Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο πέρασε, το ίδιο και το νομοσχέδιο για το νέο σχολείο. Άμεσα φαίνεται να παίρνουν σειρά το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης, ο εκσυγχρονισμός του ελληνικού κτηματολογίου, η αναδιοργάνωση της Ελληνικής Αστυνομίας και μια σειρά ακόμη από νομοθετικές πρωτοβουλίες. Το «τρέξιμο» των μεταρρυθμίσεων γίνεται για να καλυφθεί ο χαμένος χρόνος της πανδημίας ως προς την υλοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεων της κυβέρνησης, αλλά και ο χαμένος χρόνος της χώρας γενικότερα σε έναν κόσμο που μας έχει προ πολλού προσπεράσει.
Οι αλλαγές αυτές κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση. Παρόλα αυτά η Ελληνική Δημοκρατία πάσχει από ένα μεγάλο δομικό πρόβλημα, το οποίο αν δεν αλλάξει, όσοι νόμοι και να ψηφιστούν δεν θα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η Ελλάδα πάσχει στο τέταρτο στάδιο του κύκλου δημόσιας πολιτικής, εκείνο της υλοποίησης των νόμων.
Αρκετές μελέτες έχουν καταδείξει το πρόβλημα της πολυνομίας και της κακονομίας στην Ελλάδα, που χαρακτηρίζεται από υπερπληθώρα νομικών ρυθμίσεων που στερούνται εφαρμογής και έχουν ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, την διόγκωση της γραφειοκρατίας, την καθυστέρηση της απονομής δικαιοσύνης, την αύξηση ανασφάλειας δικαίου, την αποθάρρυνση εγχώριων και (κυρίως) ξένων επενδυτών. Ένα μόνο από τα πολλά παραδείγματα για να γίνει κατανοητό το φαινόμενο της πολυνομίας είναι η ύπαρξη (σύμφωνα με στοιχεία του 2017) 27 νομοθετικών ρυθμίσεων σε ισχύ που ορίζουν τον τρόπο λειτουργίας των σχολών χορού και των ωδείων. Και ένα πρόσφατο παράδειγμα ελλείμματος υλοποίησης ενός νόμου αποτελεί ο νόμος για τις συγκεντρώσεις που έως τώρα δεν έχει εφαρμοστεί ούτε καν στο ελάχιστο.
Μετά την ψήφιση ενός νόμου, τα φώτα της δημοσιότητας απομακρύνονται από πάνω του και η υλοποίηση και αξιολόγησή του, ως προς την επίτευξη των στόχων που θέτει, δεν συζητείται ποτέ, μέχρι να έρθει ο επόμενος νόμος που θα επικαλύψει τον προηγούμενο κ.ο.κ. Έτσι π.χ., μένει να δούμε εάν ο νόμος για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα εφαρμοστεί στην πράξη ή αν για μια ακόμη φορά θα επικρατήσει η παραμονή στο status quo που θα επιχειρήσουν τα συνδικαλιστικά όργανα των εκπαιδευτικών.
Γιατί γίνεται τώρα λόγος για αυτό το φαινόμενο που χρόνια ταλανίζει το ελληνικό κράτος; Για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορά το γεγονός ότι η κυβέρνηση, στην παρούσα φάση, απολαμβάνει την συναίνεση μιας ευρύτατης πλειοψηφίας πολιτών σχετικά με τις εν λόγω μεταρρυθμίσεις. Όσο και αν συνδικαλιστικές οργανώσεις και ορισμένα κόμματα ευαγγελίζονται όχι απλά την επιστροφή στο παρελθόν, αλλά την καθήλωση σε αυτό, οι πολίτες φαίνεται να αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα των αλλαγών που χρειάζεται η χώρα. Αυτό συνεπάγεται ότι η κυβέρνηση δεν έχει καμία δικαιολογία για καθυστερήσεις ή έλλειμμα υλοποίησης των προγραμματισμένων μεταρρυθμίσεων.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, σε ολόκληρο τον κόσμο, η τραγική εμπειρία της πανδημίας δημιούργησε ένα σημείο καμπής στη σύγχρονη ιστορία. Από τη μία μας έκανε να αναθεωρήσουμε τις συμπεριφορές μας ως αναπόσπαστα μέρη ενός ευρύτερου συνόλου. Επαναπροσδιόρισε την στάση μας ως προς την εμπιστοσύνη που δείχνουμε στην επιστήμη, στους θεσμούς και τα όργανα της συντεταγμένης πολιτείας. Μέσα από αυτή την αλλαγή μεγάλωσε ακόμη περισσότερο ένα χάσμα που είχε ήδη διαμορφωθεί από την προηγούμενη κρίση. Το χάσμα μεταξύ ορθολογισμού και ανορθολογισμού.
Από την άλλη, μέσα από αυτή τη μεγάλη κρίση, με τις πολλές παράπλευρες συνέπειες, παρουσιάστηκε η ευκαιρία του ταμείου ανάκαμψης. Μια μοναδική και ίσως τελευταία ευκαιρία της χώρας να εκσυγχρονιστεί και να ξεπεράσει τα χρόνια δομικά, οικονομικά, διοικητικά κ.α. προβλήματα της.
Συνοψίζοντας θα λέγαμε ότι η παρούσα ιστορική συγκυρία παρέχει ένα μοναδικό συνδυασμό. Σχέδιο εκσυγχρονισμού – τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους που έχουν εγκριθεί από την πηγή τους για το παραπάνω σχέδιο – στήριξη της πλειοψηφίας της κοινωνίας. Το μόνο που μένει είναι να μην μείνουμε μόνο στα λόγια ή σε νομοθετήματα αλλά στην άμεση εφαρμογή τους. Γιατί όσο μεγαλύτερες οι αλλαγές που συντελούνται, τόσο πιο λυσσαλέα είναι η αντίδραση του υφιστάμενου καθεστώτος και όσων το εκπροσωπούν, στην προσπάθεια ανατροπής ή μη εφαρμογής τους.