Στον εκθεσιακό χώρο του Κέντρου Τεχνών Ρεθύμνης, σε ένα πανέμορφο αναπαλαιωμένο κτίριο του 17ου αιώνα, ο γνωστός Ρεθεμνιώτης ζωγράφος, Μανώλης Κουνδουράκης, δίνει τη δυνατότητα σε όποιον φίλο της τέχνης επιθυμεί, να παρακολουθήσει την 30 ετών, καλλιτεχνική πορεία του. Ο καλλιτέχνης, εκθέτει έργα του σε μια έκθεση που όπως τονίζουν η ιστορικός Τέχνης κ. Ελίζα Γερολυμάτου και ο μουσειολόγος κ. Άγγελος Δενδρινός, που την επιμελήθηκαν: «Με αυτή την έκθεση ζωγραφικής του Μανώλη Κουνδουράκη, ανοίγεται η τελευταία δουλειά της ώριμης περιόδου της πορείας του στην τέχνη, με εξαίρεση μερικά παλαιότερα έργα του, που επελέγησαν για να μπορέσει να γίνει αναφορά στην εξελικτική διαδρομή της τεχνικής του. Τα θέματά του, βγαλμένα από προσωπικά βιώματα, μιλούν μόνα τους και οι τίτλοι των έργων ταυτίζονται απόλυτα με τις απεικονίσεις που μεταφέρθηκαν από τον κόσμο της πραγματικότητας στον κόσμο της εικαστικής αποδόσεως. Σχεδιάζοντας την έκθεση αυτή, στόχο είχαμε να αναδείξουμε την συμβολή του Μανώλη Κουνδουράκη στην εξέλιξη της σύγχρονης ζωγραφικής και να τιμήσουμε την, μακρόχρονη προσφορά του στην τέχνη».
Ο ίδιος ο ζωγράφος, μιλώντας στα «Ρ.Ν.» σημειώνει: «Είναι μία έκθεση που σκοπό έχει να δείξει την καλλιτεχνική μου πορεία, που μετράει αισίως 30 χρόνια. Πρόκειται για επιλεγμένα έργα, από την πρώιμη φάση μου (1995). Ξεκίνησα από τη διαθλαστική γραμμή σε συσχετισμό με τον μετακυβισμό, όπου τετραγωνίζει τη φόρμα και δίνει μεγαλύτερες νοητικές προεκτάσεις. Ο σωστός καλλιτέχνης καταγράφει το περιβάλλον του, τον άνθρωπο, τον εαυτό του, τα πιστεύω του και το ίδιο του το βίωμα μέσα στην καθημερινότητα» μας λέει και χαρακτηρίζει τα έργα του «καθαρά εγκεφαλικά και ούτε στο ελάχιστο, διακοσμητικά».
Μπορεί κανείς να παρατηρήσει πως τα νεώτερα έργα του καλλιτέχνη, έχουν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από την σύγχρονη πραγματικότητα, ευαισθησία με την οποία οφείλουν να διακρίνονται όσοι διατείνονται πως ασχολούνται με την τέχνη, όπως τονίζει ο κ. Κουνδουράκης: «Δεν μπορώ να μείνω ασυγκίνητος, επειδή είμαι καλά. Δεν μπορώ να προχωρήσω στη ζωή μου, χωρίς να καταγράψω εικαστικά αυτά που βιώνω. Δεν είμαι αναίσθητος και αφού έχω αυτήν την ευκαιρία, το πράττω. Οι καλλιτεχνικές ανησυχίες δεν σταματούν ποτέ. Πάντα είχα μια ανησυχία καταγραφής, από μικρό παιδί και έτσι συνεχίζω. Επειδή τα δρώμενα είναι πολύ πιο δύσκολα σήμερα για την κοινωνία μας και ιδιαίτερα οι νέοι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες. Εμείς αντιμετωπίζαμε φτώχεια πείνα, αλλά ήταν πολύ πιο εύκολο να σταδιοδρομήσεις αν ήσουν δυνατός. Τώρα τα παιδιά που έχουν γνώσεις και σθένος να προχωρήσουν, τους σταματάει το σύστημα. Ειλικρινά έχω καταφέρει πολύ περισσότερα από αυτά που πίστευα και θα μπορούσα να είμαι ήσυχος πλέον. Τώρα όμως, είμαι πιο ανήσυχος από ποτέ, βλέπω στα μάτια τα νέα παιδιά και θέλω όσο μπορώ και υπάρχω να ζωγραφίζω. Ο Πικάσο είπε στα 83 όταν πέθαινε «Τώρα που έμαθα να ζωγραφίζω, πεθαίνω».
