Του ΓΙΩΡΓΗ ΕΜΜ. ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ*
Η ανάγνωση ενός κειμένου «παράγωγου» σοβαρής πνευματικής προσπάθειας ή προϊόντος ταλαντούχου λογοτεχνικής δεξιότητας, είναι πάντα εμπειρία εποικοδομητική, «κερδοφόρα» πρόσοδος για τον αναγνώστη, είτε επειδή πλουτίζει το γνωστικό του απόθεμα και συμβάλλει στη διεύρυνση των οριζόντων του είτε επειδή οξύνει τα αισθητικά του κριτήρια, καλλιεργώντας παράλληλα και τον ψυχικό του κόσμο. Τέτοια κείμενα συγκροτούν την «πνευματική περιουσία» από την οποία αντλεί κανείς εφόδια, για να είναι επαρκής, όποτε είναι αναγκαία η κινητοποίηση του πνεύματος ή προκύπτουσα η ψυχική ευαισθητοποίηση.
Ο Θησέας Τσιάτσικας και εκ φύσεως και εκ θέσεως έχει πλούσια αυτή την πνευματική περιουσία και καρποφόρους τις προσόδους της. Έχει διαβάσει, έχει διδάξει, έχει συγγράψει πλήθος από κείμενα αναφερόμενα στο πεδίο των φιλολογικών και παιδαγωγικών επιστημών και της διδακτικής τους, έχει προχωρήσει και στη βαθύτερη μελέτη τους, έτσι ώστε να μπορεί ως κριτής- σχολιαστής να πάρει θέση και να έχει βαρύνουσα άποψη.
Στο νέο του πόνημα, λοιπόν, με τον τίτλο «Αναγνώσεων πρόσοδος», έκδοση 2021, αυτό ακριβώς κάνει: εκθέτει τη δημοσιευμένη κατά καιρούς κρίση του για εικοσιοκτώ βιβλία που μελέτησε, την πρόσοδο την οποία αποκόμισε από αυτά αλλά και την πρόταση του για την επωφελέστερη αποδοχή τους από τον αναγνώστη. Μαζί και δύο μελετήματα ειδικότερης παρουσίασης και σχολιασμού του έργου συγκεκριμένων λογοτεχνών.
Λέει στο Πρόλογο : «…ο κύριος στόχος μου ήταν να βοηθηθεί ο αναγνώστης να εμβαθύνει περισσότερο στην αναγνωστική πρόσληψη των κειμένων, ποιητικών ή πεζογραφικών, να τα αντιμετωπίζει από περισσότερες οπτικές γωνίες και να εκλεπτύνει τα αισθητικά του κριτήρια, ώστε να απολαμβάνει πληρέστερα την ανάγνωσή τους. Να γίνει ένας «επαρκής αναγνώστης»… Για τα βιβλία με ιστορικό περιεχόμενο, οι όποιες κριτικές μου επισημάνσεις αφορούν στη δομή των βιβλίων, την τήρηση βασικών κανόνων της ιστοριογραφίας, το σεβασμό της ιστορικής αντικειμενικότητας, τον προσδιορισμό της σκοπιάς θεώρησης και ανάλυσης των γεγονότων, αλλά και την ποιότητα του λόγου και την αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα».
