Ο κ. Θεοχάρης Δετοράκης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, είναι πολύ γνωστός στην πόλη μας, όπου επί τρεις δεκαετίες υπηρέτησε την επιστήμη της Βυζαντινής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή, αλλά και έξω από το νησί μας και τη Χώρα μας, γενικότερα, για το σπουδαίο επιστημονικό έργο του, που σε ένα μεγάλο μέρος αφορά και στην Κρήτη και την Ιστορία της. Είναι ευτύχημα ότι η Κρήτη βρισκόταν πάντοτε στο επίκεντρο των επιστημονικών ενδιαφερόντων του κ. Δετοράκη και υπηρετήθηκε ευσυνείδητα, και παράλληλα πάντοτε με τη Βυζαντινή Φιλολογία, σε θέματα ιστορικά, φιλολογικά, γλωσσικά και λαογραφικά. Ειδικά η «Ιστορία της Κρήτης» του κ. Δετοράκη, γραμμένη στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα, έχει καταστεί στις μέρες μας ένα πολύτιμο χρηστικό βιβλίο, συνέχεια αυτών των μεγάλων ιστορικών της Κρήτης.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μεστό και τεκμηριωμένο το «Προλόγισμα» του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη μας κ. Ευγενίου ενημερώνει, οριοθετεί και επικεντρώνει τον αναγνώστη στο ουσιώδες και στη χρησιμότητα της εν λόγω κριτικής έκδοσης του «Ακαθίστου Ύμνου» προς ψυχική ωφέλεια των πιστών και ευρύτερη γνώση επί του θέματος που πραγματεύεται. Διά της εκδόσεώς της αυτής, επισημαίνει ο Σεβασμιώτατος, η Ι. Μητρόπολή μας αποβλέπει στη συνάντηση των παναγιόφιλων ανθρώπων της Εκκλησίας μας με το πρόσωπο της Κεράς Παναγιάς, όπως τόσο όμορφα στην Κρήτη Την προσφωνούμε.
Όπως, περαιτέρω, σημειώνει ο συγγραφέας στον «Πρόλογό» του, ο «Ακάθιστος Ύμνος» είναι, χωρίς αμφιβολία, το λαμπρότερο κατόρθωμα της βυζαντινής Υμνογραφίας. Εγκώμιο και δοξολογία και ικεσία μαζί στη Μητέρα του Θεού, την αγιότερη και δημοφιλέστερη μορφή του χριστιανικού αγιολογίου, που εξακολουθεί για δεκατρείς και περισσότερο αιώνες να είναι, κατά την περίοδο των ακολουθιών της Μ. Τεσσαρακοστής, σε ενεργό λειτουργική χρήση σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες και να γεμίζει τις καρδιές των πιστών με ευφροσύνη και κατάνυξη.
Η μακρόχρονη ενασχόληση του κ. Δετοράκη με τα προβλήματα της βυζαντινής Υμνογραφίας δικαιολογεί, όπως και ο ίδιος εξομολογείται, και την παρούσα δοκιμή για τον «Ακάθιστο Ύμνο» και τα προβλήματά του, που εξακολουθούν να είναι πολλά και άλυτα και προβληματικά. Και η μελέτη του κ. Δετοράκη διεισδύει βαθιά στο θέμα. επιχειρεί λεπτομερειακή αναψηλάφηση ιστορικών προβλημάτων σχετικών προς τον χρόνο και τον Ποιητή του Ύμνου και προωθεί και τεκμηριώνει με νέα στοιχεία παλαιότερη άποψή του για την περίπτωση να είναι ο «Ακάθιστος Ύμνος» προϊόν συνεργασίας δύο μεγάλων ποιητών, κορυφαίων εκπροσώπων της βυζαντινής υμνογραφίας, των αδελφών υμνογράφων Ιωάννου του Δαμασκηνού και Κοσμά του Μελωδού. Εξετάζει, επίσης, και προσάγει μετά από διεξοδική και σε βάθος έρευνα και ανάλυση και νέα στοιχεία από την πολύχρονη μελέτη των χειρογράφων, ώστε η εργασία του να χαρακτηρίζεται για τη σαφήνεια, την εκφραστική πληρότητα και επιστημονική ευσυνειδησία της.
