Τον είπαν στρατηγό της λύρας, τον είπαν δάσκαλο κι είχαν δίκιο. Από την πρώτη στιγμή πάντως που γνώρισα το Θανάση Σκορδαλό σκέφτηκα πως είναι αναμφισβήτητα ο άρχοντας της Κρητικής Παράδοσης.
Ήταν τότε που καλύπταμε για την ΕΡΤ τη Γιορτή της Σουλτανίνας στο Πέραμα, κι ο τοπικός σύλλογος είχε πρόεδρο κάποια κ. Μαρούλη, που σε εντυπωσίαζε με τη δράση της. Δική της επιλογή ο Σκορδαλός στο γλέντι και το «εισιτήριό» της για να δεχτεί η προϊστάμενη μου αρχή στην Αθήνα να μου δώσει το πράσινο φως. Τότε η ΕΡΤ ήταν η «πρώτη στο χωριό» και με αυστηρή επιλογή κάλυπτε εκδηλώσεις.
«Ξέρεις τι σημαίνει Σκορδαλός;» με ρώτησε ο Γιώργος ο Κορωναίος, προϊστάμενός μου τότε, ένας θαυμάσιος και πολύ «διαβασμένος» άνθρωπος, που μας είχε βάλει και τα «δυο πόδια σε ένα παπούτσι» για να μιλάμε σωστά Ελληνικά στις ανταποκρίσεις μας.
Και χωρίς να περιμένει απάντηση μου δήλωσε πως χωρίς έστω δυο λόγια από τον Σκορδαλό να μην του στείλω το θέμα. Δήλωνε μεγάλος θαυμαστής του λυράρη και καμάρωνε γι’ αυτό.
Πάμε λοιπόν στο Πέραμα και βρισκόμαστε ξαφνικά σε μια κοσμοπλημμύρα που συνεχώς απλωνόταν στην μεγάλη πλατεία.
«Εμ Σκορδαλός είναι αυτός» παρατήρησε ο αξέχαστος συνεργάτης μου Καλιούρης από τον Πλατανέ που διαχειριζόταν ιδανικά τον ήχο. Κι όλες τις καλύψεις στο ανατολικό Ρέθυμνο τις κάναμε παρέα.
Η αποστολή μου βέβαια οφείλω να πω ότι δεν με ενθουσίαζε και ιδιαίτερα.
Είχα κάπου πέντε χρόνια στην Κρήτη και δεν είχα ακόμα εξοικειωθεί με παραδοσιακά ακούσματα. Από σεβασμό και μόνον άκουγα συγκροτήματα όπου τα συναντούσα λόγω κάποιας κοινωνικής υποχρέωσης ή επαγγελματικού καθήκοντος. Από ένα σημείο και μετά όμως ήθελα να φύγω.
Μια αποκάλυψη
Εκείνο το βράδυ στο Πέραμα σαν να με συνεπήρε «ένας καινούργιος άνεμος». Άκουγα μαγεμένη τον άρχοντα εκείνο πάνω στο πάλκο που έδειχνε να έχει την απόλυτη εξουσία στο όργανο κι αυτό να σκορπά απίστευτα γλυκό άκουσμα.
Κάποια στιγμή θυμήθηκα και την επαγγελματική μου υποχρέωση. Πλησίασα σε ένα διάλειμμα και ζήτησα από το μεγάλο καλλιτέχνη μια δήλωση.
Ο άνθρωπος δεν είχε χρόνο, έδειχνε αρκετά κουρασμένος. Θα μπορούσε να μου ζητήσει να τον απαλλάξω. Δεν θα ήταν και ο μόνος. Είχε και κάθε λόγο να το κάνει. Κι όμως. Και δήλωση μου έκανε και με κατέπληξε με την ευγένειά του. Είχε τόσο λεπτούς τρόπους και φερόταν με τόση ευγένεια στις κυρίες. Ομολογώ με κατέκτησε. Κι έμεινα, ν’ ακούσω περισσότερη μουσική… Ξαφνικά είχα αρχίσει να μαγεύομαι από την πλανεύτρα ρήγισσα της παραδοσιακής μουσικής.