Τα παραπάνω διαπιστώνει κανείς από την παρουσίαση π.χ. του βιβλίου του καθηγητή Μιχάλη Δαμανάκη «Κύκλωπες και Λαιστρυγόνες». ο συγγραφέας εκθέτει τις εμπειρίες του τις σχετικές με τους Έλληνες της διασποράς, τις οποίες αυτός βίωσε υποκειμενικά ως βιομηχανικός εργάτης και στη συνέχεια ως δάσκαλος σε ελληνικό σχολείο, φοιτητής και καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κολωνίας με βασικό αντικείμενο τη Διαπολιτισμική Παιδαγωγική, η οποία μετά αποτέλεσε κεντρικό πεδίο των επιστημονικών του ενδιαφερόντων. Επίσης από τον σχολιασμό τριών ποιητικών συλλόγων και ενός πεζού της Χρυσούλας Δημητρακάκη, για την ποίηση της οποίας γράφει μεταξύ άλλων : «…μια ποίηση αισθητικά άρτια και θεματικά ενδιαφέρουσα, η οποία παρά την ευρύτητα της σύλληψης και την πανανθρώπινή της διάσταση, περήφανα δηλώνει την αφετηριακή έμπνευση και την αξιακή αρματωσιά της ποιήτριας από το ρεθεμνιώτικο τοπίο και το μύθο της Κρήτης, γενέθλιο τόπο των προγόνων της και δική της μυθική Ιθάκη της ψυχής και της σκέψης». Και παρακάτω : « είναι ποιήματα με την ίδια θεματική (σύμπαν, κόσμος, άνθρωπος, κοινωνία),εκφράζουν τη διαρκή υπαρξιακή αναζήτηση και την πρισματική θεώρηση του ανθρώπου, επιδιώκουν να συναρθρώσουν σε ενιαίο σύστημα πρακτικής ηθικής τις επιταγές για το δέον».
Παρουσιάζοντας τις μαντινάδες και τραγούδια της Κρήτης του Κωστή Καλλέργη αναφέρεται στα γνωρίσματα της ποίησής του, υπογραμμίζοντας τη σχέση του με την παράδοση, τον βιωματικό, γνωμολογικό, σατιρικό και παιχνιδιάρικο χαρακτήρα της.
Πολύ ενδιαφέρον έχει η κατατοπιστικότατη αναφορά του στην ποίηση του Γιώργη Καλομενοπούλου «του ποιητή του Ρεθύμνου», όπου με σαφήνεια και ουσιώδεις παρατηρήσεις αναλύει το έργο του σημαντικού για το Ρέθυμνο ποιητή, ο οποίος όπως σημειώνει, αξίζει συστηματικής περαιτέρω μελέτης και παρουσίασης.
Σε εκτεταμένο μελέτημά του επιχειρεί μια πρώτη προσέγγιση στην ποίηση και στην ποιητική του Νίκου Καρούζου, ενός ποιητή δύσκολα προσεγγίσιμου λόγω της θεματολογικής του ιδιαιτερότητας, του συχνά σκοτεινού νοήματος του στίχου αλλά και των χωρίς τους τυπικούς κανόνες γλωσσικών επιλογών του. Γράφει για αυτόν: «… σε ανάλογο βάθος διασταυρώνονται η οντολογική απορία με την υπαρξιακή αγωνία, που καθώς παρατηρεί ο Έ. Κακναβάτος «αναδύεται από ένα ρήγμα που επισημαίνεται σε μεγάλο βάθος, εκεί που τα σκοτεινά ριζώματα της συνείδησης αντλούν ουσίες-οξείδια από την οργιώδη χλωρίδα του υποσυνειδήτου»….. και με έναν ποιητικό λόγο επαναστατικό και αναρχικό που υπακούει στο συνειρμό και αγνοεί κάποτε και τους πιο στοιχειώδεις κανόνες του συνταχτικού, που εκτινάσσεται με ξαφνικές εκρήξεις ανατρέποντας τις λογικές ακολουθίες και, στην προσπάθειά του να εκφράσει το ανέκφραστο, φτάνει ως την ίδια του την εξάρθρωση και την αφασία κάποτε».
Το μελέτημα αυτό είναι ένα χρησιμότατο βοήθημα για όποιον επιθυμεί να εισδύσει στα άδυτα της ποιητικής του Καρούζου.
Παρουσιάζοντας το «Ιχνηλατώντας τον καιρό» του Βαγγέλη Κιαγιαδάκη λέει μεταξύ άλλων: «… ο Βαγγέλης Κιαγιαδάκης είναι ποιητής γιατί πρώτα-πρώτα διαθέτει μία καθαρή μάτια που του επιτρέπει να βλέπει τα πράγματα με έναν τρόπο προσωπικό και πρωτότυπο, με έναν τρόπο καθαρά αισθητικό. Έπειτα γιατί μπορεί με άνεση να περνά από την τυπική λογική σκέψη στην υπερβατική και κάποτε ενορατική ενατένιση των πραγμάτων, διακρίνοντας σχέσεις καθόλου προφανείς για την κοινή μας λογική ….μπορεί να σκέφτεται με εικόνες εκεί που εμείς οι άλλοι χρησιμοποιούμε αφηρημένες έννοιες».
