Του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ*
Κυκλοφόρησε το 39ο τεύχος της επιστημονικής έκδοσης της Ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου «Νέα Χριστιανική Κρήτη». Είναι η έκδοση με την οποία η τοπική Εκκλησία, χρόνια τώρα, συμμετέχει στα επιστημονικά δρώμενα του Ρεθύμνου αλλά και της ευρύτερης περιοχής, διευρύνοντας ταυτόχρονα την πνευματική παρουσία της και σε χώρους πέραν αυτών της θεολογικής μελέτης και έρευνας, καθώς εκτός από κείμενα θεολογικού – θρησκευτικού ενδιαφέροντος, φιλοξενεί και εργασίες φιλολογικού, εκπαιδευτικού, ιστορικού και κοινωνιολογικού περιεχομένου.
Ειδικά στο φετινό τεύχος τα θέματα είναι στην πλειοψηφία τους σχετικά με τα προαναφερθέντα, επιβεβαιώνοντας έτσι το εύρος του επιστημονικού ορίζοντα της έκδοσης και δικαιωματικά προσβλέποντας σε ανάλογης ευρύτητας αναγνωστική απήχηση.
Συγκεκριμένα, περιλαμβάνονται οι εργασίες: του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη για τα κοσμικά τοπωνύμια της πόλης του Ρεθύμνου κατά την Ενετοκρατία, του Μανόλη Α. Βουρλιώτη για την εκπαίδευση των Κρητικών κατά την Επανάσταση του 1866, του Θεόδωρου Πελαντάκη για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και τους διδάξαντες στα Ελληνικά Σχολεία του Ρεθύμνου από το 1800 μέχρι το 1913, του Κωνσταντίνου Π. Φουρναράκη για την τύχη των αρχείων ης Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, των Θεοδώρας Αν. Ιωαννίδου και Ευάγγελου Αθ. Παπαθανασίου για τον ζωγράφο Κωνσταντίνο Θεοδώρου Δανιήλ, του Ιωάννη Ηλ. Βολανάκη για τα χριστιανικά μνημεία των Σφακίων , του Κωνσταντίνου Ψαράκη για τον τοιχογραφικό διάκοσμο του ναού της Αγίας Παρασκευής στον οικισμό Κάμπος Κισάμου Χανίων, του Αρχιμ. Διονυσίου Λυκογιάννη για μια άγνωστη εικόνα του Στελιανού Γεννητή στη Ζάκυνθο, του Δημητρίου Λυκ. Κολλιντζά για άγνωστα μουσικά χειρόγραφα της Ιεράς Μονής Πάτμου, της Χρύσας Δαμιανάκη για το «Χρονικό μιας Πολιτείας» του Παντελή Πρεβελάκη, του Γιάννη Γ. Τσερβελάκη ,επίσης για το «Χρονικό μιας Πολιτείας» του Παντελή Πρεβελάκη, της Δέσποινας Αθανασιάδου – Στεφανουδάκη για τα ποιήματα της μοναχής Αικατερίνας Μαρκουλάκη και τα βιβλιογραφικά σημειώματα του Μιχάλη Τρούλη.
Στο προλόγισμά του ο Μητροπολίτης Ρεθύμνου και Αυλοποτάμου κ. Ευγένιος αναφέρεται στις δυσκολίες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η τωρινή έκδοση, η επίτευξη της οποίας είναι, όπως αναφέρει, «χαροποιό γεγονός και ελπιδοφόρο, γιατί αποτελεί αντίδοτο στην πενία των καιρών μας … παρέχοντας μήνυμα ελπίδας, χαράς και αισιοδοξίας για ένα καλύτερο αύριο στον τόπο και τους ανθρώπους». Δηλώνει ότι «το τεύχος αυτό αφιερώνεται στην τριακοστή επέτειο της εκλογής του Παναγιωτάτου Πατρός και Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου ως έκφραση αγάπης, τιμής και σεβασμού στο Τίμιο Πρόσωπό Του και στο έργο Του», και ευχαριστεί όλους όσοι συνετέλεσαν στο ευτυχές αποτέλεσμα.
