Του Αντωνίου Τσιριγώτη
Σε οξύ πνευμονικό οίδημα αποδόθηκε ο θάνατος του Βασίλη Μάγγου, που πέθανε πρόωρα την προηγούμενη Δευτέρα στο σπίτι του στον Βόλο, σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα της νεκροψίας-νεκροτομής, το πόρισμα της οποίας ωστόσο αναμένεται να ολοκληρωθεί αφού βγουν και τα αποτελέσματα τοξικολογικών και άλλων χρονοβόρων εξετάσεων.
Πηγές της αστυνομίας φαίνεται να υποστηρίζουν πως το πνευμονικό οίδημα δεν έχει καμία σχέση με τον άγριο ξυλοδαρμό και βασανισμό του νεαρού στις 14 Ιουνίου από αστυνομικούς, που τον άφησαν με σπασμένα πλευρά, αίσθημα ασφυξίας και θλάση στο συκώτι, επειδή υπερασπίστηκε σε συγκέντρωση αλληλεγγύης τους συλληφθέντες μαζικής διαδήλωσης ενάντια στην καύση σκουπιδιών.
Η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ ανέμεναν εναγωνίως το ιατροδικαστικό πόρισμα για τον Βασίλη Μάγγο, προκειμένου να αποσυνδέσουν τυπικά τον θάνατό του από τον βίαιο ξυλοδαρμό και τα βασανιστήρια που υπέστη από την αστυνομία του Βόλου. Φαίνεται μάλιστα πως η αγωνία τους ήταν τόσο μεγάλη που δεν δίστασαν μέσω μιας, αν μη τι άλλο, προκλητικής ανακοίνωσης του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη να προκαταβάλουν τα αίτια θανάτου και το αποτέλεσμα του πορίσματος του ιατροδικαστή υποστηρίζοντας ότι αποτελεί «ψέμα και αθλιότητα» πως ο θάνατος του νεαρού συνδέεται με την προ μηνός καταγγελία του για αστυνομική βία, αγνοώντας με αυτό τον τρόπο και το οπτικοακουστικό υλικό που αποτυπώνει τη βαρβαρότητα της επίθεσης που δέχτηκε.
«Ήρθαν τρέχοντας κατά πάνω μου και ξεκίνησαν να με βαράνε αναίτια, δολοφονικά, απάνθρωπα κι αλύπητα», ανέφερε ο ίδιος ο Βασίλης στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. «Με χτυπούσαν μέχρι που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, γιατί είχα χτυπηθεί άσχημα στα πλευρά, τους φώναζα, δεν τους ένοιαζε καν. Μου βάλανε χειροπέδες και με πήραν σηκωτό, ενώ με βρίζανε» συνέχιζε στη μαρτυρία του υπό τον τίτλο «Εγώ ο Βασίλειος Μάγγος, καταγγέλλω».
Και όλα αυτά συνέβησαν ενώ ήδη από τα τέλη Μάϊου ολόκληρος ο πλανήτης είναι συγκλονισμένος με τον τρόπο που δολοφονήθηκε ο Τζορτζ Φλόιντ στη Μινεσότα των ΗΠΑ.
«Το μόνο που δεν αποδεικνύεται ιατροδικαστικά είναι ότι το άγριο ξύλο, που έφαγε ο γιος μου, τον έριξε ψυχολογικά. Μετά την αστυνομική βία, που ασκήθηκε πάνω τόσο εντός όσο και εκτός του αστυνομικού τμήματος, το παιδί έπεσε κατακόρυφα. Του κατέστρεψαν την ψυχολογία. […] Ήταν μια χαρά, δούλευε, έβγαζε μεροκάματο και ξαφνικά μετά το ξύλο που έπεσε, τον γύρισαν στο μηδέν. Αυτό είναι το δικό μας πόρισμα και αυτό διαπιστώνουμε εμείς», δήλωσε ο πατέρας του Βασίλη δίνοντας τη δική του εκτίμηση για όσα συνέβησαν.
Τα σπασμένα πλευρά, η ζημιά που υπέστη ο Βασίλης σε ζωτικά όργανα καθώς επίσης και η ψυχολογική φθορά αποτελούν παράγοντες που ουσιαστικά δύνανται να επιφέρουν μοιραία κατάληξη. Ωστόσο το εάν ο άτυχος νέος απεβίωσε έμμεσα από τον ξυλοδαρμό δεν το γνωρίζουμε (ακόμα), αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Βασίλης κακοποιήθηκε και βασανίστηκε από τα όργανα της τάξης.
Ο Μαξ Βέμπερ ήταν εκείνος που πρώτος έδωσε τον ορισμό του κράτους ως κατόχου του μονοπωλίου της νόμιμης βίας. Στον σκόπελο όμως αυτού του νόμιμου χαρακτήρα της προερχόμενης από το κράτος βίας, φαίνεται να σκοντάφτουν οι σύγχρονες μέθοδοι καταστολής.
Τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά υπέρμετρης αστυνομικής βίας που έχουν εκδηλωθεί στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα, με παράτυπους ελέγχους, κακομεταχείριση συλλαμβανόμενων, δημόσιους εξευτελισμούς, παράνομες εισβολές σε κατοικίες και ταράτσες, ασύμμετρη, υπερβολική και τελικά αχρείαστη σωματική και ψυχολογική βία και γενικότερα απροκάλυπτες παραβιάσεις εγγυήσεων του νόμου, αποκαλύπτουν ένα αίσθημα προστατευόμενης ασυλίας και μας επιβάλλουν πλέον να αντικρίσουμε το προφανές: πως αυτές οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν αποτελούν απλώς «μεμονωμένα περιστατικά» (και συνεπώς δεν πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν τέτοια αντιμετώπιση), όπως αρέσκεται η αστυνομία ή το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη να τα χαρακτηρίζει, αλλά έχουν μια «κανονικότητα», ένα συγκεκριμένο, δηλαδή, μοτίβο κατά την ανάπτυξή τους.
Οι περιπτώσεις είναι πολλές. Είμαστε όλοι μάρτυρες και αυτό είναι αναντίρρητο.
Όπως όμως και ο ίδιος ο Βασίλης διαδικτυακά είχε αποφανθεί «οι ιδέες μας, όσους κι από μας κι αν σκοτώσουν, δεν θα πεθάνουν ποτέ, θα κατοικούνε πάντα στα μυαλά των ελεύθερων ανθρώπων. Ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε πάντα εδώ, ενάντια σε κάθε τι που μας πνίγει και δεν μπορούμε ν’ ανασάνουμε, ενάντιά στο άδικο, για την ελευθέριά όλων μας, σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Κι ας μην νικήσουμε πότε… Θα πολεμάμε πάντα!!».
Αυτή είναι συνάμα η κληρονομιά και η επιθανάτια κραυγή του Βασίλη.
Θα πολεμάμε πάντα όλους όσους καταχράζονται την εξουσία τους για να σακατεύουν στο ξύλο διαδηλωτές, που ρίχνουν χημικά ακόμα και σε σύμβολα/ήρωες της αντίστασης, που πυροβολούν εν ψυχρώ πιτσιρικάδες στις πλατείες και που θανατώνουν με το γόνατο στη καρωτίδα κάποιον λόγω διαφορετικής απόχρωσης δέρματος.
Θα πολεμάμε. Κι ας μην νικήσουμε ποτέ.
* O Αντώνιος Σ. Τσιριγώτης είναι φιλόλογος & απόφοιτος ΠΜΣ στην πολιτική θεωρία και τα ανθρώπινα δικαιώματα