«Αν νομίζεις ότι θα τον αφήσουν να σταματήσει είσαι γελασμένη» με προειδοποίησε ο συνεργάτης μου. Γι’ αυτό έλα να φύγουμε κι έχουμε δρόμο μπροστά μας.
«Μα κάποτε θα κουραστεί» απάντησα.
«Σε γελάσανε. Ο Σκορδαλός λες και παίρνει δύναμη από τον κόσμο σαν να μην κουράζεται ποτέ. Δεν κατεβαίνει παρά όταν πια χορτάσουν οι φίλοι του γλέντι… Αν ποτέ χορτάσουν ακούγοντάς τον δηλαδή».
Άλλη μια πληροφορία λοιπόν για ένα καλλιτέχνη που θα κομίσω γλαύκα εις τας Αθήνας αν επιχειρήσω να αξιολογήσω την τεχνική του και τον χαρακτηρίσω ΜΕΓΑΛΟ.
Και ήταν πράγματι. Τον θυμάμαι τελευταία φορά στην πλατεία αυτή τη φορά στο Κηποθέατρο Ηρακλείου. Ήταν τον Αύγουστο του 1989. Είχε έρθει να ακούσει τον ανιψιό του Μπάμπη Πραματευτάκη που είχε αναπτύξει για συμφωνική ορχήστρα κάποιους σκοπούς του στο εξαιρετικό του έργο με τίτλο «Κρητική Φαντασία».
Ο Σκορδαλός άκουγε και έμοιαζε να μην ανασαίνει καν. Έδειχνε γοητευμένος.
«Για φαντάσου τον άκουγα να σχολιάζει στο τέλος. Ο Μπάμπης με έκανε να θαυμάσω για πρώτη φορά τον εαυτό μου. Τι ωραίο άκουσμα…».
Λάτρης του Ροδινού
Ο Θανάσης Σκορδαλός γεννήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1920 στο Σπήλι. Αναμφισβήτητα μαζί με τον Κώστα Μουντάκη θεωρείται ως ένας από τους πρωτομάστορες της παραδοσιακής μας μουσικής.
Ο ίδιος άρχισε να μαθαίνει μόνος του να παίζει λύρα, σε ηλικία 9 ετών, όπως έχει τραγουδήσει χαρακτηριστικά:
Εννιά χρονών ήμουνα σαν έπιασα τη λύρα
με πίστη την αγάπησα κι απόφαση το πήρα.
Λύρα να μάθω ήθελα την Κρήτη να γλεντίζω
και σαν την επρωτόπιασα άρχισα να ελπίζω.
Ήταν φυσικό να νοιώσει αυτή την αγάπη για τη μουσική. Ο πατέρας του ήταν από τους πιο γνωστούς μερακλήδες και έξοχος μαντιναδολόγος. Ο Θανάσης είχε γερές βάσεις για να μετρήσει τις καλλιτεχνικές του δυνάμεις, που έγιναν πια εμφανέστατες. Μόλις στα δώδεκά του χρόνια, έκανε το πρώτο του γλέντι στο Χαμαλεύρι.
Εφτά χρόνια μετά, στα δεκαεννιά του χρόνια, έκανε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στο μουσικό στερέωμα, στον Αποκριάτικο χορό των Κρητών της Αθήνας στο ιστορικό Βυζάντιον της Ομόνοιας.
Στη δισκογραφία ο Θανάσης Σκορδαλός πρωτοεμφανίστηκε το 1946 με το περίφημο «Σπηλιανό συρτό» και με συνεργάτη του τον μεγάλο λαουτιέρη Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη) με τον οποίο χωρίς αμφιβολία έζησε τις καλύτερες στιγμές του τόσο στην δραστηριότητά του ως μουσικού, όσο και στην δουλειά του στην δισκογραφία. Το απαράμιλλο λαούτο του Γιάννη Μαρκογιαννάκη, τον συνόδευε συνεχώς από το ξεκίνημά του στα 1939 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 50.