Η έκδοση αυτή του «Ακαθίστου Ύμνου» αποτελεί την πρώτη, ουσιαστικά, ελληνική κριτική έκδοση αυτού, πράγμα που επιδαψιλεύει μεγάλη τιμή στη Μητρόπολή μας που ανέλαβε την έκδοσή της και στον Επίσκοπό της, που είχε την οξυδέρκεια να διείδει την αξία του έργου και του δημιουργού του και να προβεί στην έκδοσή του και μαζί με την διάδοση του βιβλίου να πλατύνει, διεθνώς, και το όνομα της Μητροπόλεώς μας. Γιατί η ποιότητα της έκδοσης εγγυάται ότι θα προσελκύσει το ερευνητικό ενδιαφέρον όχι μόνον της ελληνικής αλλά και της διεθνούς κοινότητας περί τον «Ακάθιστο Ύμνο».
Η μελέτη, βέβαια, του κ. Δετοράκη απευθύνεται πρωτίστως στον ερευνητή της φιλολογικής επιστήμης και δη της Βυζαντινής Φιλολογίας και των σχετικών κλάδων της Θεολογίας, όμως, παράλληλα, έχει πολλά να προσφέρει και στον απλό αναγνώστη και να τον ενημερώσει σε πλείστα άκρως ενδιαφέροντα ζητήματα. Έτσι, από την παρουσιαζόμενη μελέτη πας φιλομαθής μπορεί – όπως έχουμε ήδη επισημάνει – να πληροφορηθεί τόσο περί του Δημιουργού και του χρόνου δημιουργίας του Ύμνου, όσο και να βρει έγκυρες απαντήσεις και σε πολλά άλλα σημαντικά θέματα, όπως, για παράδειγμα, γιατί ο εν λόγω Ύμνος ονομάστηκε «Ακάθιστος» ή περί των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων του (προοιμίων, εφυμνίων κ.λπ.) και των εκδόσεων και μεταφράσεων που έχει γνωρίσει τόσο στην ελληνική, όσο και σε άλλες γλώσσες. Εξαιρετικά ενδιαφέρον, επίσης, σημειώνουμε για τον φιλόλογο ειδικά και το κεφάλαιο: «Λογοτεχνία και Τέχνη – Ο Ακάθιστος Ύμνος ως λογοτέχνημα», όπου ο συγγραφέας παραθέτει κρίσεις Ελλήνων λογοτεχνών (Παπαδιαμάντη, Παλαμά, Παπαρρηγόπουλου, Τωμαδάκη κ.λπ.) για τη εξαιρετική λογοτεχνική ποιότητά του, σταχυολογώντας χαρακτηριστικά λογοτεχνικά σχήματα του Ύμνου (όπως επαναλήψεις, ομοιοκαταληξίες, παρηχήσεις, παρομοιώσεις, μεταφορές, αντιθέσεις, οξύμωρα σχήματα, προσωποποιήσεις κ.λπ.). Ακολουθούν κεφάλαια, όπως ο Ακάθιστος Ύμνος στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη (εικονογραφία και μελοποιία), ενώ εξαιρετικά ενδιαφέρον, από θεολογικής και φιλολογικής άποψης, σημειώνουμε και το κεφάλαιο «Κριτικές και φιλολογικές παρατηρήσεις» σε επίμαχα και προβληματικά σημεία του Ύμνου, που συχνά αποτελούν θέμα αμφισβήτησης μεταξύ των ειδικών και έντονης απορίας των απλών αναγνωστών. Εδώ, ανάμεσα σε ποικιλία γραφών που παραδίδονται από τα χειρόγραφα και τους κώδικες κρίνεται και προτείνεται από τον συγγραφέα η ορθότερη όλων, ενώ ειδικής βαρύτητας θεωρούμε στο τέλος του βιβλίου και το «Γλωσσάριο» του Ακαθίστου.
Θερμά συγχαίρουμε και ευχαριστούμε όλους τους παραπάνω συντελεστές του ωραίου αυτού και πολύμοχθου έργου, τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιο για την πρωτοβουλία της έκδοσης και τον καθηγητή κ. Θεοχάρη Δετοράκη για το πολύμοχθο του έργου. Η αίσθηση τού χρέους απέναντι στην πνευματική και πολιτισμική κληρονομιά του Τόπου είναι, νομίζω, εκείνη που καθοδήγησε τις προσπάθειές τους και συνέβαλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά τους, ανάγκη βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα της ψυχής τους.