Για τη Νένα Κοκκινάκη με αφορμή τη συλλογή διηγημάτων «Ο εραστής φάντασμα» αναφέρει: «… εκείνο που χαρακτηρίζει το αφηγηματικό έργο της Νένας Κοκκινάκη δεν είναι τόσο η εξωτερική δράση ούτε το πλήθος των προσώπων και η περίτεχνη πλοκή, όσο η καταβύθιση στον μέσα κόσμο και στην τρικυμία που συνταράσσει το βυθό της ανθρώπινης ψυχής κάτω από μια επιφάνεια λεία και ήρεμη. Μέσα από μια ξαφνική ρωγμή αυτής της επιφάνειας η συγγραφέας αποκαλύπτει την ουσιαστική αντίθεση του φαίνεσθαι και του είναι, της συμβατικής εξωτερικής συντροφικότητας και της υπαρξιακής ερημιάς, η οποία σε κάποια ανύποπτη στιγμή κατακυριεύει την ψυχή των ηρωίδων και ορθώνει τείχη απροσπέλαστα στην ανθρώπινη επικοινωνία».
Σχολιάζοντας το συγγραφικό έργο του Βασίλη Παπαδάκη, ποιητικό και δοκιμιακό, διαπιστώνει: «…η συγγραφική δημιουργία του -ποιητική και δοκιμιακή- είναι ανθρωποκεντρική και βαθύτατα υπαρξιακή, θα προσθέσω ότι είναι συγχρόνως υποκειμενική και αυτοαναφορική, με την έννοια ότι ταυτίζονται απόλυτα ο ποιητής και ο άνθρωπος Βασίλης Παπαδάκης…. ανοίγει διάπλατα μπροστά μας, σχεδόν εξομολογητικά, την «εσωτερική πορεία» μέσα στον εαυτό του με τον αγώνα και την αγωνία του να βρει απαντήσεις στα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο, το σκοπό της ύπαρξης και τις ηθικές αξίες που τη νοηματοδοτούν».
Η οικείωση του συγγραφέα με τη θεωρία της λογοτεχνίας και την αφηγηματολογία του επιτρέπει να επισημαίνει τους αφηγηματικούς τρόπους, να αναλύει με δεξιότητα τη σκοπιμότητά τους και να τονίζει την ιδιαίτερη λειτουργία τους στην όλη συγκρότηση του κειμένου.
Στα πεζά, όπως σε αυτό του Δημήτρη Ρεντίφη, «Κατεβαίνοντας το ποτάμι», το οποίο φαίνεται να είναι έργο υψηλών λογοτεχνικών απαιτήσεων, ο συγγραφέας ξεπερνά την απλή παρουσίαση και προχωρεί σε ενδελεχή ανάλυση, εκθέτοντας τις βαθύτερες προθέσεις του δημιουργού αλλά και τα εμφανή και αφανή «συστατικά» της Τέχνης του. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό, παραδίδει μαθήματα αναγνωστικής αλλά και διδακτικής προσέγγισης του λογοτεχνικού κειμένου, έτσι ώστε αυτό να γίνει κτήμα ουσιαστικό και απολαυστικό.
Αναφερόμενος στο βιβλίο του καθηγητή Σταμάτη Φιλιππίδη «Τόποι – Μελετήματα για τον αφηγηματικό λόγο επτά νεοελλήνων πεζογράφων», μετά την παρουσίαση του περιεχομένου των μελετημάτων επισημαίνει: «…τα μελετήματα χαρακτηρίζονται από τον πλούτο και τη φιλολογική αξία των παρατηρήσεων, τη θαυμαστή ενότητα του βιβλίου, παρά την ποικιλία των θεμάτων και των πεζογραφημάτων που αποτελούν το περιεχόμενό του, τη στέρεα θεωρητική σκευή του συγγραφέα και την άνετη κίνησή του ανάμεσα σε συγγραφείς και κείμενα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας λογοτεχνίας και της θεωρίας της, την επιτυχή χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων και τις υφολογικές αρετές του λόγου του, όπου η ακρίβεια και η σαφήνεια αμιλλώνται την πλαστικότητα και την εκφραστική ποικιλία».
Παρουσιάζοντας το βιβλίο του Γιώργου Φρυγανάκη «Ο Καραγκιόζης Zει» σχολιάζει την ποικιλία, το ύφος, τους εκφραστικούς τρόπους και τη δραστικότητα των 55 περιεχόμενων κειμένων και τοποθετείται κριτικά απέναντι στις αφορμές της έμπνευσής τους.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο «Βιβλιοπαρουσιάσεις τοπικής ιστορίας και φυσικού περιβάλλοντος» περιέχονται δέκα κείμενα σχετικού περιεχομένου, μέσα από τα οποία ο Θησέας Τσιάτσικας παρουσιάζει τις αναμνήσεις του καθηγητή Γιώργου Αλεξανδράκη από τα πρώτα βήματα του Πανεπιστημίου Κρήτης και την οργάνωση του Τμήματος Φυσικής, τις ερευνητικές προσπάθειες του Γιάννη Γρυντάκη σε θέματα τοπικής ιστορίας, του Γιώργου Περπιράκη για το Ατσιπόπουλο (Ιστορία – Οικονομία – Πολιτισμός) και για την Επανάσταση του Θερίσου, τις αναμνήσεις μιας ζωής του Εμμανουήλ Σταγάκη, την εργασία του Αστ. Ζαχάρη για τον Εθνικό δρυμό της Σαμαριάς, την καταγραφή και παραγωγή παραδοσιακών φαγητών από την Ειρήνη Καλλέργη -Πελαντακη στο «Γεύση Ανωγείων» και τα βιβλία του Κλεόνικου Σταυριδάκη για την άγρια βρώσιμη χλωρίδα της Κρήτης και την άνυδρη καλλιέργεια των κηπευτικών. Όλα θέματα πολύπλευρου ενδιαφέροντος και επωφελούς αναγνωστική εμπειρίας.
Ίσως φανεί αρχικά παράδοξο να παρουσιάζει κανείς ένα βιβλίο βιβλιοπαρουσιάσεων. Ένα βιβλίο που υπηρετεί την προβολή άλλων βιβλίων.
Δεν πρόκειται όμως μόνο για αυτό. Οι παρουσιάσεις του Θησέα Τσιάτσικα δεν είναι μια τυπική έκθεση περιεχομένων. Είναι μια ευκαιρία κατάθεσης από την πλευρά του απόψεων, κρίσεων και αναλύσεων που έχουν την εγκυρότητα ενός άκρως καταρτισμένου γνώστη της λογοτεχνικής θεωρίας και πράξης, και γενικότερα του φιλολογικού αντικειμένου, ενός έμπειρου δασκάλου, με γόνιμα χρόνια στην έδρα της τάξης αλλά και στον καθοδηγητικό – συμβουλευτικό ρόλο. Τα εφόδιά του αυτά του δίνουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίζει πολυπρισματικά το κείμενο, λογοτεχνικό ή άλλο, να διακρίνει τις θεατές και αθέατες όψεις του, να αποκωδικοποιεί τα μυστικά του, να αποτιμά την αισθητική του αξία και να το προσφέρει προσβάσιμο στην αναγνωστική αλλά και στη διδακτική πράξη.
Με την έννοια αυτή, λοιπόν, το «Αναγνώσεων πρόσοδος» προσφέρεται ανεπιφύλακτα για τον καθένα που προσδοκά να αποκτήσει και ο ίδιος προσόδους από την επικοινωνία του με αυτού του είδους τα κείμενα.
* Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος