Ο ερχομός των Μικρασιατών και στο Ρέθυμνο εκτός των άλλων έφερε και νέα ακούσματα μουσικής. Από βιωματική εμπειρία μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι ο κάθε προερχόμενος από αλησμόνητες πατρίδες έχει κι ένα «χούι» που μάλλον υπάρχει στο γονίδιο, αφού κληροδοτείται από γενιά σε γενιά.
Έχει θλίψη; Τραγουδάει. Έχει χαρά; Τραγουδάει. Είναι σε υπερένταση; Τραγουδάει.
Δεν φεύγει ποτέ από την παιδική μου μνήμη η εικόνα του θείου Δημήτρη που καταλαβαίναμε την άφιξή του πριν χτυπήσει το κουδούνι, αφού από τη σκάλα ερχόταν η φωνή του «Τι να την κάνεις τη ζωή αν είναι κι άλλη τόση».
Από τις προσφιλείς ερμηνείες των Μικρασιατών ο αμανές. Η δεξιότητα μάλιστα και η διαχείριση της έκτασης στη φωνή, αξιολογούσε και το ταλέντο του ερμηνευτή.
Και πραγματικά χαιρόσουν να τους ακούς τους αμανετζήδες. Μη φανταστείτε εκείνο το μακρόσυρτο που συνηθίζουν οι Τούρκοι. Ο Μικρασιάτικος αμανές σου θυμίζει λυγμό. Είναι μια έκρηξη συναισθημάτων κι όχι ένας χείμαρρος «κλαψιάρικης» μελωδίας.
Ο ερχομός των Μικρασιατών καλλιτεχνών και η συνάντηση με τους ντόπιους πρωτομάστορες δημιούργησε και μια άλλη κατηγορία τραγουδιών που ευδοκίμησε περισσότερο στα Χανιά αλλά και στο Ρέθυμνο με το Φουσταλιέρη και τους άλλους περίφημους της γενιάς του. Ήταν τα ταμπαχανιώτικα, τα ρεμπέτικα τραγούδια της Κρήτης, τα δε περισσότερα απ’ αυτά είναι γνωστά και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Η προέλευση του ονόματός τους -σύμφωνα με τις πηγές του διαδικτύου, είναι τούρκικη και προέρχεται από την λέξη tabakhane – ταμπακχανέ, που σημαίνει βυρσοδεψείο. Τα τραγούδια αυτά, είναι επηρεασμένα από την Κρητική παραδοσιακή μουσική, διατηρούν όμως και αρκετά στοιχεία της ανατολής και γι’ αυτό ονομάζονται και μανέδες. Τον 18ο αιώνα ακούγονται στις ελληνικές περιοχές της Ιωνίας, κυρίως της Σμύρνης, όπου είχαν εγκατασταθεί αρκετοί κάτοικοι κρητικής καταγωγής, οι οποίοι και συγκέρασαν τα δύο είδη μουσικής, το Κρητικό τραγούδι με τους Σμυρνέικους αμανέδες. Παράλληλα όμως και λόγω του εμπορίου που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στα παράλια της Ιωνίας και στις πόλεις, κυρίως της δυτικής Κρήτης, τα τραγούδια αυτά, ακούγονταν σε πολλές ημιαστικές, αλλά κυρίως αστικές περιοχές του νησιού.
Τα ταμπαχανιώτικα τραγούδια δεν είναι χορευτικά και συνδυάζουν αρμονικά την ύπαρξη του χριστιανικού και του μουσουλμανικού στοιχείου εκείνων των περιοχών, με τους αμανέδες της Μικράς Ασίας στην αρχή και με το ρεμπέτικο τραγούδι αργότερα.
Στην αρχή παιζόταν μόνο με μπουλγαρί (τρίχορδο μπουζούκι), αργότερα όμως προστέθηκαν και άλλα έγχορδα όργανα, όπως λαούτο, ούτι και λύρα.
Ο κυριότερος εκπρόσωπος
Ο Φουσταλιέρης ήταν δεξιοτέχνης στο μπουλγαρί, θεωρείται ως ο κυριότερος εκπρόσωπο του κρητικού ταμπαχανιώτικου τραγουδιού. Ηχογράφησε πολλά από τα γνωστά μας ως σήμερα τραγούδια, με τη φωνή του λαουτιέρη και τραγουδιστή Γιάννη Μπερνιδάκη ή Μπαξεβάνη, του Γιώργη Τζαγκαράκη ή Τζιμάκη, μεγάλου τραγουδιστή της εποχής και του λυράρη Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά.
Ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης με το άδοξο τέλος γεννήθηκε στα Περβόλια Ρεθύμνου και άρχισε να παίζει λύρα από παιδί. Θεωρείται από τους σημαντικούς μουσικούς της Κρήτης των αρχών του 20ού αιώνα. Πρωτοεμφανίστηκε ως λυράρης γύρω στα 1928 στο πλευρό του λαουτιέρη Ψυλλάκη ή Ψύλλου. Ήταν από τους πρώτους που άρχισε περιστασιακά να χρησιμοποιεί το έγχορδο μπουγλαρί ως όργανο για τη συνοδεία της λύρας, προτού καθιερωθεί το λαούτο ως συνοδευτικό μουσικό όργανο στην Κρήτη. Από τη δεκαετία του 1930 άρχισε να ηχογραφεί τραγούδια, με πρώτα τα περίφημα Ρεθεμνιώτικα πεντοζάλια. Εξαιτίας της δεξιοτεχνίας του στη λύρα έγινε πλούσιος. Ωστόσο, έγινε επίσης γνωστός για την μποέμικη ζωή του και τα τελευταία χρόνια της ζωής του χαρακτηρίστηκαν από την ανέχεια και την φτώχεια. Απεβίωσε σε ηλικία 87 ετών στα Χανιά, σε άσυλο ανιάτων, το 1980.
Ο Γιάννης Μπερνιδάκης ή «Μπαξεβάνης» ή απλά «Μπαξές» γεννήθηκε το 1910 στο Ρέθυμνο και καταγόταν από το Άνω Μαλάκι του νομού Ρεθύμνου. Η μητέρα του Στέλλα Βογιατζάκη, συγχωριανές με την Χρυσούλα Μαμαγκάκη, μητέρα του θρυλικού Ροδινού, από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια. Λέγεται ότι ο πατέρας του ήταν κηπουρός στο τσιφλίκι κάποιου Τούρκου και γι’ αυτό αποκαλούνταν και «Μπαξεβάνης» (μπαξές=κήπος). Στα 12 του χρόνια άρχισε να παίζει μαντολίνο και μπουλγαρί, αλλά τον κέρδισε τελικά το λαούτο. Η καταπληκτική φωνή του ήταν εκείνη που έκανε όλη την Κρήτη να τον αποκαλεί «το αηδόνι της Κρήτης» και εξαιτίας αυτής έχει μείνει στην ιστορία σαν ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές που έχει βγάλει η Κρήτη. Εμφανίζεται στη δισκογραφία το 1928 με την ηχογράφηση ενός δίσκου με το λυράρη Αλέκο Καραβίτη, ενώ ακολούθησαν συνεργασίες με το Στέλιο Φουσταλιέρη, το Μανώλη Λαγό, τον Ανδρέα Ροδινό, τον Καρεκλά και το Θανάση Σκορδαλό.
Ο Μπαξεβάνης την εποχή εκείνη, με την ασύγκριτη φωνή του είχε ξεπεράσει τα στενά όρια της Κρήτης και είχε γίνει γνωστός και στην υπόλοιπη Ελλάδα καθώς τραγούδησε, εκτός από Κρητικά τραγούδια, νησιώτικα αλλά και μικρασιάτικα. Λένε ακόμη ότι οι λυράρηδες της εποχής φιλονικούσαν μεταξύ τους για το ποιος θα τον πάρει στα πανηγύρια και στις ηχογραφήσεις των δίσκων.
Η αδερφή του Λαυρεντία, επίσης ταλαντούχα στο τραγούδι ήταν η πρώτη γυναίκα που καταγράφηκε δισκογραφικά στην ιστορία της κρητικής μουσικής. Γύρω στο 1940 ηχογράφησαν παρέα με το Μανώλη Λαγό στη λύρα το κλασικό πλέον: «Τη μάνα μου την αγαπώ».
