Αγαπητοί Αναγνώστες,
τον Μάιο συμπληρώθηκαν 73 χρόνια από την εποποιία της Μάχης της Κρήτης, που άλλαξε τον ρουν της Ιστορίας, αλλά λόγω των εκλογών η επέτειος αυτή δεν ανεδείχθη όσο έπρεπε.
Σήμερα χάριν ορισμένων συμπτώσεων θα σας μεταφέρω μερικά Ιστορικά ντοκουμέντα, που ήρθαν στα χέρια μου και αφορούν τη Μάχη της Κρήτης και ειδικά τη δράση δύο Ηρώων Αξιωματικών που, μαζί με πολλούς άλλους, πολέμησαν εθελοντικά για την Αξιοπρέπεια και την Ελευθερία μας.
Ως πρόεδρος του Ροταριανού Ομίλου Ρεθύμνου γνώρισα τη διοικητή της 2470ης Περιφέρειας Διεθνούς Ρόταρυ, την κ. Κατερίνα Κοτσαλή, αρχιτέκτονα στο επάγγελμα, όταν ήρθε να επισκεφθεί τον εδώ Όμιλό μας. Πρόκειται για μία κυρία που έχει αφιερώσει τη ζωή της στο να υπηρετεί τον συνάνθρωπό της.
Πριν, λοιπόν, από ένα περίπου μήνα η κ. Κοτσαλή ήρθε στο Ηράκλειο για να κάνει μία ομιλία και την επομένη ημέρα ήρθε και στο Ρέθυμνο να με συναντήσει, κρατώντας μου ως δώρο ένα πίνακα που είχε συνθέσει ο πατέρας της, Κωνσταντίνος Κοτσαλής. Με την πρώτη ματιά στο πίνακα αναγνώρισα την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στα Περιβόλια.
Βέβαια εδώ θέλω να τονίσω ότι ο Κωνσταντίνος Κοτσαλής κατάγεται από το Καλλίδρομο της Φθιώτιδας. Ήταν ένας επιτυχημένος συγγραφέας, ζωγράφος και αξιωματικός που έλαβε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας όπου τραυματίστηκε. Τραυματίστηκε, επίσης και στη Μάχη της Κρήτης, όπου έλαβε μέρος ως εθελοντής. Αποστρατεύτηκε με το βαθμό του ταξίαρχου και τερμάτισε την καριέρα του ως επιτυχημένος διευθυντής Περιφερείας Νήσων της Δ.Ε.Η., όπου είχα την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσω.
Όταν ρώτησα πώς ο πατέρας της Κατερίνας ζωγράφισε την παραπάνω εκκλησία, μου απάντησε ότι, όταν έπεσαν οι Γερμανοί στην Κρήτη, ο πατέρας της ανθυπολοχαγός τότε, μαζί με τον επίσης ανθυπολοχαγό από τα Ακτούντα Ρεθύμνης Παπαγιαννάκη Ελευθέριο, απεφάσισαν να κατέβουν στην Κρήτη για να πολεμήσουν. Έτσι μετά από πολλές περιπέτειες έφθασαν στην Κρήτη και κατέληξαν στο Ρέθυμνο όταν έπεφταν οι Γερμανοί.
Οι μάχες όπως της είχε πει ο πατέρας της, δόθηκαν στη πόλη του Ρεθύμνου, στην παραλία των Περβολιών και ιδίως στον λόφο που υπήρχε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που ζωγράφισε.
Η συγκίνησή της ήταν μεγάλη, όταν της είπα ότι θα πάμε αμέσως να της δείξω την εκκλησία, κι έτσι να κάνουμε μαζί ένα προσκύνημα και ένα νοερό μνημόσυνο στο μέρος όπου πολέμησε ο πατέρας της εθελοντικά, αλλά και τόσοι άλλοι που θυσιάστηκαν για την Πατρίδα μας. Τώρα, ας παρακολουθήσουμε περιληπτικά την αφήγηση της Μάχης, που έδωσαν στο Ρέθυμνο όπως της την είχαν αφηγηθεί οι παραπάνω αξιωματικοί, Κωνσταντίνος Κοτσαλής κα Ελευθέριος Παπαγιαννάκης.
Στις 27 Απριλίου 1941 συναντήθηκαν οι δυο τους τυχαία στην Αθήνα. Ο Κώστας Κοτσαλής είχε αναρρωτική άδεια, ύστερα από τον τραυματισμό του στην Πρεμετή της Αλβανίας και ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης, είχε πολεμήσει μέχρι την τελευταία μέρα στη Β’ Ήπειρο και στην Μακεδονία, με νωπή τη φρίκη του πολέμου, κατόπιν της γνωστής συνθηκολόγησης του Στρατηγού Τσολάκογλου και της υποταγής της χώρας στους Γερμανούς. Μετά την εθνική αυτή συμφορά δεν δείλιασαν και αντάλλαξαν οι δυο τους τα εξής αξιοθαύμαστου μεγαλείου ορμητικά λόγια. «Πάμε στην Κρήτη να συνεχίσουμε τον αγώνα;» είπε χωρίς να το καλοσκεφτεί ο Λευτέρης. «Φύγαμε!» απάντησε ο Κώστας. Και χωρίς να σκεφτούν τίποτα άλλο πήγαν στο λιμάνι του Πειραιά, όπου τους πληροφόρησε το Λιμεναρχείο, ότι δεν εκτελούνταν τακτικά ή έκτακτα ακτοπλοϊκά δρομολόγια, επειδή καταβυθίζονταν όλα τα πλοία από τη Γερμανική αεροπορία, προφανώς για να εμποδίσουν μεταφορά ενισχύσεων στη μεγαλόνησο.
Έτσι επιβιβάστηκαν σ’ ένα καρβουνιάρικο πλοίο, με το όνομα «Μαρία Σταθάτου» με προορισμό τη Μήλο, όπου είχαν στοιβαχτεί πολλά γυναικόπαιδα, φαντάροι και ηλικιωμένοι. Ξεκίνησαν γύρω στις 10:00 το βράδυ, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Λιμεναρχείου, αλλά το αργοκίνητο πλοίο μπήκε στον κόλπο της Μήλου στις 7:30 το πρωί της επόμενης, 28ης Απριλίου, οπότε τα Γερμανικά «Στούκας» το βομβάρδισαν και πολυβόλησαν τους επιβάτες.
Μια νέα φρίκη ταλαιπωρίας και θανάτου έζησαν εκεί στη θάλασσα οι δύο τους.
Στο πίσω μέρος του πλοίου ήταν τοποθετημένο ένα πολυβόλο. Τρέχοντας ο Λευτέρης, για να το χρησιμοποιήσει εναντίον των αεροπλάνων, αλλά δεν πρόλαβε. Εξαφανίστηκε από έκρηξη βόμβας, που προκάλεσε αποκοπή της πλώρης και καταστροφή των θυρών στ’ αμπάρια με εγκλωβισμούς επιβατών και βύθιση της πρύμνης του πλοίου. Μόλις που κατάφερε να κρατηθεί στα πλάγια από τα κάγκελα και να συρθεί ως τη θέση των σωσιβίων για να τα εκσφενδονίσει στους ναυαγούς.
Μια άλλη βόμβα πέφτοντας στη θάλασσα δίπλα στο πλοίο, σήκωσε τεράστιο κυματισμό και ο Λευτέρης παρασύρθηκε στα βαθιά νερά.
Ο Κώστας, που δεν γνώριζε κολύμβηση, μη έχοντας άλλη επιλογή πιάστηκε από ένα σχοινί και κατεβαίνοντας αρπάχτηκε από ένα άδειο βαρέλι, που επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας. Χάθηκαν όμως μεταξύ τους οι νέοι μας τότε. Το βράδυ της ίδιας μέρας συναντήθηκαν στο σπίτι του δημάρχου Αδάμαντα, κάνοντας το σταυρό τους που ήταν ζωντανοί και αρτιμελείς. Τουλάχιστον 100 επιβάτες του πλοίου είχαν σκοτωθεί ή πνιγεί τότε.
Όμως, το ταξίδι για την Κρήτη ήταν ο κύριος στόχος τους και άρχισαν αμέσως τις σχετικές προετοιμασίες. Τελικά έφυγαν τη νύχτα της 1ης του Μάη με καΐκι και αποβιβάστηκαν στο Σταυρό Ακρωτηρίου Σούδας, ενώ το λιμάνι και πολλές συνοικίες των Χανίων κάπνιζαν από τους επανειλημμένους βομβαρδισμούς της Γερμανικής αεροπορίας. Οι Γερμανοί βομβάρδιζαν τα Χανιά και τη Σούδα, όπου βρίσκονταν η Ελληνική Κυβέρνηση, ο Βασιλιάς Γεώργιος, οι μαθητές της Σ.Σ. Ευελπίδων που αποτελούσαν την έδρα της συμμαχικής Διοίκησης Κρήτης, μαζί με στρατεύματα και πλοία Άγγλων, Αυστραλών, Νεοζηλανδών.
