Στο μικρό χωριό με τις ελιές και τις λεμονιές οι άνθρωποι μέχρι τα γεράματά τους οραματίζονται κι ονειρεύονται, κοιτάζουν τους άλλους στα μάτια και ζουν…
Ο Τάσος κι η Γοργονία, ένα διαλεκτό ερωτευμένο ζευγάρι, τα χρόνια και των δύο απέχουν πολύ από τα πενήντα, προσδοκούν με λαχτάρα την ώρα της εκκλησίας. Όμως τώρα τελευταία ο νέος έγινε πολύ ανήσυχος με τη στάση που του κρατά η αγαπημένη. Τυχαία βρέθηκαν στη μυρωδάτη από τ’ αγριολούλουδα πλαγιά. Την άρπαξε βίαια από το χέρι κι η πλουμιστή πέρδικα άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Δε θα κουνήσεις από ‘δω, αν δεν ακούσω, γιατί αυτή η συμπεριφορά σου; Δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα μου, φοβούμαι μην πληγωθείς. Και δώσ’ του τα δάκρυά της να πλύνουν το χορτάρι. Ο Τάσος με τη σειρά του σπάραζε και κοκκίνιζεν από το κακό του, χωρίς τσιμουδιά. Ξαφνικά ήχησεν η «απειλή» του, αυτή τη βδομάδα θα ξεκαθαριστούν όλα. Τι θα μου κάνεις. Μα σαν αντίκρισε τα θολά του μάτια αναθάρρυνε. Θα σου φέρω το δαχτυλίδι, περιστεράκι μου. Γέλασαν και χωρίστηκαν κρατώντας το χέρι της καρδιάς σφιχτά.
Ασθμαίνοντας έφτασε στο σπίτι ο Τάσος και η μεσόκοπη μάνα ακτινοσκόπησε την ταραχή του. Τι σου συμβαίνει, γιε μου; Σε δυο μέρες να ετοιμαστείς να επισκεφτείς τη θυγατέρα σου και δεν θα γυρίσεις παρά το Μάη που θα ‘ναι οι εκλογές. Πέρασε ο καιρός, λεβέντη μου, που μου ‘δινες σταυρωμένο το ψηφοδέλτιο. Μπράβο, μάνα χαίρομαι την ωριμότητά σου. Η χώρα πνίγεται και τα κομματικά σου δε μ’ ενδιαφέρουν πια…
Πήγε η μάνα στο καλό και το ίδιο βράδυ ο γιος, βεγγέριζεν στο θείο Μανωλιό, πρωτοξάδελφο του μακαρίτη του πατέρα του. Σιάζει το πράγμα ανιψιέ, πολύ ταιριάζετε με τη Γοργονιά, έτσι πιστεύω κι εγώ θείε μου κι αφού κατέστρωσαν το «σχέδιο», έφυγεν ενθουσιασμένος, για να βρεθεί πάλι μαζί με τον συγγενή του στο σπίτι της αγαπημένης, της επόμενης μέρας το απόγευμα. Φιλόξενα και φιλικά οι δύο γυναίκες τους υποδέχτηκαν κι όπως μπήκαν στην κουζίνα για να ετοιμάσουν το κέρασμα, ο Τάσος αστραπιαία σηκώθηκε και κάτι κάρφωσε ανάμεσα στις δύο πλάκες του πατώματος. Η μάνα ωστόσο κατάφτασε με το δίσκο, μόλις είχε κάτσει ο γαμπρός και τη σταμάτησε με την «τρομαριασμένη» φωνή του. Προσέξετε! Θα πατήσετε μια βελόνα και θα καρφώσει στη σόλα των παπουτσιών σας. Ω, η κόρη έραβε πριν δυο μέρες εδώ. Σ’ ευχαριστώ, Τάσο μου, ποιος ξέρει τι περιπέτεια θα ‘χα και πάραυτα γύρισε στην κουζίνα, σταυροκοπήθηκε και σιγομουρμούρισε, οι συκοφάντες που λένε πως είναι στραβός, που να τους κάψει το κρυγιό νερό.
Έτσι το σχέδιο του «Οδυσσέα» πέτυχε απόλυτα και στην αρχή της άλλης βδομάδας ψώνιζαν τα του αρραβώνα, αφού πήγαν και στον οφθαλμίατρο και γνωμάτευσε: Η μυωπία δεν είναι καθόλου μεγάλη και μ’ ένα ζευγάρι ωραίο γυαλιών θα τονιστεί περισσότερο η γοητεία σας. Μας κατάλαβε κι ο γιατρός, γιατί ο βήχας κι ο έρωτας δεν κρύβονται, σχολίασε κι η αλεπουδίτσα.
Επέστρεψαν στο χωριό κρατώντας τα χεράκια και τα παραθύρια και οι πόρτες κούφωσαν για να καμαρώσουν και μερικοί να γελάσουν πικρόχολα. Σαν έφτασαν στη ρούγα τους, την παρατά κι έτρεχεν αλαφιασμένα. Τι έπαθες; Στάσου. Είμαι μεθυσμένος από την αγάπη σου και πάω να τηλεφωνήσω στη μάνα μου. Πες της πως θερμά την ευχαριστώ για τον γιο που μεγάλωσε! Της είπε πολλά και κείνη έδινε τη μητρική καρδιά σε τέτοιες ώρες να μιλά. Θα ‘ρθω πριν το Πάσχα να σας καμαρώσω, παιδιά μου και να υπενθυμίσω τους ικανούς κι άξιους να εκλέξομεν και στις εκλογές, αυτούς που θα αναστήσουν την ταλανισμένη μας χώρα με αντισεισμικά στηρίγματα. Η φωνή της αληθινής δημοκρατίας να πρυτανεύσει στον τόπο που οι άνθρωποι ακόμη και στα βαθιά τους γεράματα έχουν Αρχές και Ιδανικά, γι’ αυτό προσδοκούν, οραματίζονται και ονειρεύονται! Τι προικισμένος λαός είναι αυτός που οι νέοι του γρήγορα ωριμάζουν κι οι υπερήλικες νεανικά χαμογελούν!…
Αλεξάνδρα Πολυχρονάκη