου 50 μονάδες χλωρίου (ppm cl) με το θαλασσινό νερό που έχει 26.000 μονάδες χλωρίου.
Έτσι καταλαβαίνουμε την μεγάλη επιβάρυνση του νερού από υφαλμύρηνση και την οικολογική βλάβη που μπορεί να προκύψει η οποία βέβαια είναι και μη αναστρέψιμη.
Και όμως τέτοιες καταστροφές έχουν συμβεί όπως στον Αργολικό κάμπο αλλά και σε περιοχές της Κρήτης και της Κύπρου.
Ωστόσο σήμερα πια στα νησιά μας, χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος, τα αστικά λύματα μέσω ολοκληρωμένων αποχετευτικών δικτύων οδηγούνται σε βιολογικούς σταθμούς επεξεργασίας.
Οι βιολογικές αυτές εγκαταστάσεις με την εφαρμοζόμενη σήμερα τεχνολογία τριτοβάθμιας επεξεργασίας των λυμάτων, μπορούν να αποδίδουν τελικό νερό το οποίο είναι διαυγές και με ελάχιστο βιολογικό φορτίο, που το καθιστά αρκετά ικανοποιητικό για άρδευση.
Οι ποσότητες του νερού αυτού που ονομάζεται και ανακυκλωμένο, είναι τεράστιες, αν υπολογίσουμε ότι σύμφωνα με τα διεθνή standards η ποσότητα χρησιμοποιούμενου νερού ανά κάτοικο καθημερινά είναι 200 – 250 λίτρα.
Εκτιμούμε ότι για την Κρήτη η ποσότητα αυτή του παραγόμενου ανακυκλωμένου νερού από τους 8 βιολογικούς που ήδη λειτουργούν πλησιάζει τα 80.000 περίπου κυβικά μέτρα ημερησίως.
Η ποσότητα αυτού του νερού μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άρδευση και μάλιστα με πολύ χαμηλό κόστος ανά κυβικό μέτρο.
Η μέθοδος αυτή έχει εφαρμοστεί στη Κύπρο, με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα, όπου χρησιμοποιούνται τουλάχιστον 10 εκατ. κυβικά μέτρα κατ’ έτος ανακυκλωμένου νερού, με κόστος για τον καλλιεργητή μόλις 7 λεπτά ανά κυβικό μέτρο (σε τιμές 2010).
Ήδη εφαρμόζεται στις πολύ μεγάλες εγκαταστάσεις βιολογικών καθαρισμών της Βαθιάς Γωνιάς, της Μιας Μηλιάς και της Ανθούπολης όπου γίνεται η επεξεργασία των λυμάτων της Λευκωσίας και της ευρύτερης περιοχής και επίσης έχει σχεδιαστεί να λειτουργήσει και στις εγκαταστάσεις του Βατί, όπου θα γίνεται η επεξεργασία των λυμάτων για την Επαρχία της Λεμεσού και θα έχει ολοκληρωθεί εντός του 2017.
Αυτό που έχει σημασία για τον τόπο μας, είναι οι ποσότητες ανακυκλωμένου νερού, που παράγονται στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων στον Νομό μας.
Δηλαδή, στην πόλη του Ρεθύμνου, στο Πάνορμο, στον Πλακιά, στο Σπήλι και στην Αγία Γαλήνη.
Σε όλες τις παραπάνω περιοχές υπάρχουν μεγάλες ανάγκες από νερό για άρδευση για καλλιέργειες χιλιάδων στρεμμάτων.
Το σημαντικότερο όμως είναι για την πόλη του Ρεθύμνου, όπου τα λύματα συγκεντρώνονται στον βιολογικό καθαρισμό στον κόμβο του Ατσιποπούλου.
Για την τουριστική σεζόν από Απρίλιο έως και αρχές Νοεμβρίου, όπου και τυχαίνει να είναι και η περίοδος που χρειάζονται άρδευση οι καλλιέργειες στην περιοχή μας, ο συνολικός πληθυσμός, μόνιμων κατοίκων και επισκεπτών ανέρχεται σε τουλάχιστον 60.000.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω standards στον βιολογικό του Ρεθύμνου παράγονται τουλάχιστον 12.000 κυβικά μέτρα ανακυκλωμένου νερού περίπου ημερησίως που τώρα χύνονται στη θάλασσα.
Η ποσότητα αυτή είναι συγκριτικά πολύ μεγάλη αν αναλογιστεί κανείς τις ποσότητες νερού για άρδευση που υπάρχουν σήμερα στην περιοχή μας, που είναι και ελάχιστες και χωροταξικά άνισα κατανεμημένες.
Και βέβαια λαβαίνουμε υπ’ όψιν ότι το νερό αυτό είναι συγκεντρωμένο σε ένα σημείο ως παροχή, και ότι δεν θα έχει κόστος άντλησης, όπως αν προερχόταν από γεωτρήσεις.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να φανταστούμε ότι θα έχουμε μια πηγή που θα μας παρέχει δωρεάν 12.000 κυβικά μέτρα νερού για άρδευση τουλάχιστον ημερησίως.
Τα οφέλη που προκύπτουν από την αξιοποίηση του ανακυκλωμένου νερού, είναι:
Ι. Το ότι θα αποτελεί ισχυρό κίνητρο για ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής εξ αιτίας του πολύ μικρού κόστους που θα έχει για τους καλλιεργητές.
ΙΙ. Η εξοικονόμηση των πολύτιμων πόρων νερού για ύδρευση, αφού δεν θα χρησιμοποιείται το καλό νερό για άρδευση και
ΙΙΙ. Η εξάλειψη της πιθανότητας μόλυνσης ή και καταστροφής υπόγειων υδροφορέων λόγω υπεράντλησης και υπερεκμετάλλευσης.
Από την πρωτοβουλία αυτή θα προκύψουν σημαντικά οφέλη για το Νομό μας, όπου συνδυάζεται η γεωργική παραγωγή με την υψηλή τουριστική κίνηση.
Η Διοίκηση της ΔΕΥΑΡ έχει βεβαίως εντοπίσει τη σπουδαιότητα του εγχειρήματος και τα οφέλη που μπορούν να προκύψουν από την κατασκευή ενός τέτοιου έργου για το οποίο όμως το ύψος της δαπάνης ξεφεύγει από τις σημερινές δυνατότητές της.
Προσβλέπει όμως σε δυνατότητα μελλοντικής χρηματοδότησης για την υλοποίησή του και ήδη αναζητεί τρόπους εκπόνησης των αναγκαίων μελετών.
Απαραίτητο λοιπόν είναι τόσον οι τοπικές κοινωνίες να συναινέσουν και να απαιτήσουν ώστε μια τέτοια πρωτοβουλία να βρει ανταπόκριση αλλά και καθήκον της κεντρικής Πολιτείας είναι να ενθαρρύνει και να χρηματοδοτήσει αυτή την σημαντική αναπτυξιακή και περιβαλλοντική παρέμβαση.