Το 1947 παντρεύτηκε με την Ελευθερία Κατσιμπράκη και απέκτησε μια κόρη. Αυτή ήταν και η αρχή μιας νέας εποχής στη ζωή του που συνοδεύτηκε από με την αλλαγή επαγγέλματος. Ο Γιάννης Μπερνιδάκης άνοιξε φαρμακείο και παρά τις παρακλήσεις των φίλων του δεν επέστρεψε ξανά στην μουσική. Χαρακτηριστικό το υπέροχο ποίημα του φίλου του Γιώργου Καλομενόπουλου με τίτλο «Γράμμα στο Μπαξε», που μελοποίησε το 1999 ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης σε ερμηνεία του Μανώλη Λιδάκη.
Όσον αφορά τη δισκογραφία, ο Γιάννης Μπερνιδάκης τραγούδησε κρητικά, νησιώτικα αλλά και σμυρναίικα τραγούδια. Συντροφιά με τον Παναγιώτη Τούντα ηχογράφησαν στην Αθήνα το τραγούδι «Άσπρο Περιστέρι Μου» και το «Αμάν Μαριώ» το 1938 (δίσκος 78» – Columbia DG6395), το «Θε να σε κάμω μενεξέ» και το «Ωχ Μικρό Μελαχροινό» το Φλεβάρη του 1940 (δίσκος 78’’ Columbia DG6520). Για τη δισκογραφία του με το Στέλιο Φουσταλιέρη. Το 1949 ηχογράφησε συνολικά 6 τραγούδια με το Θανάση Σκορδαλό, εκ των οποίων είναι και το «Βαρύς Πισκοπιανός», «Το Ξεροστερνιανό Νερό», κ.α.
Ο αγαπητός σε όλους «Μπαξεβάνης», πέθανε στο Ρέθυμνο τον Ιούλιο του 1972.
Ο μεγάλος Στέλιος Φουσταλιεράκης
Ήταν μια μεγάλη μορφή ο Στέλιος Φουσταλιεράκης. Αυτός να θυμίσουμε ότι γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 19 Ιουνίου του 1911, ημέρα Κυριακή, ώρα τρεις το απόγευμα, όπως του άρεσε να διευκρινίζει. Πήρε το όνομα του πατέρα του, που σκοτώθηκε σε ατύχημα προτού αυτός γεννηθεί. Μεγάλωσε με μικρασιάτικα τραγούδια και έγινε δεξιοτέχνης στο μπουγλαρί (κρητικός ταμπουράς). Από τα 11 του χρόνια, άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του ρολογά, κάτι που ήταν το δεύτερο μεγάλο πάθος του μετά το μπουλγαρί. Ήταν τραγουδιστής, οργανοπαίκτης στο μπουλγαρί και συνθέτης πολλών γνωστών κρητικών τραγουδιών. Δημιούργησε τη δική του σχολή στην κρητική μουσική αναδεικνύοντας το μπουλγαρί σε όργανο μελωδικό και σολίστικο. Έπαιξε με τους Κρητικούς μαστόρους της μουσικής αλλά -μοναδική περίπτωση- ταίριαξε και με τους μεγάλους ρεμπέτες.
Ήταν ένας συμπαθέστατος άνθρωπος, μετρίου αναστήματος, με ένα γλυκύτατο χαμόγελο και μια έμφυτη αρχοντιά. Συγκαταλέγεται άξια στις κορυφές της αστικής λαϊκής μουσικής παράδοσης της Κρήτης και συγκεκριμένα της πόλης του Ρεθύμνου. Στο Ρέθυμνο ήταν γνωστός και ως μπάρμπα Στέλιος ο ρολογάς, επειδή ασκούσε και την τέχνη του ρολογά. Είχε το μαγαζί του στην οδό Αρκαδίου και φήμη του ειδικού στα ρολόγια.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις ετικέτες των δίσκων της εποχής ο Στέλιος Φουσταλιεράκης αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι. Ένα στοιχείο όμως που φαίνεται να επηρέασε σημαντικά τη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Στέλιου Φουσταλιεράκη ήταν και η παραμονή του στην Αθήνα ανάμεσα στο 1933 και το 1937, περίοδο της μεγαλύτερης άνθησης του ρεμπέτικου. Η γνωριμία με τους δημιουργούς του, όπως ο Μάρκος Βμβακάρης, ο Γιώργος Μπάτης, ο Παναγιώτης Τούντας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Στράτος Παγιουμτζής κ.α. πρέπει να υπήρξε καθοριστική.
Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης πέθανε τον Απρίλιο του 1992.
Ο Άγνωστος Θεοχάρης Ζωγράφος
Υπήρξε όμως κι ένας ακόμα σπουδαίος τραγουδιστής, στενός συνεργάτης του Φουσταλιεράκη, ο Θεοχάρης Ζωγράφος που μόνο ακούσματα έχουμε από αυτόν.
Κατά ευτυχή συγκυρία όμως τον ανασύρουμε από τη λήθη χάρις σε ένα εκλεκτό συμπολίτη και σεμνό εργάτη του πολιτισμού τον κ. Γιώργο Λιουδάκη από τη Μέρωνα.
Ο κ. Λιουδάκης ενδιαφέρθηκε για τον Ζωγράφο λόγω του γάμου του με Μερωνιανή. Εντόπισε την εγγονή του καλλιτέχνη κ. Δανάκη Ζωγράφου στην Αυστραλία κι έχουμε ένα πλήρες βιογραφικό του παππού της και σπάνιες φωτογραφίες από το οικογενειακό αρχείο.
Από τα στοιχεία που μας έδωσε ο κ. Λιουδάκης και τον ευχαριστούμε θερμά ακόμα μια φορά, προκύπτουν τα εξής:
Ο Θεοχάρης Ζωγράφος γεννήθηκε στη Μικρά Ασία το 1912 ή το 1913, σε μια πόλη που είναι τώρα γνωστή ως Milas (Μιλασσός), βορειοανατολικά της Αλικαρνασσού, όταν ήταν ακόμα πολύ έντονο το Ελληνικό στοιχείο.
Προέρχονταν από μια καλή και εύπορη οικογένεια που είχε επιχείρηση επεξεργασίας μεταξιού. Η οικογένειά του είχε στενές σχέσεις με τους Τούρκους που απασχολούσε, βοηθώντας τους συχνά σε περιόδους προβλημάτων και υποστηρίζοντας τον κρυφό-χριστιανισμό τους. Λόγω της μεγάλης τραγωδίας του 1922, τα άφησαν όλα πίσω, έφυγαν για τη Σμύρνη και μετά στη Σάμο. Οι κάτοικοι της Σάμου τους απέρριψαν, οπότε πήγαν στην Κάλυμνο πριν φτάσουν για το Ρέθυμνο το 1922.
Ο Ζωγράφος τραγουδούσε συνεχώς. «Δεν γινότανε γλέντι, χορός, διασκέδαση, χωρίς να τον καλέσουν. Ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που πάντρεψε το μικρασιάτικο τραγούδι με το κρητικό». Δούλεψε στενά με τους Φουσταλιέρη, Ροδινό, Καρεκλά, Μπαξεβάνη.
Δεν έχουμε πληροφορίες για το πόσο χρονικό διάστημα έζησε στον Πειραιά. Γνωρίζουμε ότι κατά τη διάρκεια της διαμονής του εκεί, όταν ηχογράφησε τη δεκαετία του 1930, γνώρισε όλους τους μεγάλους ρεμπέτες της εποχής, όπως ο Στέλιος Περπινιάδης που ήταν πολύ ενθουσιασμένος με τη φωνή του και είχε πει γι’ αυτόν: «είχε μία φωνή αηδόνι που τέτοια δεν έχω ξανακούσει». Ο Περπινιάδης τον προσκάλεσε στον Πειραιά για να μπορούν να ηχογραφήσουν μαζί, αλλά πέθανε πριν μπορέσει να το κάνει αυτό. Ο μεγάλος Φουσταλιέρης είχε πει επίσης για τον Ζωγράφο ότι «Είχε πάρα πολύ καλή φωνή». Σε κάποιο ντοκιμαντέρ ο Φουσταλιέρης τον αναφέρει ονομαστικά και επαίνεσε τη φωνή του. Όλοι επαινούσαν τη φωνή του.
Οι δίσκοι που έκανε -τα Ταμπαχανιώτικα- δεν ήταν το αγαπημένο του στυλ μουσικής, αλλά του άρεσε πολύ το τραγούδι. Ο Αμανέδες ήταν το πάθος του και είχε μια ομάδα φίλων στο Ρέθυμνο που τραγούδησαν αμανέδες μαζί.