Είχε ακόμα την ευκαιρία να συνεργαστεί με τον ανεπανάληπτο Μπαξεβάνη στην ηχογράφηση 4 δίσκων 78 στροφών (γύρω στα 1947) που περιείχαν οκτώ τραγούδια που έμειναν κλασικά. Ανάμεσά τους το «Ξεροστεριανό νερό» και «Στον αμαθιώ σου την φωτιά» που περιλαμβάνονται σ’ αυτό το άλμπουμ.
Άλλη μια αξιόλογη συνεργασία του Θανάση Σκορδαλού είναι εκείνη με τον Νίκο Μανιαδάκη ή Μανιά που χάρισε πολύ καλές εκτελέσεις σε δίσκους.
Η προφητεία του Ροδινού
Από τους καλλιτέχνες που τον είχαν εντυπωσιάσει ήταν και ο Ανδρέας Ροδινός.
Ο ίδιος είχε διηγηθεί:
– «Όταν ήμουν 11 ετών το 1931, ήρθε ο Αντρέας Ροδινός στο χωριό μου. Είχε συμπάθεια στο Σπήλι και γι’ αυτό ερχότανε εύκολα, κάθε φορά που τον φωνάζανε. Όταν τον πρωτοάκουσα, ενώ είχαμε κι άλλους οργανοπαίχτες στο χωριό μου, μού ‘κανε τρομερή εντύπωση. Όταν τον άκουγα, η ραχοκοκαλιά μου έσταζε νερό. Δημιουργούσα σκέψεις μέσα μου, αν μπορούσα μια μέρα των ημερών να κατορθώσω να παίξω κι εγώ λύρα στο μισό αυτού του ανθρώπου, που λεγόταν Ανδρέας Ροδινός».
Που να το φανταζόταν ότι πολύ σύντομα ο καλλιτέχνης θρύλος θα του έδινε μια μεγάλη συγκίνηση. Το είχε αφηγηθεί και αυτό ο ίδιος.
Ένα βράδυ, του Αγίου Στυλιανού, 26 Νοεμβρίου ξανάρθε ο Ροδινός στο χωριό. Τον είχε καλέσει στη γιορτή του ένας δικηγόρος, ο Στυλιανός Καλογρίδης. Οι Σπηλιανοί, χωρίς να ξέρω εγώ τίποτα, είπαν στον Αντρέα, όταν του ταιριάσει και είναι καλά, «Φώναξε στο Σκορδαλάκι, να παίξει λίγη λύρα, να μας πεις και τη γνώμη σου». Πράγματι έγινε αυτό! Εγώ ήμουν στο τελευταίο σκαλί σε μία σκάλα και έβαλα το χέρι μου για να σηκώσω την μπουκαπόρτα που λέμε, να φύγω. Μ’ έπιασε τρεμούλα, αλλά ο Θεός ξέρει τι είχανε βάλει από πάνω και δεν άνοιγε η πόρτα! Έτσι, υποχρεωτικώς με το χειροκρότημα, ο Θεός ξέρει πώς, εκατέβηκα τη σκάλα. Πήγα κοντά στον Μπαξεβάνη που έπαιζε με τον Ροδινό. Σηκώθηκε ο Αντρέας επάνω, μου έδωσε τη λύρα και μου είπε: «Θανάση, θέλω να με ξεκουράσεις λίγο, γιατί κουράστηκα». Η σκέψη του βέβαια ήταν άλλη. Εν πάση περιπτώσει, έπιασα τη λύρα. Ο Μπαξεβάνης άρχισε τον πρώτο χανιώτικο συρτό, για να τον ακολουθήσω εγώ! Τον ακολούθησα παρά το τρακ που είχα. Ο Αντρέας δεν ήταν κοντά μου. Επήγε πίσω από την πόρτα για να μην τον βλέπω και παθαίνω μεγαλύτερο τρακ. Με άκουσε που έπαιξα κάμποσα γυρίσματα, δεν άντεξε, ήρθε, μου πιάνει το δεξί χέρι, με αγκαλιάζει, με φιλεί και λέει: «Σπηλιανοί, αυτός θα είναι ο διάδοχός μου!». Σα να ήξερε ο καημένος ότι στα 23 του χρόνια το 1934, θα φύγει…».
