Το Αρκάδι έχει εμπνεύσει αμέτρητους λόγιους, συγγραφείς και ποιητές.
Αναρίθμητα και τα λογοτεχνήματα με θέμα την Αρκαδική εθελοθυσία.
Από τις ιστορικές μελέτες πάντως δυο ξεχωρίζουν και θεωρούνται οι πλέον αξιόπιστες πηγές για την άντληση των στοιχείων που μας δίνουν το χρονικό του δράματος. Είναι τα βιβλία δυο Μητροπολιτών που αξίζει να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Είναι ο Διονύσιος Μαραγκουδάκης που έγραψε «Το ιερόν και ηρωικό της Κρήτης Αρκάδι» και ο Τιμόθεος Βενέρης που μας άφησε το περίφημο «Το Αρκάδι δια των αιώνων».
Ευτυχώς για τα Κρητικά Γράμματα το βιβλίο του μακαριστού Διονυσίου Μαραγκουδάκη επανεκδόθηκε με την ευκαιρία των 150 χρόνων από το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου. Κι έτσι είναι στη διάθεση κάθε ερευνητή που ανατρέχει σε απόλυτα αξιόπιστες πηγές.
Καιρός να αναφερθούμε στη σημαντική αυτή εκκλησιαστική μορφή.
Ο Διονύσιος Μαραγκουδάκης, κατά κόσμον Εμμανουήλ, γεννήθηκε στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου στις 12 Σεπτεμβρίου 1872. Έκανε τις δυο πρώτες τάξεις του Σχολαρχείου στο Μελιδόνι (1886-1888) και την τρίτη στο Πάνορμο.
Τέλειωνε η επανάσταση του 1866, όταν ο Διονύσιος βρέθηκε στη μονή Αρκαδίου. Ήταν 2 Σεπτεμβρίου του 1889. Εκεί υπηρέτησε για ένα χρόνο ως υποτακτικός του ηγουμένου Γαβριήλ Μαναρή.
Από την πρώτη μέρα ο νεαρός μοναχός έδειξε βαθειά χριστιανική αντίληψη. Ήταν πρόθυμος, σεμνός, ταπεινός, εργατικός και με πλήρη αφοσίωση στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Οι υποχρεώσεις του, αρκετές αφού είχε την ευθύνη φροντίδας της Εκκλησίας, της υποδοχής των επισκεπτών και πολλών ακόμα, που έφερε σε πέρας με γαλήνη και αγάπη. Είχε όμως και έφεση στη μάθηση. Κι αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο από το περιβάλλον του. Μόλις συμπλήρωσε χρόνο στο Μοναστήρι του Αρκαδίου τον έστειλαν στο Γυμνάσιο όπου παρακολούθησε μαθήματα Α’ και Β’ τάξης.
Είσοδος στο μοναχισμό
Τον Ιούλιο του 1895 εκάρη μοναχός, από τον ειδικά για την περίπτωση μετακληθέντα προηγούμενο Αρσανίου, Νεόφυτο Αλεξανδράκη κι αμέσως ανεχώρησε για σπουδές στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Η εισαγωγή του έγινε με ενέργειες του εκεί παρεπιδημούντος Ηγουμένου Γαβριήλ Μαναρή, που αντιπροσώπευε στη Μονή ο Δαμιανός Αποστολάκης.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Μαναρής είχε και ιδιαίτερο λόγο να μορφώσει τον Διονύσιο που υπερεκτιμούσε για τις αρετές του. Σκοπός του ήταν να συστήσει στο Αρκάδι μια, έστω και μικρή, Ιερατική Σχολή. Ένας τρομερός σεισμός όμως 28 Ιουνίου του 1894, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στη στατικότητα της σχολής και υποχρέωσε το Διονύσιο να επιστρέψει στο μοναστήρι. Εκεί χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος στις 11 Σεπτεμβρίου 1894, από τον Επίσκοπο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιερόθεο Μπραουδάκη.
