Είναι αρκετές φορές που έχω περιγράψει τον απροσμέτρητο θαυμασμό μου για το Ρέθυμνο της δεκαετίας του 70 που έζησα.
Ήταν μια πόλη ανθρώπινη κι οι κάτοικοι καθένας από την πλευρά του είχε κάτι ν’ αναδείξει. Λίγο ή πολύ αλλά ήταν πηγαίο και αληθινό.
Μου άρεσε να περπατώ για να ζω από κοντά τον παλμό της πόλης. Κι από τα θεάματα που με γέμιζαν συναισθήματα ήταν να βλέπω το ζεύγος Βαλαρή να κάνει τον απογευματινό του περίπατο.
Ενσάρκωση αρχοντιάς
Ο κ. Θεμιστοκλής με την αρχοντική του όψη ήταν η ενσάρκωση της σιγουριάς και της συζυγικής τρυφερότητας. Κι η κα Ιωάννα στο πλάι του πάντα από την πλευρά του πεζοδρομίου, για περισσότερη ασφάλεια, όπως εκείνος έκρινε, έβλεπες να απολαμβάνει τη στιγμή, χωρίς την αίσθηση της δυναμικής γυναίκας που σου προκαλούσε στην καθημερινότητά της.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα το επιτηδευμένο στη συμπεριφορά τους. Έπρατταν όπως ένοιωθαν. Κι ήταν τύχη να τους συναναστρέφεσαι. Οφείλω να ομολογήσω ότι τους πιστώνω πάντα την απέραντη ευτυχία να με κάνουν να αισθάνομαι σαν μέλος της οικογένειάς τους σε κάθε δύσκολη στιγμή της ζωής μου.
Μια γλαφυρή πένα
Με τον κ. Θεμιστοκλή έτυχε να έρθουμε πιο κοντά όταν άρχισε να φέρνει στην εφημερίδα συνεργασίες με θέμα την πόλη. Οι επεξηγήσεις του με μάγευαν, γιατί όταν μιλούσε ήταν σαν να σε ταξίδευε. Και πάντα μιλούσε με τόση ευγένεια κάνοντας τον συνομιλητή του να νοιώθει σπουδαίος, ανεξαρτήτως της ηλικίας του. Όταν πια μιλούσε για τη Φέφη του εκεί πλημμύριζε συναισθήματα βουρκώνοντας πότε πότε.
Ήταν σπουδαίος άνθρωπος ο Θεμιστοκλής Βαλαρής κι αυτό το διαπιστώνει κι όποιος δεν τον γνώρισε. Έτυχε να δώσω σε προσφιλές μου πρόσωπο το βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» κι άκουσα το ίδιο σχόλιο. Μέσα από τον τρόπο που περιγράφει εικόνες και καταστάσεις, πρόσωπα και γεγονότα διακρίνεις την ευρυμάθεια και την κριτική σκέψη που τον χαρακτήριζαν. Ήξερε να τοποθετεί τα πράγματα στις σωστές διαστάσεις και να αναφέρεται σε δίσεκτες εποχές, χωρίς να νοθεύει τις λέξεις με στοιχεία φανατισμού.
Σπούδασε σε αντίξοες εποχές
Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής του Μιχαήλ και της Φερενίκης γεννήθηκε το 1903. Αποτελεί δε φωτεινό παράδειγμα για την εποχή του, γιατί παρά τις αντιξοότητες εκείνος κατάφερε να σπουδάσει στο εξωτερικό μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο. Οικονομικές Επιστήμες στη Λιέγη ο Θεμιστοκλής, πολιτικός μηχανικός στη Γάνδη του Βελγίου, επίσης, ο Γεώργιος.
Αναφέρει σε μια σύντομη βιογραφία ο κ. Γιώργος Εκκεκάκης: «Όταν ο Θεμιστοκλής Βαλαρής τέλειωσε το Γυμνάσιο στο Ρέθυμνο, πήγε στη Γερμανία και στη συνέχεια στο Βέλγιο όπου πήρε πτυχίο οικονομολόγου. Επέστρεψε στο Ρέθυμνο το 1923 και ασχολήθηκε αρχικά με το εμπόριο και στη συνέχεια ως ξενοδόχος».
