Ένιωσα στην αγκάλη της πως μ’ είχε αγαπήσει
Και δεν μπορούσε στη ζωή χωρίς εμέ να ζήσει.
Επήρεμε μια ταχινή και πάμενε στη βρύση
κρατούσε τη λαΐνα της νερό να την γεμίσει.
Δίπλα υπήρχενε γκρεμνός που ‘χε μεγάλο βάθος
έπεσα δίχως δισταγμό μα ήταν δικό μου λάθος.
Τα παιδικά ματάκια μου βασίλεψαν και ‘σβήσαν
εάν υπήρχα στη ζωή ελπίδα δεν αφήσαν.
Προσπάθησε η μανούλα μου λαΐνα να γεμίσει
και σαν με είδε στον γκρεμνό δεν μπόριε να μιλήσει.
Είδε πως ήμουνα νεκρός και έσβηνε η ζωή μου
και σαν ενός μικρού αετού χτυπούσε το λαγγί μου.
Έχει τα θάρρη στο Θεό μια χάρη του ζητάει
Σ’ ένα ξωκλήσι ερημικό με δάκρυα ξεσπάει.
Παιδί μου, αγγελούδι μου πρέπει σου για να ζήσεις
ακόμα κι αν η μοίρα σου το γράφει για να σβήσεις.
Τα μάτια μου είχα σφαλιχτά μα άκουγα τη μιλιά της
στο πρόσωπό μου έσταζε το αίμα της καρδιάς της.
Δεν τηνε θέλω τη ζωή να ζω φαρμακωμένα
ζητώ τη χάρη του Θεού πεθαίνω εγώ για σένα.
Αυτά που έδωσε ο Θεός της τύχης τα γραμμένα
δεν ήταν δυνατό ποτέ να φύγουν από ‘μένα.