Στήριξη από όλους
Και από το παραπάνω βλέπουμε μια εξαίρεση στον κανόνα «ουδείς προφήτης στον τόπο του».
Ο Σπηλιανοί είχαν αντιληφθεί το ταλέντο του και όχι μόνο καμάρωναν για τα Σκορδαλάκι τους αλλά και το στήριζαν.
Ο Θανάσης ήταν όμως κι ένα εξαιρετικά ηθικό στοιχείο και βαθιά θρησκευόμενος χωρίς να είναι θρησκόληπτος. Το ψαλτήρι τον επηρέασε βαθιά και τον βοήθησε πολύ στην καλλιτεχνική του εξέλιξη. Τόσο που κάποτε στην Αθήνα τον ρώτησε εντυπωσιασμένος ο μεγάλος μουσικολόγος Σπύρος Περιστέρης ανοίγοντας τον παρακάτω ενδιαφέροντα διάλογο:
– «Ποιό ωδείο έχεις βγάλει, Σκορδαλέ;».
«Του Σπηλίου».
– «Ποιο είναι αυτό;».
«Το χωριό μου».
– «Μα έχει το χωριό σου ωδείο;».
«Δεν έχει ωδείο, αλλά έχει τη φύση».
– «Εδώ όμως κάτι συμβαίνει», μου λέει. «Μήπως έχεις κανένα συγγενή ψάλτη;».
«Εγώ ο ίδιος ψάλλω».
«Αυτό είναι, το βρήκα! Έχεις, κ. Σκορδαλέ, στο παίξιμό σου, τοποθετήσει της βυζαντινή μουσική και μου κάνει μεγάλη εντύπωση, όταν μου λες ότι δεν έχεις ιδέα από μουσική».
«Δεν έχω, κ. Περιστέρη. Ούτε κατά διάνοια δεν ξέρω τι θα πουν οι νότες κ.τ.λ.».
«Τότε είναι ένα σωστό ταλέντο που σου έδωσε η φύση και ο Θεός πρώτα!».
Σωτήριος διορισμός
Ήταν περιζήτητος στα γλέντια αλλά πρακτικός άνθρωπος, ήθελε μια εξασφάλιση. Και την απέκτησε με το διορισμό του στην τράπεζα της Ελλάδος το 1947, σε ηλικία 27 ετών. Διορίστηκε υπάλληλος στην Υπηρεσία Ασφάλειας της τράπεζας από τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που τον είχε ακούσει και είχε ενθουσιαστεί από την τεχνική του. Τώρα ο Σκορδαλός μπορούσε να αφοσιωθεί στην αγαπημένη του λύρα. Από την Τράπεζα πήρε αργότερα τη σύνταξή του.
Εμφανίστηκε στην Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία και την Αφρική και άλλα μέρη παίζοντας για τους ομογενείς μας που είχαν πια συντροφιά και το πλούσιο δισκογραφικό έργο του αγαπημένου τους καλλιτέχνη.
Ένας σεμνός καλλιτέχνης
Δεν ήταν ο άνθρωπος που θα αναφερόταν στον εαυτό του. Και στις συνεντεύξεις του αν του έδινες αφορμή να μιλήσει για την μουσική κάτι θα έλεγε. Για τον εαυτό του δεν μιλούσε ποτέ όπως διαπιστώνουμε και από σειρά αφιερωμάτων στο εξαιρετικό site «Κρητική Παράδοση», που έχει άφθονο βιογραφικό υλικό για το μεγάλο λυράρη. Από αυτό αντλήσαμε και τα περισσότερα στοιχεία.
Εκεί υπάρχει και μια αποκαλυπτική συνέντευξη της συζύγου του Κατερίνας, που μας βοηθά να καταλάβουμε περισσότερο τον άνθρωπο Θανάση Σκορδαλό.
Σύμφωνα με την κα Σκορδαλού, η μουσική κατείχε την πρώτη θέση στη ζωή του μεγάλου λυράρη. Τον ενδιέφερε πάρα πολύ. Ήθελε αυτό που του ερχόταν στο μυαλό, να το δώσει σωστά. Ένας πραγματικά τελειομανής καλλιτέχνης. Όταν τα τελευταία χρόνια είχε τα προβλήματα υγείας και δεν έπρεπε να κουράζεται της έλεγε όταν τον γλυκομάλωνε για να ξεκουραστεί: «Δεν θα με καταργήσεις από την ζωή. Εμένα η μουσική είναι η ζωή μου».
Στο σπίτι δεν έπαιζε ποτέ λύρα. Μετρημένες φορές έπαιξε λύρα τον τελευταίο χρόνο της ζωής του.
Τα τραγούδια τα δημιουργούσε ενώ έπαιζε στα γλέντια. Η έμπνευση του ερχόταν ενώ έπαιζε, θυμόταν τον ρυθμό και στη συνέχεια τον τελειοποιούσε στο studio. Στο σπίτι δεν έκανε ποτέ πρόβες για τη δική του δουλειά. Ήταν πηγαίος, αυθόρμητος.
Μεγαλόθυμος πάντα ο Σκορδαλός δεν θύμωνε με τους «αντιγραφείς» του έργου του. Απλά έλεγε: «Αν δεν το έπαιζε αυτός έτσι τότε δεν θα ήμουν εγώ ο πρώτος». Έλεγε ακόμη γι’ αυτούς τους καλλιτέχνες ότι ήταν νέοι ακόμα και ότι σιγά σιγά θα μάθαιναν. Αυτό έλεγε και στα παιδιά του. Δεν συμπεριφέρονταν με εγωισμό.
Τα προβλήματα υγείας του τα αντιμετώπιζε με θάρρος και υπομονή. Δεν ήθελε όμως να ξεκόψει από τον κόσμο. Αγαπημένη του γωνιά στα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν το καφενείο «Βαλκάνια». Εκεί συναντούσε κόσμο που επαινούσε το ταλέντο και τη δουλειά του κι ένιωθε ευτυχισμένος. Ιδιαίτερα όταν οδηγούσε η κουβέντα στις κρητικές παραδόσεις.
Ένας αθάνατος καλλιτέχνης
Ο Θανάσης Σκορδαλός έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομά του στο μουσικό πεντάγραμμο.
Σε ένα site στον «Ερωτόκριτο» σχολιάζεται εύστοχα «Με απαράμιλλη τεχνική, απόλυτη γνώση του ρυθμού και σπάνια εκφραστική λιτότητα ο Θανάσης Σκορδαλός, άνοιξε καθαρούς και ευανάγνωστους δρόμους που έμελλε πολλοί να ακολουθήσουν στη συνέχεια. Δημιούργησε τέτοιο έργο που θα τροφοδοτεί για πολλά χρόνια τις επόμενες γενιές».
Τον Απρίλη του 1998 η υγεία του επιδεινώθηκε. Νοσηλεύτηκε στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Ήταν 22 Απριλίου. Η σορός του μεταφέρθηκε πρώτα στο ναό του Αγίου Μηνά και μετά στο Σπήλι, όπου έγινε η ταφή. Η Κρήτη ολόκληρη θρηνούσε χωρίς υπερβολή.
Πέρασαν τα χρόνια αλλά εκείνος συνεχίζει να ζει μέσα από το έργο του. Γιατί δεν υπάρχει λυράρης να μην δανείζεται κομμάτια στο ρεπερτόριό του από τους σκοπούς του μεγάλου Θανάση Σκορδαλού που έγραψε τη δική του ιστορία στο χώρο της παραδοσιακής μας μουσικής, χωρίς ο χρόνος να αλλοιώσει την ακτινοβολία της. Όπως σε κάθε μεγάλο καλλιτέχνη που δημιούργησε θρύλο γύρω από το όνομά του.