Αυτό που αξίζει να τονιστεί στην αναφορά μας αυτή, είναι ότι ο νεαρός Ρεθεμνιώτης παρά τη ζηλευτή του μόρφωση και την ευρωπαϊκή παιδεία που απέκτησε, δεν ξέχασε ποτέ τις παραδόσεις του τόπου του. Όταν έφθασε στην καρδιά της Ευρώπης άνοιξε διάπλατα τους πνευματικούς του ορίζοντες επιτρέποντας στα νέα ρεύματα και τις αντιλήψεις να τον πλησιάσουν. Από αυτά πήρε όσα υπόσχονταν αληθινή πρόοδο. Είχε αυτό το σπάνιο χάρισμα της επιλογής, από τη θέση πάντα του διψασμένου για προκοπή και μάθηση νέου ανθρώπου. Η ταχύτατη εξέλιξη που διέκρινε στο διάστημα που σπούδαζε να συμβαίνει γύρω του, εδραίωσε μέσα του την πεποίθηση ότι καμιά μιζέρια δεν μπορεί να εγκλωβίζει έναν τόπο για πάντα, αν οι άνθρωποι που ζούνε σ’ αυτόν έχουν διάθεση να σπάσουν τα δεσμά της ηττοπάθειας και να παλέψουν για το καλύτερο.
Ζει και στην ποίηση του Καλομενόπουλου
Επιστρέφοντας στον τόπο του απέδειξε πως δεν είχε ξεχάσει τις ρίζες του αν και ο τρόπος ζωής στην Ευρώπη είχε διαμορφώσει το χαρακτήρα του και τον τρόπο συμπεριφοράς του. Ο ακριβής όρος «τζέντλεμαν» ταίριαζε στο Θεμιστοκλή Βαλαρή.
Ο ανοικτός χαρακτήρας του, η αρχοντιά σε όλες του τις εκδηλώσεις, τον έκαναν περιζήτητο στις παρέες. Και βλέπομε να μη λείπει από την ποίηση του Καλομενόπουλου, όπου αναφέρονται οι παρέες που άφησαν εποχή με τα γλέντια τους.
Ήταν και καλλιτεχνική φύση. Έπαιζε θαυμάσιο βιολί και τραγουδούσε υπέροχα. Αυτό το χάρισμα φαίνεται να κληροδότησε στην κόρη του, που εξελίχθηκε στη γνωστή λαμπρή ερμηνεύτρια την οποία είχε ξεχωρίσει ο ίδιος ο Μάνος Χατζηδάκης. Και την έχουμε απολαύσει αρκετές φορές στις υπέροχες συναυλίες της.
Έβαζε υψηλούς στόχους
Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής από την πρώτη μέρα που επέστρεψε από τις σπουδές του στο Ρέθυμνο, άρχισε να βάζει υψηλούς στόχους. Κάποιοι από αυτούς ήταν υπερβατικοί για την εποχή. Και το αποτέλεσμα αρκετές φορές ήταν ένα ισχυρό χτύπημα στις προσδοκίες του. Δεν το έβαζε κάτω όμως. Ήξερε να αγωνίζεται. Και η αποτυχία γινόταν πρόκληση να προσπαθήσει ξανά σε καλύτερες βάσεις. Κάποτε βρέθηκε σε δεινή θέση χάνοντας όλη του την περιουσία ακόμα και την πατρική. Δεν λύγισε. Κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και να ξαναπάρει τη ζωή του στα χέρια του αποκτώντας ξανά την οικονομική του ευρωστία μετά από σκληρή δουλειά και απίστευτη θέληση.
Μόνο μια συμφορά κατάφερε να τον κλονίσει όταν «έφυγε» για το μεγάλο ταξίδι η μικρή του αδελφή η Αιμιλία. Μέχρι το τέλος της ζωής του βούρκωνε στη θύμησή της.
Οραματίστηκε το μέλλον της πόλης
Οραματιστής καθώς ήταν και πνεύμα πάντα ανήσυχο διέβλεψε το μέλλον της πόλης του, έστω κι αν η μιζέρια είχε δημιουργήσει ένα τοπίο θολό. Κι οι νέοι έσπευδαν να μεταναστεύσουν γιατί δεν έβλεπαν φως ανάπτυξης από πουθενά.
Ο Θεμιστοκλής με μια αποφασιστικότητα που τρόμαζε κάθε συντηρητικό νου, διέλυσε τις επιχειρήσεις του και επένδυσε τα πάντα στον τομέα του τουρισμού. Εκεί έβλεπε τη μοναδική ευκαιρία ανάπτυξης του τόπου του.
