Μετά την αποτυχία της επανάστασης το 1770 και τον τραγικό θάνατο του Δασκαλογιάννη, το ηθικό των υπόδουλων Κρητών βρισκόταν στο ναδίρ. Οι Τούρκοι είχαν γίνει σκληρότεροι και ο ραγιάς περνούσε τις μέρες του σε μια διαρκή απειλή. Οι φόροι αβάσταχτοι. Οι φαμελίτες δεν τα έφερναν βόλτα. Οι κοπελιές κυκλοφορούσαν με χτυποκάρδι, γιατί δεν ήξεραν τι θα μπορούσε να τους συμβεί στο δρόμο. Είχε σταματήσει βέβαια το κακό, να δίνουν τα παιδιά τους σκλάβους έναντι χρέους, μέτρο απάνθρωπο που σήμαινε για τους γονείς απέραντη απελπισία, αλλά και πάλι η ζωή ήταν αφόρητη.
Αυτή την κατάσταση κανένας δεν μπορούσε να ανεχθεί, αλλά ένας νεαρός από τον Ασώματο, το έδειχνε κιόλας και μάλιστα επικίνδυνα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Ήταν ο Ιάκωβος Τσουδερός γιος του Εμμανουήλ.
Οι δικοί του καμάρωναν βέβαια τη γενναιότητά του, αλλά για τη δική του ασφάλεια τον συμβούλευαν να κάνει υπομονή και να μαζεύει δυνάμεις.
Από ξεσηκωμούς αμέτρητους είχε ευλογήσει η Κρήτη ως τα τότε. Θα ερχόταν κι ο επόμενος για να βγάλει κι ο Γιακουμής το άχτι του. Σαν να του έλεγαν όμως «μόλις δεις γενίτσαρο πάνω του και μη λυπηθείς».
Πρόδρομος του ξεσηκωμού
Έτρεφε μίσος για τη φάρα αυτή ο Τσουδερογιακουμής και δεν άργησε να κάνει τα πρώτα βήματα επανάστασης πριν αρχίσει ο χορός του ’21. Πρόδρομος του μεγάλου ξεσηκωμού ο νεαρός που έβραζε το αίμα του για την αντίσταση κατά του δυνάστη δεν περίμενε παρά μια ευκαιρία. Δεν πήγαινε άλλο. Μέχρι που ήρθε η στιγμή που περίμενε από τα παιδικά του χρόνια. Ήταν στα 1790. Σε γάμο χριστιανών ήρθαν και δυο γενίτσαροι που από την πρώτη στιγμή «άπλωναν το ζωνάρι τους» για καβγά. Αντί να καθίσουν κόσμια στο γλέντι να γιορτάσουν κι αυτοί άρχισαν να προκαλούν μέχρι χυδαιότητας τις γυναίκες. Δεν άντεξε ο Τσουδερογιακουμής. Χάνοντας την υπομονή του ορμάει καταπάνω τους και τους σκοτώνει. Μια γλυκιά ανατριχίλα που αναστάτωσε το κορμί του ήρθε σαν σειρήνα να του δείξει το δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει από ‘κει και ύστερα.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως έδρασε με σχέδιο, γιατί ήταν και εξαιρετικά έξυπνος. Και είναι πιο πιθανό, γιατί πώς να τους σκότωνε, αφού δεν είχε όπλα; Λέγεται λοιπόν πως ο Γιακουμής βρήκε μια ευκαιρία και με κάποιο πρόσχημα παρέσυρε τον έναν Τούρκο μακριά από το γλέντι. Εκεί κατάφερε να του πάρει τα όπλα του και να τον σκοτώσει. Το ίδιο έκανε και με τον άλλο. Του είπε πως δήθεν τον ζητά ο δικός του, τον απομάκρυνε και τον σκότωσε. Όποια κι αν είναι η ιστορική αλήθεια, γεγονός ήταν πως ο Γιακουμής είχε βάλει την πρώτη σπίθα της δράσης του πριν φουντώσει ο αγώνας.
Αμέσως μετά με τον οπλισμό των δύο Τούρκων φεύγει στα Σφακιά. Εκεί σμίγει με τους Ιωσήφ Κουτρουμπά από την περίφημη οικογένεια του Μανούσακα, τους Πολογιάννηδες, τους Βολουδιανούς, τους Μανουσέληδες, τους δυο γιούς του εκ μητρός θείου του περιβόητου Γεωργιακομάρκου, τον Γεώργιο και τον Ιωσήφ, τους επονομαζόμενους Τσιμπραγούς (διδύμους) και τον Ιμβριώτη Θεόδωρο Σπάνια. Μ’ αυτούς κατάρτισε το αρματωλικό του σώμα και ρίχτηκε στον αγώνα.