Ενώ ο ηγούμενος Μαναρής στη Ρωσία είχε επιδοθεί σε αγώνα να συγκεντρώσει από εράνους χρήματα για την αποκατάσταση της Μονής Αρκαδίου, ο Διονύσιος βοηθούσε στο μοναστήρι τον Δαμιανό, που συνέχισε να αναπληροί στα καθήκοντά του τον ηγούμενο μέχρι την επιστροφή του.
Επιστροφή στη Χάλκη
Για ένα επτάμηνο ο Διονύσιος εκτελούσε καθήκοντα αποθηκάριου οίνου και λαδιού και τον Αύγουστο του 1895, επέστρεψε στη Χάλκη για να συνεχίσει τις σπουδές που είχαν διακοπεί λόγω του σεισμού. Το 1898, μόλις ολοκλήρωσε τον κύκλο μαθημάτων της Στ’ τάξης, με ενέργειες του Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονυσίου Καστρινογιαννάκη συνέχισε σπουδές στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας. Ο ίδιος επίσκοπος τον χειροτόνησε Αρχιμανδρίτη 15 Ιουλίου 1901. Τον Αύγουστο επέστρεψε στη Ρωσία για να ολοκληρώσει τις θεολογικές σπουδές του και το 1903 πτυχιούχος πια επέστρεψε για θερινές διακοπές στο Ρέθυμνο. Είχε πολλές ηθικές υποχρεώσεις εδώ. Είχε να ευχαριστήσει τους ευεργέτες του που του εξασφάλισαν τόσο ζηλευτή μόρφωση και να πάρει ακόμα μια φορά την ευχή των γονέων του καθώς περνούσε σε ένα πολύ σημαντικό στάδιο της ζωής του.
Στη συνέχεια και για έξι χρόνια δίδαξε στη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα. Είχε διοριστεί από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμιανό με τηλεγράφημά του στον Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στη Μόσχα.
Σπουδές στη Δυτική Ευρώπη
Κάποια θλιβερά γεγονότα (ο χώρος της Εκκλησίας δεν αποτελεί εξαίρεση στις εκρήξεις των ανθρώπινων αδυναμιών) τον έφεραν υποχρεωτικά στη διεύθυνση της σχολής για μερικούς μήνες. Όταν για οικονομικούς λόγους (αυτό ήταν το πρόσχημα) έκλεισε η σχολή ο Διονύσιος έφυγε για τη Δυτική Ευρώπη όπου τελειοποίησε τις γλώσσες του Γαλλικά και Γερμανικά και είχε την ευκαιρία να διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες σε διάφορες μεγάλες Βιβλιοθήκες. Για δυο χρόνια μοίρασε το διάστημα στη Γενεύη και στο Βερολίνο.
Ενώ βρισκόταν στο Βερολίνο, Οκτώβριο του 1910, τον συμπεριέλαβαν στους υποψηφίους για την πλήρωση της χηρεύουσας θέσης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου. Έλαβε όμως μόνο τρεις ψήφους κι έμεινε εκτός.
Διορισμός στην εκπαίδευση
Επανήλθε στο Ρέθυμνο το Μάιο του 1911 και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, διορίστηκε καθηγητής στο τότε Παρθεναγωγείο Ρεθύμνης.
Και στα νέα του καθήκοντα κατάφερε να διακριθεί.
Νέα πρόκληση για τις όποιες φιλοδοξίες του ήταν η παμψηφεί πρόταση της Επαρχιακής Ιεράς Συνόδου Κρήτης για την Επισκοπή Κυδωνίας και Αποκορώνου με συνυποψηφίους τον Αγαθάγγελο Νινολάκη και τον Τιμόθεο Βενέρη. Για ένα καθαρά τυπικό ζήτημα εξελέγη ο Βενέρης και ο Διονύσιος επέστρεψε στα εκπαιδευτικά του καθήκοντα με αυξημένες αρμοδιότητες.
