Το άθλημα του βόλεϊ που κάθε εβδομάδα βρισκόταν στις επάλξεις του κορυφαίου τη τάξει πρωταθλήματος της χώρας σε γυναικείο επίπεδο, δεν θα περιέχει πια τη λέξη «ΟΠΕΡ».
Η ρεθεμνιώτικη ομάδα πριν από 20 μέρες απώλεσε την ευκαιρία να μείνει στην Α1 και μετρώντας μόλις 5 ήττες και 17 ήττες έπειτα από ένα πρωτάθλημα διάρκειας 7 μηνών, υποβιβάστηκε στην περιπλέκουσα από υποομίλους της Α2 κατηγορίας.
Ένα άλλο ζήτημα -το πιο σοβαρό- το οποίο περνάει στα μείον του ρεθεμνιώτικου αθλητισμού είναι ότι ο ΟΠΕΡ έπεσε κατηγορία και το Ρέθυμνο κατ’ επέκταση, έχασε μια ακόμη ευκαιρία να διαφημίζεται εβδομαδιαίως σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.
Το δύσκολο πρωτάθλημα, οι προπονήσεις και οι ξένες παίκτριες
Το τις πταίει όμως, μας το λέει ένας άνθρωπος που γνωρίζει καλύτερα τα πράγματα. Ίσως καλύτερα από τον καθένα. Ο ίδιος έζησε τις δυσκολίες και τις ευκαιρίες που παρουσιάστηκαν προκειμένου η ρεθεμνιώτικη ομάδα να κρατηθεί στην κατηγορία. Ο Θανάσης Ντζαφέρης μίλησε στα «Ρ.Ν.» κι εξέφρασε την άποψή του για το πώς ήρθαν τα πράγματα τόσο άβολα από τεχνικής πλευράς. Όπως όλα δείχνουν, όλα ήταν θέμα δουλειάς…
«Θα πρέπει να πούμε εξ αρχής ότι το φετινό πρωτάθλημα ήταν πιο ανταγωνιστικό από πέρυσι.
Το πρόβλημα ωστόσο εστιαζόταν και εστιάζεται γενικότερα στις ομάδες μακρινών περιοχών όταν κάποιες απουσίες παικτριών από τις προπονήσεις λόγω εργασίας, σπουδών ή άλλων απειλημένων υποχρεώσεων περιορίζουν τη δική τους ή και συνολικά την εξέλιξη της ομάδας.
Όταν μιλάμε για το επίπεδο της Α1, όταν δεν έχεις όλες τις κοπέλες που θέλεις και στις 7-8 προπονήσεις της εβδομάδας, είναι φυσιολογικό να μην μπορείς, πολλές φορές μέσα στους αγώνες, να βρεις ρυθμό. Είναι δύσκολο να βγάλεις το 100% των δυνατοτήτων σου στον αγωνιστικό χώρο.
Ένας τρίτος λόγος ήταν η έλλειψη ξένων παικτριών. Αν εξαιρέσουμε την ΑΕΚ όπου όλες οι Ελληνίδες παίκτριες που διέθετε, είχαν περάσει από όλα τα εθνικά κλιμάκια, όλες οι υπόλοιπες είχαν τις ξένες τους όπου, άλλες ήταν εξαιρετικές κι άλλες -στην χειρότερη των περιπτώσεων- παρείχαν αγωνιστικές λύσεις. Αν δείτε και το τελικό αποτέλεσμα, εμείς, η Λάρισα και ο Πορφύρας δεν είχαμε ξένες και είμαστε οι τρεις ομάδες που πέσαμε κατηγορία.
Ξέρετε, σε τέτοιες περιπτώσεις, ιδίως όταν παίζεται μια θέση για κάτι παραπάνω ή για την παραμονή, μία ομάδα έχει το «πάνω χέρι» όταν έχει «βάθος» στον πάγκο.
Εμείς αυτό το πληρώσαμε. Ακόμα κι όταν κάποια κορίτσια βρίσκονταν σε καλή μέρα, είδατε και είδαμε όλοι ότι σε ματς που κερδίζαμε με 2-0 χάναμε με 3-2 γιατί δεν είχαμε τις κατάλληλες ανάσες. Η κόπωση των αθλητριών φαινόταν επίσης και από το γεγονός ότι με το να λείπουν κάποιες απ’ όλες τις προπονήσεις, δεν είχαμε το ρυθμό που έπρεπε».
– Με βάση όλα αυτά φταίει ίσως και το γεγονός ότι υπήρξε ένα βεβαρημένο πρόγραμμα με πολύ δύσκολους αγώνες στη σειρά…;
«Όχι, το πρόγραμμα δεν έχει παίξει ρόλο. Όλες οι ομάδες παίζουν με όλους. Τις πρώτες αγωνιστικές, ό,τι μπορούσαμε να πάρουμε, το πήραμε πετυχαίνοντας νίκες με τον Εύοσμο και με την ΑΕΚ. Λίγο μετά, κάναμε και τη νίκη με τη Λάρισα.
Δυστυχώς ρίξαμε τα στάνταρτς μας τα Χριστούγεννα, είχαμε και την ατυχία με τη Στέλλα (σ.σ. Λαγουδάκη) που τραυματίστηκε και μετά ξεκίνησαν τα προβλήματα.