Αμέτρητα τα κατορθώματα
Αμέτρητα τα κατορθώματά του. Λέγεται για παράδειγμα ότι περνώντας από το χωριό Γιαννιού, περίοδο νηστείας για τα Χριστούγεννα, ξαφνιάστηκε ακούγοντας λύρα και τραγούδια. Πλησίασε να δει ποιος ασεβεί και βλέπει δυο από τους πιο διαβόητους για τη σκληρότητά τους εσπέχηδες της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του. Χωρίς να υπολογίσει τη δύναμη των Τούρκων, όρμησε και τους σκότωσε. Πήρε μετά τα πτώματα και με τη βοήθεια των συντρόφων του τα πέταξε σε μια κοντινή μικρή αλλά απύθμενη λίμνη. Έτσι χάθηκαν τα ίχνη των εσπέχηδων, αλλά χωρίς στοιχεία για την τύχη τους. Με υπόνοιες μόνο οι Τούρκοι στράφηκαν κατά του Γιακουμή και υποχρέωσαν την οικογένειά του να πληρώσει τον καθορισμένο φόρο του αίματος. Δεν ήταν η πρώτη φορά και μάλιστα είχε αρχίσει και η αντίστροφη μέτρηση για την αξιόλογη περιουσία των Τσουδερών που ήδη είχε εξαντληθεί σημαντικά εξαιτίας της δράσης του μικρότερου αδελφού. Ο πατέρας πλήρωνε, ενώ καθένας από τα λοιπά αγόρια της οικογένειας έπαιρνε θέση στο δικό του μετερίζι…
Ο αδελφός του Μιχαήλ είχε ήδη καταφύγει στη μονή Πρέβελη, παίρνοντας το όνομα Μελχισεδέκ. Ήταν ο μετέπειτα θρυλικός Τσουδερογούμενος, που θα ύψωνε τη σημαία της επανάστασης στον Κουρκουλό λίγο αργότερα. Ο άλλος αδελφός Γεώργιος ήθελε πολύ να ακολουθήσει τον μικρό, αλλά η προστασία της οικογένειας τον υποχρέωνε να κάνει υπομονή. Κάποια στιγμή θα ερχόταν και η δική του ώρα-στα 53 του χρόνια- να φθάσει με τη γενναιότητα που τον διέκρινε στο βαθμό του χιλιάρχου και να εγκαταλείψει τελευταίος την επανάσταση το 1830, πολεμώντας σε όλο το νησί. (Κρήτη Αφιέρωμα).
Η ταπείνωση του Αλμπάνη
Όσο η δράση του Τσουδερογιακουμή γινόταν μεγαλύτερη, τόσο οι Τούρκοι σκύλιαζαν. Κάποια στιγμή κατάλαβαν ότι η λύση με την οικονομική αφαίμαξη της οικογένειας δεν ήταν αρκετή, αποφάσισαν να εκφοβίσουν την οικογένεια υποχρεώνοντας έτσι τον νεαρό να περιοριστεί.
Ποιος να τολμήσει όμως να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο; Μόνο ο Σουμάν Αλμπάνης, κεχαγιάμπασης της επαρχίας Λάμπης, γνωστός για την ανδρεία του.
Πράγματι χωρίς να δειλιάσει πήγε στο χωριό των Τσουδερών τον Ασώματο, να ερευνήσει το πατρικό σπίτι και να κατάσχει όσα όπλα βρει. Αυτή θα ήταν και μια αφορμή να συλλάβει τα μέλη της οικογένειας. Πράγματι βρήκαν μια πιστόλα και μια παλιά φυσιγγιοθήκη. Με αυτά τα στοιχεία ο Αλμπάνης και οι συνοδοί του κατευθύνθηκαν προς την Μονή Πρέβελη. Ο Γιακουμής παρακολουθεί από κοντά τα διαδραματισθέντα και γίνεται θηρίο. Χωρίς να λογαριάσει την αριθμητική δύναμη των Τούρκων, αποφασίζει να εκδικηθεί. Πηγαίνει λοιπόν σε μια καμπή του δρόμου προς το μοναστήρι και στήνει καρτέρι στον Αλμπάνη και τους δώδεκα «γιασαξήδες» του. Μόλις πλησίασαν, κατεβαίνει μόνος και πάνοπλος και τους κλείνει το δρόμο.