Εκείνη την εποχή η τουριστική υποδομή στο Ρέθυμνο, ήταν ανύπαρκτη. Το ξενοδοχείο «Βαλαρή» όμως στη γνωστή θέση, ήταν μια τουριστική μονάδα, πρότυπη για την εποχή της. Με τον εξοπλισμό που διέθετε, από το ασανσέρ, μέχρι την κεντρική θέρμανση και το τηλεφωνικό κέντρο, ήταν ο πρώτος πόλος έλξης τουριστών. Κι αυτό θα πρέπει να αναφέρεται πάντα. Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής ήταν ο πρώτος που πίστεψε στο τουριστικό μέλλον του Ρεθύμνου και για χάρη του υψηλού αυτού στόχου, επένδυσε την περιουσία του, για να αποδείξει και να δικαιωθεί τελικά. Και σ’ αυτό τον τομέα του οφείλουμε πολλά.
Μια πόλη αναμνήσεις
Αλλά εκεί που πραγματικά αξίζει την αιώνια ευγνωμοσύνη μας είναι στις αναμνήσεις του, που μας βοηθούν να ζήσουμε το Ρέθυμνο μιας άλλης εποχής. Οφείλουμε χάρη γι’ αυτό στην κ. Ιωάννα που κατάφερε να τις εκδώσει 17 χρόνια αργότερα.
Εκείνος δεν είχε φιλοδοξίες συγγραφέα. Αυτό μου τόνιζε κάθε φορά που έφερνε συνεργασία στην εφημερίδα και πολλές φορές του έθιγα το ζήτημα και τον παρακινούσα να εκδώσει ένα βιβλίο. Η σεμνότητά του με αφόπλιζε πάντα.
Το βιβλίο όμως «Μια πόλη αναμνήσεις» είναι η μεγαλύτερη προσφορά του στις επόμενες γενιές. Μας δίνει μια εικόνα του Ρεθύμνου, περιγράφει την κοινωνική ζωή, προσθέτει λεπτομέρειες της καθημερινότητας που διευκολύνουν τον ερευνητή και τέρπουν τον αναγνώστη. Γράφει απαλλαγμένος από πάθη και χωρίς αφορισμούς.
Για παράδειγμα εκεί που αναφέρει για το Ενετικό Ρολόι λέει απλά ότι αν δεν έλειπε ο Εμμανουήλ Καούνης να το προστατεύσει με το πάθος που τον διέκρινε για την παραδοσιακή μας κληρονομιά, ίσως τώρα να υπήρχε. Κανένα άλλο σχόλιο. Μια γραφή απόλυτα αντικειμενική και αμερόληπτη.
Μαζί στις χαρές και στις λύπες
Ο γάμος του με την Ιωάννα το γένος Γεωργίου Στραπατσάκη ήταν το δώρο του Θεού σ’ αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο. Έζησαν το βίο που ονειρεύεται κάθε ζευγάρι. Μαζί στις χαρές και στις λύπες. Και πάντα ένα στιβαρό χέρι από πλευράς της κας Ιωάννας στον άντρα της μέχρι να περάσει η μπόρα.
Το κύκνειο άσμα του
Κι ήρθε το 1988. Μια χρονιά γεμάτη προβλήματα για όλους. Σαν να ήθελε η ζωή να μας δώσει την ύστατη ευκαιρία ξεφάντωσης, περάσαμε στο Λύκειο Ελληνίδων, εκείνη τη χρονιά, μια αξέχαστη Απόκρια με το χορό των Απάχηδων. Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, παρά την ηλικία του, πρωταγωνιστούσε στο γλέντι αυτό. Μας έκανε όλους να ξεχαστούμε και να ξεφαντώσουμε παρακινώντας τους πάντες για χορό και τραγούδι.
Έτσι τον θυμάμαι και τον τιμώ όπως και τόσοι άλλοι Ρεθεμνιώτες.
Δεν ξεχνάμε το φως που μας χάρισε η παρουσία του. Και τον φέρνουμε πάντα σαν παράδειγμα Ρεθεμνιώτη ευπατρίδη χωρίς να μας χρεώσει για υπερβολή ποτέ κανένας. Ιδιαίτερα εκείνοι που τον έζησαν από κοντά και χάρηκαν τον ευγενικό του λόγο και το αστείρευτο χαμόγελό του, προσυπογράφουν και μας δικαιώνουν.