Παρουσιάστηκαν τότε στο Φρουραρχείο Χανίων και ζήτησαν να τοποθετηθούν στο Στρατιωτικό Διαμέρισμα Ρεθύμνου που ήταν το ασθενέστερο αμυντικά διαμέρισμα της Κρήτης, συγκριτικά με εκείνα των Χανίων και του Ηρακλείου, γιατί το αποτελούσαν νεοεκπαιδευμένοι δόκιμοι χωροφύλακες της εκεί Σχολής, τραυματίες στρατιώτες της Αλβανίας σε αναρρωτική άδεια, λίγοι έφεδροι που επιστρατεύτηκαν στο έμιτεδο Ρεθύμνου τις ημέρες εκείνες, μικρά τμήματα Αυστραλών της συμμαχικής δύναμης Κρήτης και λίγοι εθελοντές, όπως ήταν οι δυο παραπάνω Αξιωματικοί.
Όλα αυτά τα ανομοιογενή τμήματα διέθεταν παλιό οπλισμό, ελάχιστα πυρομαχικά, χωρίς μέσα επικοινωνιών αλλά και κάθε είδους πολεμικό υλικό, ακόμη και τα σκαπτικά εργαλεία χαρακωμάτων. Ο ανθυπολοχαγός Κώστας Κοτσαλής τοποθετήθηκε στο Γραφείο Επιχειρήσεων, ο δε ανθυπολοχαγός Λευτέρης Παπαγιαννάκης στο Γραφείο Πληροφοριών του Στρατιωτικού Διαμερίσματος Ρεθύμνης. Διοικητής είχε τοποθετηθεί από τις 10ης Μαΐου, ο συνταγματάρχης Σταμάτης Ποθουλάκης, υποδιοικητής και επιτελάρχης ο ανακληθείς από την εφεδρεία Ταγματάρχης Χρήστος Τζιφάκης.
Σε μικρότερες διασπαρμένες στο Νομό ανομοιογενείς μονάδες είχαν τοποθετηθεί οι ελάχιστοι έφεδροι αξιωματικοί, που δεν είχαν επιστρατευτεί για την Αλβανία. Διοικητής των μαθητών χωροφυλάκων, ήταν ο ταγματάρχης Χωροφυλακής Χανιώτης Ιάκωβος. Οι λοιποί αστράτευτοι εθελοντές μαχητές πολίτες είχαν αγνοηθεί, όχι μόνο από την Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης, αλλά και από τα Γερμανικά Επιτελεία, που σχεδίαζαν την κατάληψη της Κρήτης, στο χώρο του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρετανίας στην Αθήνα, όχι μόνο χωρίς αντίσταση των αστράτευτων πολιτών, αλλά και με φιλική υποδοχή εκ μέρους τους!
Σ’ αυτό το διάστημα ανυπόφορης αναμονής και ανασφάλειας, με τις γερμανικές αναγνωριστικές αεροπορικές πτήσεις και τους επιλεκτικούς βομβαρδισμούς, πληροφορήθηκαν οι παραπάνω αξιωματικοί, την έναρξη ρίψεων αλεξιπτωτιστών τις πρώτες μεταμεσημβρινές ώρες της 20ης Μαΐου, ενώ βρίσκονταν στη Μεγάλη Πόρτα του Ρεθύμνου. Τρέχοντας προς τα Περιβόλια με τα πιστόλια τους στα χέρια, φώναζαν δυνατά: «Ελάτε μαζί μας να μην αφήσουμε τους Γερμανούς να μπουν στο Ρέθυμνο», παρασύροντας όσους συναντούσαν, στρατιώτες και πολίτες, ικανούς να λάβουν μέρος στη μάχη.
Φθάνοντας στη θέση του εργοστασίου της Βιό, ενώθηκαν με τα τμήματα δυνάμεως διλοχίας περίπου. Τμήμα Γερμανών αλεξιπτωτιστών, που είχε πιστέψει σε φιλική υποδοχή από τους ντόπιους, προχωρώντας από τον Πλατανιά προς τα Περιβόλια, είχαν φορτώσει σε δυο κάρα τα ατομικά είδη και τον οπλισμό τους και τα τραβούσαν άοπλοι χωρικοί, που τους είχαν βάλει στο ζυγό με τη βία.
Στη θέση «Κόρακα Καμάρα» τους συνάντησε ο Λευτέρης με τον αδελφό του, έφεδρο ανθυπολοχαγό Γεώργιο και άλλους, οπότε άρχισαν να τους πυροβολούν. Τράπηκαν σε φυγή, εγκαταλείποντας τα φορτία των κάρων, που αποτέλεσαν τα πρώτα λάφυρα για τον εξοπλισμό άοπλων πολιτών.
Μόλις έφθασε ο Κώστας εκεί, αντιλήφθηκε τις προθέσεις των Γερμανών και με την ιδιότητα του Επιτελικού Διευθυντή Επιχειρήσεων, σύστησε να προωθηθεί ο κύριος όγκος των μαχητών, δυνάμεως λόχου περίπου, δεξιά του δρόμου προς ανατολάς μέχρι το λόφο Καστελάκια και να κινηθεί προς την παραλία, για να βρεθεί πίσω από τους Γερμανούς. Ο ίδιος με το πιστόλι στο χέρι, κινούμενος κατά μήκος του ρέματος αριστερά της Βιό προς τη θάλασσα, μαζί με διμοιρία δόκιμων χωροφυλάκων, σκόπευε να πλευροκοπήσει τους Γερμανούς από την πλευρά της παραλίας. Όταν βρέθηκε στην αυλή του σπιτιού Ζολώτα αριστερά της Βιό, Γερμανός αλεξιπτωτιστής τον πυροβόλησε και του προξένησε συντριπτικό τραύμα δεξιάς κνήμης. Ο συμμαχητής του, 27χρονος ανθυπομοίραρχος Νίκος Χλαμπογιάννης, αντέδρασε άμεσα, σκοτώνοντας το Γερμανό που τραυμάτισε τον Κοτσαλή, φωνάζοντας δυνατά, προφανώς για να ενθαρρύνει τον τραυματία: «Πήρα το αίμα σου πίσω Κώστα!», χωρίς όμως, να πάρει και τα αναγκαία μέτρα κάλυψης. Ένας άλλος Γερμανός «γάζωσε» στο στήθος τον Χλαμπογιάννη, που έπεσε νεκρός επί τόπου.
Αυτές οι κυκλωτικές κινήσεις ανάγκασαν τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν τα κτίσματα, όπου είχαν ταμπουρωθεί στις παρυφές των Περιβολιών, να τραπούν σε φυγή ακάλυπτοι και να υποστούν τεράστιες απώλειες από ένστολους ένοπλους και άοπλους αστράτευτους πολίτες. Οι τελευταίοι ζητώντας, μάταια όπλα και πυρομαχικά, χρησιμοποιούσαν κυνηγετικά και άλλα παλιά όπλα, μαχαίρια, δρεπάνια, ξύλα και πέτρες για να εξουδετερώνουν τους Γερμανούς Αλεξιπτωτιστές. Τότε κατάλαβαν την αξία τους οι υπεύθυνοι της άμυνας στο Νομό και αποφάσισαν να τους εξοπλίσουν όπως-όπως.
Κλήθηκε τότε ο Λευτέρης για το δύσκολο εγχείρημα του εξοπλισμού τους. Δέχτηκε να πάει στα Χανιά, να συγκεντρώσει και μεταφέρει όπλα, παραβιάζοντας τις αποθήκες της Συμμαχικής Διοίκησης Κρήτης και να ενημερώσει την Ελληνική Διοίκηση Κρήτης, για τις επιτυχίες του Διαμερίσματος Ρεθύμνου στην περιοχή των Περιβολίων. Κατόρθωσε να φορτώσει και να μεταφέρει 200 όπλα και 20.000 φυσίγγια στο Ρέθυμνο στις 28 Μαΐου και να εξοπλίσει ισάριθμους αστράτευτους στην περιοχή του Δημοτικού Κήπου Ρεθύμνου. Κατά την επιστροφή του έμαθε, ότι σκοτώθηκε ο αδελφός του Γιώργης, στον Άι Γιώργη στα Καστελάκια και παρέμενε άταφος.