Τα πράγματα όμως είναι απλά. Αν είμαστε πιο σοβαροί ως σύνολο και κερδίζαμε τη Λάρισα και τον Πορφύρα θα είχαμε σωθεί».
Όταν εννοείτε «σοβαροί», εννοείτε «επαγγελματίες»…;
«Ναι, αυτό εννοώ και σας το εξήγησα παραπάνω σχετικά με τις προπονήσεις».
Από το Νοέμβριο δυσκόλεψε η υπόθεση «παραμονή»
– Πότε καταλάβατε ότι η ομάδα ίσως μπλέξει σε προβλήματα…
«Από τον Νοέμβριο. Εκεί έβλεπα ότι τα πράγματα θα γίνουν δύσκολα στη συνέχεια.
Μ’ όλα αυτά που λέω, φυσικά και δεν βγάζω την ουρά μου απ’ έξω. Κάθε άλλο… Ξέρετε, η νίκη έχει πολλούς «πατεράδες». Η ήττα έχει τον προπονητή. Δεν είναι λοιπόν και το καλύτερο όταν πέφτει μια ομάδα. Όταν όμως δεν υπάρχει πλήρης επαγγελματισμός -ό,τι δηλαδή κάνεις να το κάνεις καλά- ας μην το κάνεις καθόλου.
Ήταν δύσκολα όπως ήρθαν τα πράγματα όμως, ακόμη το πιστεύω ότι με λίγη προσπάθεια θα μπορούσαμε να είχαμε κρατήσει την ομάδα. Δεν ήταν κάτι το ακατόρθωτο. Πολλά ματς, από 2-0 τα χάσαμε με 2-3 γιατί δεν είχαμε ρυθμό και τις κατάλληλες προπονήσεις.
Επίσης, έτυχαν πολλές συγκυρίες όπως, η αποχώρηση αθλητριών, απουσίες στις προπονήσεις, έλλειψη ξένων παικτριών.
Τα κορίτσια χρειάζονταν να ρίξουν πολλή δουλειά και δεν μπορώ να πω ότι δεν έκαναν την προσπάθειά τους».
– Μιλήσατε με τη διοίκηση ή με τις κοπέλες στο τέλος…;
«Ναι. Με τη διοίκηση τα είχαμε πει και από τον αγώνα μετά το Λαρισαϊκό. Τις κοπέλες τις ευχαρίστησα για τη συνεργασία που είχαμε».
«Έχω μεγάλο μερίδιο ευθύνης»
– Τώρα που τέλειωσαν όλα, το μετανιώνεις που ήρθες ή είσαι πιο σοφός μέσα απ’ αυτή τη δύσκολη στιγμή…;
«Δεν έχω μετανιώσει αλλά με στεναχωρεί που δεν έδωσα και ‘γω το 100% των δυνατοτήτων μου μη δουλεύοντας όπως έχω μάθει.
Όταν δεν έχεις κάποιες βασικές παίκτριες να δουλέψεις σε τακτική προετοιμασία ή να δουλέψουν ακόμη καλύτερα σε κάποια συστήματα οι κοπέλες μεταξύ τους, όλα κάποια στιγμή μπορεί να γίνουν πιο δύσκολα. Ξαναλέω, δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω. Αντιθέτως έχω μεγάλο μερίδιο ευθύνης».
– Τώρα που η ομάδα που έπεσε -υποθετικά μιλώντας- αν σου γινόταν πρόταση να αναλάβεις εν λευκώ- προκειμένου ο ΟΠΕΡ να επιστρέψει στην Α1, θα το έκανες αλλάζοντας κάποια βασικά πράγματα…;
«Το Ρέθυμνο είναι μία ομάδα στην οποία έχω ξαναδουλέψει στο παρελθόν. Την αγαπάω και δεν ήταν ό,τι το καλύτερο να πέσει η ομάδα.
Τώρα, ειλικρινά δεν ξέρω τί θα έκανα…
Αυτό για το οποίο θα πρέπει να δουλέψουμε όλοι είναι πάνω στην αθλητική παιδεία.
Το πρώτο πράγμα που θα ζητούσα -γιατί κάθε πράγμα που περνάει, μαθαίνεις- θα ήταν η αδιάλειπτη παρουσία των παικτριών στις προπονήσεις. Μόνο έτσι κάνεις ομάδα. Εάν δεν είναι στο γήπεδο, να δουλεύει η ομάδα δεν μπορείς να προχωρήσεις. Μόνο έτσι τα κορίτσια θα μπορέσουν να αποδώσουν καλύτερα και αργότερα θα μπορείς να ξέρεις ποιο είναι το ταβάνι σου.
Το δεύτερο από την πλευρά των κοριτσιών και του συλλόγου είναι να υπάρχει επαγγελματισμός με πλάνο διετίας. Δεν αξίζει να ρίξεις κάποια λεφτά και μετά να μην ξέρεις τί να κάνεις.
Είμαι άνθρωπος που μ’ αρέσει να δουλεύω αλλά για να δουλέψω πρέπει να έχω κάποιες κατάλληλες προϋποθέσεις. Στον σύλλογο γνωρίζουν το άθλημα και ξέρουν πώς να το διαχειριστούν».