Έντονη εξωσχολική δράση
Η ενεργητικότητά του όμως δεν εξαντλείτο στη διδασκαλία. Είχε αναπτύξει και έντονη εξωσχολική δράση. Εκτός από το θείο λόγο που εκήρυττε εκ περιτροπής μετά του Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Χρύσανθου και μερικές φορές του καθηγητή Μάξιμου Μαρκαντωνάκη, έπαιρνε μέρος σε όλες τις θρησκευτικές τελετές και ιδιαίτερα τις σχολικές λειτουργίες που τελούσε στο Ναό της Αγίας Βαρβάρας. Ο μαθητόκοσμος κρεμόταν από τα χείλη του όσο ερμήνευε το Ευαγγέλιο. Και η προσπάθειά του να ιδρύσει μια εκκλησιαστική χορωδία από μαθητές είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κι ήταν πολλοί οι Ρεθεμνιώτες που συνέρρεαν για να την ακούσουν.
Το Σεπτέμβρη του 1914 με την εξομοίωση των πτυχίων καθηγητών παλιάς και νέας Ελλάδας διορίστηκε ξανά καθηγητής στο Γυμνάσιο.
Στις 25 Νοεμβρίου 1915 η Επαρχιακή Ιερά Σύνοδος τον προτείνει ξανά για την έδρα της Μητρόπολης που είχε χηρεύσει με την εκδημία εις Κύριον του επισκόπου Χρύσανθου Τσεπετάκη. Ο λαός με τηλεγραφήματα ακόμα και προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο και τον πρωθυπουργό Στ. Σκουλούδη, ζητούσε διακαώς να εκλεγεί ο Διονύσιος. Το αίτημα δεν έγινε δεκτό. Εξελέγη και πάλι ο Τιμόθεος (θα μας έκανε μεγάλη εντύπωση το αντίθετο αποτέλεσμα). Ο Διονύσιος τότε ζήτησε μετάθεση στην Αθήνα και για την ψυχική του γαλήνη και για να συνεχίσει τις μελέτες του και τις επιστημονικές του εργασίες. Η μετάθεση έγινε με προεδρικό διάταγμα το Μάρτιο του 1916 στο Βαρβάκειο Λύκειο.
Στις 20 Ιουλίου 1920 προτάθηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τη θέση του τοποτηρητή Κερκύρας και Παξών και το Μάιο του 1921 διορίστηκε καθηγητής στο πρώτο Ελληνικό Σχολείο της Χαλκίδας. Στο διάστημα μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του μετέβη στο Άγιον Όρος και επισκέφθηκε 20 μοναστήρια και τις περισσότερες σκήτες.
Πολυσήμαντο έργο
Θέλουμε αρκετό χρόνο και χώρο για να αναφερθούμε στο πλούσιο ποιμαντικό και πνευματικό έργο του.
Η μεγαλύτερη δοκιμασία στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής ανέδειξε και τον απαράμιλλο πατριωτισμό του.
Εκτός από τη συμβολή του στο συμμαχικό αγώνα, πρωτοστατούσε σε κάθε προσπάθεια απαλλαγή κρατουμένων από κατηγορίες που οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ξεπέρασε κάθε προηγούμενο όταν πληροφορήθηκε τα τραγικά γεγονότα της Βιάννου το Σεπτέμβριο του 1943. Με προσωπικές παρεμβάσεις αξιοποιώντας και την άνεσή του να πείθει, γνώριζε άριστα και Γερμανικά, κατάφερε να ελευθερώσει τους ομήρους.
Για την πατριωτική του δράση έλαβε άπειρες διακρίσεις από Ελληνικές και Συμμαχικές Κυβερνήσεις αλλά και από το Πατριαρχείο.
Όνειρο ζωής το Αρκάδι
Ενώ είχε γράψει τόσα έργα η μελέτη του για το Αρκάδι ήταν ο μεγάλος πόθος να το δει τυπωμένο. Την επιθυμία του αυτή εκφράζει και στη διαθήκη του προς τον ανεψιό του Δημήτρη Μαραγκουδάκη ιατρό.
Ο μεγάλος αυτός Ιεράρχης πέρασε στη χορεία των αθανάτων 10 Φεβρουαρίου 1953.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το έργο επιμελήθηκε και καθαρόγραψε ο ανιψιός του Διονύσιος Μαραγκουδάκης. Και οι μόνοι που ανταποκρίθηκαν στην αγωνιώδη προσπάθεια των συγγενών του Επισκόπου για την έκδοση του σημαντικού αυτού πονήματος ήταν οι Αδελφοί Βαρδινογιάννη. Στην έκδοση συνέβαλαν αργότερα και η Ιερά Μονή Αρκαδίου, ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Νίκος Αγγελής που είχε αναλάβει τη γενική επιμέλεια και ο π. Νικόλαος Κουτσαυτάκης που είχε την ευθύνη των διορθώσεων.