Από τις εργασίες που περιέχονται θα γίνει ειδική αναφορά σε αυτήν του Θεόδωρου Πελαντάκη με τίτλο «Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και διδάξαντες στα Ελληνικά Σχολεία του νομού Ρεθύμνης από το 1800 μέχρι το 1913», (σελ.115-211), λόγω της ιδιαίτερης εκπαιδευτικής και ιστορικής της σημασίας.
Πρόκειται για μια μελέτη των εκπαιδευτικών δεδομένων της περιοχής του Ρεθύμνου κατά την αναφερόμενη περίοδο στο συγκεκριμένο αντικείμενο, η οποία βασίζεται σε πλήθος αρχειακών πηγών, αλλά και σε δημοσιεύσεις έγκυρων ερευνητών της τοπικής εκπαίδευσης και ιστορίας, που καταλήγει σε ένα εξαιρετικού ερευνητικού και αναγνωστικού ενδιαφέροντος αποτέλεσμα. Στο κείμενο, παράλληλα με την αναδρομή στις εκπαιδευτικές συνθήκες της περιόδου, προβάλλεται ο πρωτεύων ρόλος που είχε η Εκκλησία ως πάροχος των βασικών σχολικών γνώσεων, ως χορηγός των αναγκαίων για τη λειτουργία των σχολείων και η καθοριστική συμβολή της στη συντήρηση του παραδοσιακού πολιτισμικού αποθέματος κάτω από συνθήκες ιδιαίτερα δυσμενείς. Ακόμη τονίζεται το πώς η ορθόδοξη χριστιανική πίστη, η συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετουργίες και η μέσω αυτών επαφή με την ελληνική γλώσσα έδρασαν «ως συγκολλητική και ενοποιός δύναμη για τη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης».
Αρχικά γίνεται λόγος για πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά και οικονομικά γεγονότα που συνέβησαν στον ελλαδικό και στον ευρωπαϊκό χώρο, τα οποία επηρέασαν και την εκπαίδευση, με κάποια από αυτά να αναφέρονται αποκλειστικά στην Κρήτη της περιόδου 1821-1913. Ακολουθούν η χρονολογική αναφορά στις γενικότερες εκπαιδευτικές συνθήκες με την ίδρυση και τα είδη των σχολείων (Κοινό, Αλληλοδιδακτικό, Ελληνικό, Γυμνάσιο) στην Ελλάδα και στην Κρήτη, η πληροφόρηση για το διδακτικό υλικό κάθε κατηγορίας, για τα σχολικά κτήρια του Ρεθύμνου και οι εξελίξεις κατά τη μετάβαση από την τουρκοκρατία στην Κρητική Πολιτεία.
Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στην ιστορία της Μονής και της Σχολής του Αγίου Πνεύματος Κισσού και στη συμβολή της στην αναβάθμιση του επιπέδου των εκπαιδευτικών παροχών της ευρύτερης περιοχής.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναφέρεται: στις ειδικότερες εκπαιδευτικές και παιδαγωγικές συνθήκες της τότε εποχής και στις δυσκολίες, που είχαν σχέση με την ανεπάρκεια των διδασκόντων σε αριθμό αλλά συχνά και σε διδακτική και παιδαγωγική ποιότητα, στην οικονομική αρωγή των μοναστηριών του Ρεθύμνου για τη συντήρηση των σχολείων, σε θέματα διοίκησής τους, σε αριθμητικά στοιχεία φοιτώντων κατ’ έτος, κατά σχολείο και κατά φύλο στα πρώτα χρόνια λειτουργίας τους, στα κριτήρια πρόσληψης των διδασκόντων και στις οικονομικές απολαβές τους, ακόμη στις περιοχές που λειτουργούσαν σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στον νομό και στα διδακτήρια της πόλης.
Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας είναι η αναφορά στους διδάξαντες στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού Ρεθύμνης από τις απαρχές της ίδρυσής τους μέχρι το 1913, οπότε η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, παραθέτονται στοιχεία 147 διδαξάντων στα σχολεία της περιοχής την περίοδο 1800 έως 1913, κατά σχολική μονάδα και κατά σχολικά έτη υπηρεσίας μαζί με σύντομο βιογραφικό του καθενός. Η παράθεση γίνεται πρώτα συνοπτικά και κατόπιν αναλυτικά. Προηγούνται πίνακες στους οποίους αναγράφονται οι διδάξαντες σε κάθε σχολείο και τα σχολικά έτη θητείας τους και ακολουθούν αλφαβητικά τα ονόματα όλων των εκπαιδευτικών με σύντομο βιογραφικό τους.