Ο συμμαχητής του τώρα τραυματίας Κώστας Κοτσαλής, πριν φύγει για τα Χανιά, ύστερα από την πρόχειρη επίδεση των τραυμάτων στην οικία Ζολώτα, διακομίστηκε τις πρώτες ημέρες στο Νοσοκομείο Ρεθύμνου με μολυσμένα τραύματα. Εκεί προετοιμάστηκε ο ακρωτηριασμός του ποδιού του, που δεν έγινε τελικά, γιατί σήμανε συναγερμός και οι γιατροί εγκατέλειψαν το Νοσοκομείο. Τον ίδιο διακόμισαν διαδοχικά με φρικτούς πόνους, στον Πρινέ, στους Αρμένους, στο Σπήλι, όπου και αιχμαλωτίστηκε την 28η! Μαΐου. Οι Γερμανοί τον αντιμετώπισαν ως τραυματία Αξιωματικό αιχμάλωτο πολέμου.
Τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο τους, που στήθηκε στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου, όπου τον χαιρέτισε ο ίδιος ο Διοικητής των πολεμικών επιχειρήσεων Κρήτης Γερμανός Στρατηγός Stydent. Αργότερα διακομίστηκε στο 401 Γ.Σ.Ν. και στον Ευαγγελισμό Αθηνών. Στις 24ηςΔεκεμβρίου 1941 με επέμβαση του Ερυθρού Σταυρού απελευθερώθηκε, ύστερα από αιχμαλωσία επτά μηνών.
Συνεχίζοντας τη διήγησή μας τώρα, από το σημείο επιστροφής του Λευτέρη και τον εξοπλισμό των αστράτευτων, για μια νέα συντονισμένη αντεπίθεση από την επομένη, η ολοκληρωτική καταστροφή των Γερμανών στο νομό Ρεθύμνης θα ήταν οριστική. Πολύ πρωί της 29ης Μαΐου, όμως, έφθασε η πληροφορία ότι τα Χανιά «έπεσαν», οπότε έληξε η μάχη και στο νομό Ρεθύμνης.
Οι Γερμανοί γνώριζαν τις μεγάλες απώλειες επίλεκτων Γερμανών αλεξιπτωτιστών από τους αστράτευτους Κρητικούς, γι’ αυτό τους εκτελούσαν ομαδικά χωρίς έλεος. Όταν αιχμαλωτίστηκε, ο Λευτέρης, θεωρήθηκε υπεύθυνος του εξοπλισμού αστράτευτων μαχητών. Κλείστηκε στις φυλακές, βασανίστηκε απάνθρωπα σε Στρατόπεδα του Ρεθύμνου και των «Παιδικών εξοχών Χανίων» για να ομολογήσει, αλλά δε λύγισε. Τελικά κατόρθωσε να δραπετεύσει. Εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι αρνήθηκε την πρόταση που του έγινε στα Χανιά, να φύγει για την Αίγυπτο από την Αγία Ρούμελη και ότι πήρε καθυστερημένα την άδεια να θάψει το νεκρό σώμα του αδελφού του, ύστερα από μια βδομάδα.
Τερματίζοντας τη σύντομη διήγηση της δράσης των δυο Βετεράνων Πολεμιστών, του ταξίαρχου Κωνσταντίνου Κοτσαλή και του υποστρατήγου Ελευθέριου Παπαγιαννάκη, κατά τη μάχη της Κρήτης, των δυο Βετεράνων Πολεμιστών, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η δράση τους είναι υπόδειγμα εθελοντικής προσφοράς στην πατρίδα, από ενσυνείδητο καθήκον, που περιβλήθηκε από την έξαρση του πάθους της νιότης. Τους τιμούμε για την αγάπη τους για την Ελευθερία και την Εθελοθυσία τους, χάρη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, του ήθους και της συνέπειάς τους στην ιστορική διαδρομή του Έθνους και ειδικότερα της Κρήτης.
ΣΗΜ. 1: Τους παραπάνω Αξιωματικούς Κωνσταντίνο Κοτσαλή και Ελευθέριο Παπαγιαννάκη τίμησε ο Σύλλογος Αποδήμων Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» με ομιλητή τον αντιστράτηγο Κώστα Παδουβά στις 23-2-03.
* (Κιαγιαδάκης Βαγγέλης φτερόλακας)