Να σημειωθεί εδώ ότι αναφερόμαστε σε μια εποχή (1977), που η έκδοση δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση πόσο μάλλον η διόρθωση ενός τόσο σημαντικού έργου. Γι’ αυτό και η συμβολή των αδελφών Βαρδινογιάννη υπερτονίζεται γιατί πολλά σπουδαία ιστορικά κυρίως συγγράμματα θα έμεναν αδημοσίευτα.
Για τον Διονύσιο Μαραγκουδάκη υπάρχει σπάνιο χειρόγραφο στη σπουδαία συλλογή του κ. Γιώργου Εκκεκάκη, ενώ διατριβή σχετικά είχε ξεκινήσει ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κ.κ. Ευγένιος αλλά υποχρεώθηκε να αναστείλει την ολοκλήρωσή της για να μην αφήσει σε εκκρεμότητα τα τόσα προβλήματα που κληρονόμησε αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του στην Εκκλησία των Ρεθυμνίων.
Τιμόθεος Βενέρης (1934-1941)
Για τον Τιμόθεο Βενέρη εντοπίσαμε ένα εξαιρετικό αφιέρωμα στην εφημερίδα «Πατρίς» Ηρακλείου από το οποίο και αντλούμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
Ο Τιμόθεος Βενέρης υπήρξε ένας από τους πιο μορφωμένους και γλωσσομαθείς ιεράρχες της Κρήτης, με πλούσιο συγγραφικό έργο, με πλούσια δράση και καθοριστική συμβολή στην ενίσχυση της Εκκλησίας της Κρήτης, όμως πέθανε περιφρονημένος και μόνος, καθώς χαρακτηρίστηκε γερμανόφιλος, χωρίς να αποδειχθεί κάτι τέτοιο.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1876, όπου τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και στη συνέχεια με την καθοδήγηση και την προτροπή του γέροντα του Επισκόπου Χερρονήσου, Διονύσιου Καστρινογιαννάκη, αναχώρησε για σπουδές στη Ρωσία, τις οποίες όμως εγκατέλειψε για να συνεχίσει στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης από όπου αποφοίτησε με άριστα. Στη συνέχεια, διορίστηκε από την Πολιτεία στο γυμνάσιο Χανίων και στη συνέχεια του Ηρακλείου και ανέπτυξε λαμπρή και σπάνια για κληρικό πνευματική δράση με κηρύγματα, διαλέξεις, δημοσιεύματα σε επιστημονικά περιοδικά και στον Τύπο της εποχής. Το 1916 εξελέγη μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου. Επί των ημερών του, αναγέρθηκε το κτίριο του Παρθεναγωγείου για το οποίο διετέθη 1,5 εκατομμύριο δραχμές, ποσό που χορήγησε το μοναστηριακό ταμείο Ρεθύμνης. Την ίδια περίοδο, συνέχισε το πλούσιο συγγραφικό του έργο και τις μεταφράσεις ξένων κειμένων. Μεταξύ των έργων του, είναι και ο ιστορικός τόμος για το Αρκάδι και το ολοκαύτωμα από τους Τούρκους.
Το 1934 εξελέγη μητροπολίτης Κρήτης με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου (θέση την οποία είχε διεκδικήσει και ο Βασίλειος της Αρκαδίας.) Ένα χρόνο αργότερα επανίδρυσε τις τέσσερις επισκοπές της Εκκλησίας της Κρήτης οι οποίες είχαν καταργηθεί το 1932. Το 1936 το Οικουμενικό Πατριαρχείο από κατάλογο υποψηφίων που του υπέβαλλαν ο Τιμόθεος και οι μητροπολίτες Χερρονήσου Διονύσιος και Αρκαδίας Βασίλειος, εξέλεξε πέντε επισκόπους οι οποίοι χειροτονήθηκαν στην Κρήτη.
Όπως γράφει ο μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου, Καστελίου και Βιάννου κ. Ανδρέας: «ο Τιμόθεος Βενέρης δύναται να θεωρηθεί ως ο αναδιοργανωτής της Εκκλησίας της Κρήτης, η οποία ή θα ενσωματωνόταν στην Εκκλησία της Ελλάδος (σσ το 1931, ο Αρκαδίας Βασίλειος, μετέπειτα μητροπολίτης, είχε προτείνει στη Σύνοδο την υπαγωγή της Εκκλησίας της Κρήτης στην Εκκλησία της Ελλάδος. Η Σύνοδος αποδέχτηκε την πρόταση, η οποία όμως προσέκρουσε στην άρνηση του Πατριαρχείου) ή θα έχανε το αυτοδιοίκητο εκκλησιαστικό της καθεστώς, γιατί ο νόμος του 1932 προέβλεπε τρεις επισκοπές και μια μητρόπολη και ως εκ τούτου, δύο αιφνίδιοι θάνατοι θα καθιστούσαν αδύνατη την εκλογή επισκόπου από την επαρχιακή σύνοδο». Ο Τιμόθεος Βενέρης, χαρακτηρίστηκε γερμανόφιλος και χωρίς να απολογηθεί απομακρύνθηκε από τη θέση του και χρέη τοποτηρητή ανέλαβε ο Βασίλειος Μαρκάκης.
Ο μητροπολίτης Πέτρας κ. Νεκτάριος στην έκδοση-αφιέρωμα στον Ευγένιο Ψαλιδάκη, γράφει: «Το διάταγμα εκδόθηκε και αυτός μέχρι το θάνατό του έφερε την πικρία της έκπτωσής του, αναπολόγητος μάλιστα. Βέβαια, σʼ αυτό δε φταίει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Οι συγκυρίες ήταν δύσκολες. Η τραγωδία του πολέμου επέβαλε ακραίες λύσεις. Δεν υπήρχε καιρός για ανακρίσεις και μετακλήσεις του προς το Ιερό Κέντρο. Η Κυβέρνηση και οι προύχοντες δεν τον ήθελαν. Ο μητροπολίτης Τιμόθεος επλήρωσε ακριβά την εμπάθεια ορισμένων εκκλησιαστικών κύκλων, όπως επίσης και την αδυναμία που είχε στα συγγενικά του πρόσωπα, που αυτά τον είχαν επηρεάσει να πράξει ανάλογα. Κρίμα και ήταν τόσο καλός, τόσο μορφωμένος, άφησε δε σπουδαία έργα. Μετά την αποχώρησή του πήγε στη Μονή της μετανοίας του, την Αγκάραθο. Έμενε εκεί και πότε πότε κατέβαινε στο Μετόχι του τον Κολομόδη. Οι συνθήκες της ζωής του, προπάντων δε η θλίψη τον κατέβαλαν. Μερικοί τον ειρωνεύονταν, βλέπετε δεν ήταν στο θρόνο και δεν είχαν ανάγκη την υπογραφή του. Κάποιο πρωί τον βρήκαν νεκρό στο κρεβάτι του, συκοφαντημένο ότι είχε σχέση με τους κατακτητές, πράγμα που είναι πέρα για πέρα αναληθές. Εκεί ετάφη, στην Αγκάραθο, μέσα σε οδύνη, που την έκανε πιο μεγάλη το δράμα της ζωής του και του πολέμου».
Σε πολλά δημοσιεύματα του τοπικού τύπου αναφέρονται δράσεις του Τιμοθέου και στον φιλανθρωπικό και κοινωνικό τομέα στις οποίες έχουμε αναφερθεί κατά καιρούς.
Ανεξάρτητα από τι έμεινε να συζητείται ο Τιμόθεος υπήρξε μια φωτισμένη μορφή και αν έλειπε το βιβλίο του «Το Αρκάδι δια των αιώνων» πολλές λεπτομέρειες από το Αρκαδικό δράμα θα είχαν χαθεί.
Πηγές:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο
Εφημερίς «Πατρίς» Ηρακλείου