«…Και σείστηκε ο Μέρωνας»
Ο Θεοχάρης Ζωγράφος είχε έναν πολύ καλό φίλο που έμενε με την οικογένειά του στο Μέρωνα. Αυτός κανόνισε και επισκέφθηκαν το χωριό με σκοπό να συναντήσει τη μετέπειτα γυναίκα του Μαρία Μοσχονά. Μετά τη συνάντηση, ο κοινός φίλος ρώτησε τη Μαρία Μοσχονά «τι κατάλαβες εχθές από αυτό το παιδί;»
Αυτή κατάλαβε τι έχει συμβεί και απάντησε: «εγώ είμαι ορφανή και έχω δύο μπαρμπάδες. Άμα είναι κάτι να γίνει, να πας στους μπαρμπάδες μου», οπότε ο κοινός φίλος πήγε στους θείους και έτσι ολοκληρώθηκε το προξενιό μεταξύ της Μαρίας Μοσχονά και του Θεοχάρη Ζωγράφου.
Όταν πήγε να συναντήσει τη Μαρία Μοσχονά για δεύτερη φορά, αυτός και μια ομάδα μουσικών έπαιξαν και τραγούδησαν όλη τη νύχτα. Η Μαρία στις μετέπειτα εξιστορήσεις της μας έλεγε ότι «κουνήθηκε όλος ο Μέρωνας εκείνη τη βραδιά».
Ενάντια στον πόλεμο
Το ζευγάρι ζούσε στο Μέρωνα όταν ήρθε ο πόλεμος. Ο Ζωγράφος ήταν ενάντια στον πόλεμο, όταν οι Γερμανοί απαιτούσαν οι άνδρες του χωριού να βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο μέρος για να καταμετρηθούν (σ.σ. πιθανόν για τα καταναγκαστικά έργα), δεν πήγε ποτέ – παρόλο που η γυναίκα του τον παρακαλούσε να πάει. Τουλάχιστον δύο φορές συνελήφθη από τους Γερμανούς, αφού δεν πήγαινε ποτέ να καταμετρηθεί και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Γνωρίζουμε από συγγενή του Ζωγράφου, ότι σκότωσε έναν Γερμανό κατά την περίοδο της κατοχής. Ένα βράδυ ένας από τους Γερμανούς συμπεριφερόταν επιθετικά απέναντι στον Ζωγράφο και έναν από τους φίλους του. Ο Ζωγράφος στη συμπλοκή τον νίκησε, του πήρε το όπλο του και τον πυροβόλησε.
Ο Ζωγράφος ήταν 33 ετών όταν πέθανε το 1945. Πέθανε από ένα τραύμα και το «μοιρολόι» κράτησε για 3 ολόκληρες ημέρες. Ο γιος του Ζωγράφου και πατέρας της Δανάης ήταν μόλις 42 ημερών όταν πέθανε ο πατέρας του. Ο Ζωγράφος ήταν ένας ιδιαίτερα αγαπητός άνθρωπος λόγω του τρόπου, των αξιών του, της φωνής του και του πάθους του για τη μουσική και το τραγούδι. Γι’ αυτό και στα μετέπειτα χρόνια μνημονεύονταν ως «ένας αληθινός Κύριος».
Έχουν διασωθεί, από τις ηχογραφήσεις του με τον Στέλιο Φουσταλιέρη τα παρακάτω τραγούδια, τα οποία όμως είναι αρκετά για να καταλάβει κανείς την σπανιότητα και την ποιότητα της φωνής του Θεοχάρη Ζωγράφου
- Παραπονιάρης, (1938)
- Πάρε καρότσα κι έλα (1938)
- Συρτός Ρεθυμνιώτικος (Πολλές καρδιές κρυφά πονούν) (1938)
Αυτός ήταν ο Θεοχάρης Ζωγράφος που αξίζει να τον μνημονεύουμε όταν αναφερόμαστε στους πρωτομάστορες της παραδοσιακής μας μουσικής
Πηγές:
Επιστολή Δανάης Ζωγράφου για τον παππού της Θεοχάρη
Οικογενειακό αρχείο Δανάης Ζωγράφου
MusicHeaven
Vikipaidia