«Αλμπάνη» λέει στον κεχαγιά, «δεν ήταν της τιμής να γυρεύεις στο σπίτι μου ντουφέκια, αφού ξέρεις ότι εγώ τα κρατώ. Για θα γυρίσεις λοιπόν πίσω την πιστόλα και το φυσεκλίκι που μου πήρες, για θα σε σκοτώσω»(Ι. Μουρέλος -Βιογραφίες).
Ο Αλμπάνης με την εντύπωση ότι έχει περικυκλωθεί από την ομάδα του Γιακουμή, το μόνο που σκέφτηκε ήταν να τον ρωτήσει αν ήταν ο Τσουδερογιακουμής. Κι όταν πήρε καταφατική απάντηση, έκανε πίσω, και διέταξε τους γιασαξήδες του να επιστρέψουν αμέσως στον Ασώματο και να δώσουν τα όπλα που είχαν κατάσχει στην οικογένεια. Ο Τσουδερός άκουγε ικανοποιημένος αλλά κράτησε τον Αλμπάνη μέχρι να εκτελεστεί η διαταγή του κι όταν βεβαιώθηκε ότι γύρισαν τα όπλα σπίτι του, τον άφησε ελεύθερο. Έτσι αντί να ταπεινωθεί ταπείνωσε τον ισχυρό Τούρκο (Βιογραφία Τσουδερών και Ιστορία Ψυλλάκη Μέρος Γ σελ. 381).
Το τραγικό τέλος του
Κόντευε πια να γίνει ηρωικό τραγούδι ο βίος του. Για 14 ολόκληρα χρόνια ήταν ο εφιάλτης του κατακτητή. Όργωνε τα βουνά με κάθε καιρό αδιαφορώντας για τις κακουχίες, προστατεύοντας τους συμπατριώτες του από τα χέρια των εχθρών. Έτσι δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος, καθώς οι Τούρκοι άρχισαν να καταπιέζουν περισσότερο τους Χριστιανούς ξεσπώντας σ’ αυτούς την οργή τους για τα κατορθώματα του Γιακουμή. Όταν πια ο κόμπος έφτασε στο χτένι, τον ανάγκασαν να φύγει με τους άνδρες του και να πάει στην Αίγυπτο. Εκεί στρατολογήθηκε στον διοικητή της περιοχής.
Δεν πέρασε χρόνος από την εγκατάστασή του στην Αλεξάνδρεια και κατάφεραν οι συγγενείς των νεκρών Τούρκων της Κρήτης να πάρουν εκδίκηση. Πλήρωσαν πέντε ομόπιστούς τους, και τους έστειλαν στην Αίγυπτο να σκοτώσουν το Γιακουμή και τους άντρες του. Δεν τα κατάφεραν αμέσως. Η έμπειρη ματιά του Τσουδερού και η περίεργη έκτη αίσθηση που τον προστάτευε, μέχρι τότε, τον βοήθησαν να τους αντιληφθεί. Αρκετές απόπειρες δολοφονίας του απέτυχαν. Οι διώκτες του όμως δεν απελπίστηκαν. Έβαλαν σε εφαρμογή ένα άλλο σχέδιο, εξασφαλίζοντας τη συνεργασία ενός κουρέα.
Ημέρα που πήγε ο Γιακουμής να φροντίσει τον εαυτό του, οι επίδοξοι δολοφόνοι την έστησαν στο απέναντι καφενείο. Έγιναν κάποια στιγμή αντιληπτοί από τα παλικάρια του, αλλά όταν του φώναξαν «μας έφαγαν τα σκυλιά» ήταν αργά.
Πρόλαβε ο Μανούσακας να σκοτώσει δυο από τους πληρωμένους δολοφόνους πριν πέσει νεκρός από τις σφαίρες τους, μπροστά στο καφενείο.
Ο Τσουδερογιακουμής ενώ σκούπιζε τις σαπουνάδες από τα μάτια του, κατάφερε να σκοτώσει έναν με μαχαίρι και άλλον με πιστόλι. Για να πέσει τέλος νεκρός κατατρυπημένος από τις σφαίρες.
Ένας μόνο σώθηκε από την ενέδρα αυτή. Ο Σπάνιας, που γύρισε πίσω στην Κρήτη για να πάρει εκδίκηση για τον Γιακουμή και τους άλλους συντρόφους του.
Αυτό ήταν το τέλος του Ιάκωβου Τσουδερού, που άνοιξε το δρόμο για τη νέα επανάσταση, του πρώτου αρματωλού, που κατάφερε να σηκώσει το ηθικό των σκλάβων τιμώντας την οικογένειά του και αφήνοντας έτσι το όνομά του με χρυσά γράμματα στις δέλτους της νεότερης ιστορίας.