Ο κ. Κουνδουράκης, αγαπά εξ ίσου όλα τα έργα του. Στέκεται όμως ιδιαίτερα σε ορισμένα που δημιούργησε πρόσφατα, όπως η «Κραυγή», πίνακας που απεικονίζει την κάθε μάνα, με το παιδί της που βιώνει τον πόλεμο και η «Πορεία» που δείχνει τα δέντρα χωρίς ρίζες, τα δέντρα τα γυμνά και υποδηλώνει κάθε άνθρωπο που έρχεται και πεθαίνει στην πορεία, κάθε μετανάστη. Αλλά και το έργο η «Κόκκινη Κορδέλα», ένα προσωπικό, με συγκινητική ιστορία που μας διηγείται: «Η γιαγιά μου, πέθανε όταν η μητέρα μου ήταν 1,5 χρονών. Πρώτα γέννησε την Ειρήνη, μετά την μητέρα μου και στο τρίτο, πέθανε στην γέννα από αιμορραγία. Όταν η Ειρήνη μεγάλωσε και έκανε τη δική της οικογένεια, πέθανε με τον ίδιο τρόπο. Η κόκκινη κορδέλα συμβολίζει το αίμα».
Άλλα παλιότερα έργα έρχονται επίσης στο προσκήνιο, όπως το «Παλιό Λιμάνι» και «Οι τρεις άγγελοι», κάθε ένας εκ των οποίων αποτελεί φυσικό πρόσωπο που πόζαρε στον καλλιτέχνη. Ο Μιχαήλ με τον θάνατο (δισκοπότηρο), ο Πρόδρομος με την πρόοδο και την ελπίδα (μήλο) και ο Γαβριήλ με την δημιουργία (Κρίνος).
Σχετικά με την μελέτη και τις επιρροές που είχε μέχρι να κατασταλάξει καλλιτεχνική, ο κ. Κουνδουράκης, μας λέει: «Όταν ήμουν εκκολαπτόμενος στη μάθηση της τέχνης, γνώρισα τον Τσαρούχη και με δίδαξε πώς να σκέφτομαι. Μου είπε ότι αν δεν μελετήσω τα φαγιούμ της ελληνιστική περιόδου και την βυζαντινή τέχνη, δεν πρόκειται να γίνω ζωγράφος. Μετά το στρατό, είχα ένα θείο, καλόγερο στην μονή Σταυρονικήτα. Κάθισα εκεί 28 μέρες και μελέτησα από το πρωί μέχρι το βράδυ τις βυζαντινές αγιογραφίες. Με άγγιξε η αγιογραφία. Κάποιος που δεν πιστεύει στο χριστιανικό δόγμα, μπορεί να ζωγραφίζει βυζαντινή αγιογραφία. Η ζωγραφική είναι έμπνευση, θέλει παιδεία, θέλει δύναμη και πειθαρχία, πρέπει να μάθεις χρώματα και γραμμές. Το καλό με την αγιογραφία, είναι ότι είναι απόλυτα συγκεκριμένη. Από εκεί και πέρα αν το άτομο έχει ερεθίσματα και εικαστικά καλλιτεχνικά στοιχεία, τα οποία του επιτρέπουν να μπει μέσα στο δόγμα της βυζαντινής τέχνης, θα μπορεί να δώσει και το δικό του στοιχείο».
«Έχουμε μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά στο Ρέθυμνο, ο πολιτισμός μπορεί ν’ ανθίσει»
Γέννημα θρέμμα του Ρεθύμνου, ο κ. Κουνδουράκης, υπηρετεί πιστά το πάθος του για δημιουργία και έχει καταφέρει μέσα από την προσφορά του και τις δράσεις του, να αποτελεί σταθερό πυλώνα πολιτισμού για την πόλη. Διευθυντής και ιδρυτής του Κέντρου Τεχνών Ρεθύμνης, μιλάει στα «Ρ.Ν.» για την απόφαση να επιστρέψει στην γενέτειρά του έχοντας ήδη διαγράψει λαμπρή πορεία και αναγνωρισιμότητα στην Αθήνα και το εξωτερικό και να αξιοποιήσει στο χρέος της τέχνης, ένα παλιό και ερειπωμένο κτίριο της παλιάς πόλης.
Όπως μας αναφέρει: «Πρόκειται για ένα πολύπαθο κτίριο. Είναι ένα κτίσμα του 1670 από τους Ενετούς μέρος του κτιριακού συγκροτήματος του Αγίου Φραγκίσκου και αποτελούσαν μία ενότητα. Όταν ήρθαν οι Οθωμανοί Τούρκοι, η τότε τούρκικη κυβέρνηση το παραχώρησε στον Χασάν Μουλαμεχμετάκη και το έκανε κατοικία του. Και τότε τοιχογράφησε και όλο το σπίτι με φωτογραφίες του Γαληνού. Μετά τους σεισμούς του 1926 μισό καταστράφηκε και ολοκληρώθηκε η καταστροφή του το 1991 που πωλήθηκε από κάποιον Αμπατζή. Οι ιδιοκτήτες το παρέδωσαν σε ένα εργολάβο και μην έχοντας ο ίδιος χρήματα, το πήρε η τράπεζα. Όταν ήρθα εδώ το 1995 και έψαχνα να βρω χώρο για να συνεχίσω το ατελιέ μου, κάποιοι επιχειρηματίες μου πρότειναν να αγοράσουμε το κτίσμα και να το κάνουμε χώρο πολιτισμού. Δεν λυπηθήκαμε τα έξοδα. Η αποκατάστασή του ολοκληρώθηκε το 2001. Δεν το χρησιμοποιήσαμε ιδιωτικά. Είναι πολύ σημαντικό ότι ένα κληροδότημα της πόλης, ανήκει στην ίδια την πόλη, δημόσιο για όλους.
Η ανταπόκριση από τους ντόπιους, ήταν από τότε και παραμένει μεγάλη, από τον απλό κόσμο, που γνωρίζει ότι κάποιος αγόρασε ένα κτίριο και είναι ανοικτό για το Ρέθυμνο δωρεάν, χωρίς κάποιο κόστος εισόδου.
Ο ημιώροφος του κτιρίου λειτουργεί ως εργαστήριο όπου με τους μαθητές μου, φτιάχνουμε έργα κρητική σχολής. Για 7 χρόνια, έκανα μάθημα σε πολλά παιδιά του Ρεθύμνου που έδιναν για να μπουν στην σχολή Αρχιτεκτονικής και Ελεύθερου Σχεδίου, αλλά λόγω πίεσης χρόνου σταμάτησα αυτήν την δράση».
Ο κ. Κουνδουράκης, αναφέρεται στον εαυτό του ως «άνθρωπο της ελπίδας» και τέτοιο είναι και το μήνυμα που θέλει να στείλει στην τοπική κοινωνία τονίζοντας ότι υπάρχει ελπίδα ν’ ανθίσει ο πολιτισμός στο Ρέθυμνο. «Οι Ρεθεμνιώτες πρέπει να πιστέψουν ότι έχουμε πολύ μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά και να τοποθετηθούν σοβαρά πολιτιστικά δρώμενα σε κάθε γωνιά της πόλης, με την πολιτεία να συνδράμει ουσιαστικά. Είχα κάνει μία έρευνα, στα πλαίσια ενός προγράμματος «Ελλάδα- Κύπρος», γύρω από την πολιτιστική κληρονομιά των δήμων, στις βυζαντινές τοιχογραφίες από τον 14ο αιώνα μέχρι σήμερα. Εκεί κατάλαβα το μέγεθος της κληρονομιάς που υπάρχει στο νομό μας. Υπάρχει ελπίδα να ανθίσει ο πολιτισμός» επισημαίνει.