Στον Πίνακα 1 τα: Ελληνικόν Σχολείον, Προγυμνάσιον , Ημιγυμνάσιον, Γυμνάσιον Αρρένων Ρεθύμνου , από το 1802 έως το 1912.
Στον Πίνακα 2 τα: Παρθεναγωγείο, Ανώτερο Παρθεναγωγείο Ρεθύμνου, από το 1838 έως το 1915.
Στον Πίνακα 3 το: Σχολαρχείο, Σχολή του Αγίου Πνεύματος Κισσού, από το 1870 έως το 1908.
Στον Πίνακα 4 τα: Ελληνικά Σχολεία (Σχολαρχεία) της Περιφέρειας Ρεθύμνου, τα οποία ήταν τα: Σπηλίου, 1883-1919 – Μοναστηρακίου, 1873-1909 – Μυλοποτάμου (Μελιδόνι, 1885-1891), (Πάνορμο, 1894-1903) – Αγίου Κωνσταντίνου, 1888-1889 – Ανωγείων, 1898-1899 – Αρκούδαινας (Αρχοντικής) 1896-1897 – Ατσιποπούλου, 1890-; – Κοξαρές, 1888-1889 – Μελάμπων, 1888-1889 και 1892-1893 – Μέρωνα,1872-; – Μύρθιου Αγίου Βασιλείου, 1888-1889 – Ρουστίκων, 1888-1889 – Σελλιών, 1888-1890, Ζουριδίου, 1903-1905 και η Ιερατική Σχολή Αγίας Ειρήνης, 1895-1896.
Σε όλα αναφέρονται οι διδάξαντες κατά έτος.
Ακολουθεί η κατά αλφαβητική σειρά παράθεση των βιογραφικών των 147 διδαξάντων, που προαναφέρθηκαν. Ανάμεσά τους διακρίνονται εκπαιδευτικοί που ξεχώρισαν με την παρουσία τους στον απαιτητικό αυτό χώρο, αλλά και σε άλλους τομείς της δημόσιας ζωής. Ονόματα όπως αυτά των: Ανδρεδάκη (Αντρεδή) Γεωργίου, Αποστολάκη Άννας, Γενεράλη Εμμανουήλ, Μακρή Χρίστου, Μεταξά Ιωάννη, Πετυχάκη Κωνσταντίνου, Πρεβελάκη Μιχαήλ, Φωτάκη Ευστράτιου, των Επισκόπων Καστρινογιαννάκη Διονυσίου, Μαραγκουδάκη Διονυσίου, Μαρκάκη Βασιλείου, Μπραουδάκη Ιερόθεου, Νικολετάκη Καλλίνικου, Ξηρουδάκη Ευμενίου, Τσεπετάκη Χρύσανθου (οι οποίοι παράλληλα με την εκκλησιαστική είχαν και εκπαιδευτική δράση) και αρκετών ακόμη, έμειναν στην ιστορία την εκπαιδευτική, αλλά και τη γενικότερη ως άτομα με πολυδιάστατη συνεισφορά και αξιομνημόνευτο έργο.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με ονομαστική αναφορά στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης εκατό χρόνια μετά – σήμερα – και με αναλυτικότατη βιβλιογραφία.
Πρόκειται για μια εργασία, καρπό πολύμοχθης έρευνας, πολύτιμη για την ιστορία της Εκπαίδευσης του Ρεθύμνου, από έναν άνθρωπο με πολύχρονη και πολύπλευρη προσφορά στους εκπαιδευτικούς και κοινωνκούς «προμαχώνες», από τη σχολική τάξη και το συνδικαλιστικό πεδίο μέχρι τις ανώτερες θέσεις διοικητικής ευθύνης. Το πόνημά του αυτό αποτελεί μια επιπρόσθετη εισφορά, τώρα στον ερευνητικό εκπαιδευτικό τομέα, μια επιβεβαίωση της διαρκούς «θητείας» του στον χώρο που υπηρέτησε με παραδειγματική προσήλωση και συνέπεια.
*Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος