Με αφορμή το γεγονός ότι στις 23 του Απρίλη εορτάζεται από την Εκκλησία μας ο Άγιος Μεγαλομάρτης Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος, ας κάνουμε μία αναφορά στο Ιερό Παρεκκλήσιο Αγίου Γεωργίου Λυκαβηττού στην Αθήνα. Ασφαλώς πολλοί θα το έχουν επισκεφτεί και πολλοί περισσότεροι θα το έχουν θαυμάσει, καθώς ο λόφος με το γραφικό εκκλησάκι δεσπόζουν στο αττικό τοπίο. Εκείνο όμως που λίγοι γνωρίζουν είναι ότι ο Ναός αυτός κτίστηκε από τον Κρητικό ιερομόναχο Εμμανουήλ Λουλουδάκη.
Ο Ναός
Ο Άγιος Γεώργιος είναι ένας μικρός ναός με τρούλο. Ανήκει στην Μητροπολιτική περιοχή Αθηνών–Πειραιώς. Στις απεικονίσεις των περιηγητών (όπως του Laborde το 1672) φαίνεται ότι στην περιοχή αυτή υπήρχε από παλιά κάποιος βυζαντινός ναός. Όταν ο πρώτος ναός ερειπώθηκε, κτίστηκε πάνω στα ίδια θεμέλια νέος ναός το 1834, μονόκλιτος, βασιλικού ρυθμού, για τον Άγιο Γεώργιο. Στο δάπεδο υπάρχει επιγραφή που αναφέρει ότι το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου καθιερώθηκε από τον μητροπολίτη Αθηνών Βενέδικτο (1782-85).
Αργότερα ο ναός επεκτάθηκε με την προσθήκη δύο παρεκκλησίων, του Προφήτη Ηλία και Αγίου Κωνσταντίνου. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, ανακαλύφθηκαν λίθινες επιγραφές (διαστ. 0,75χ0,35) των οποίων η παλαιότερη είναι της «μεταγενεστέρας Ρωμαικής έποχής», σύμφωνα με όσα δημοσίευσε στο άρθρο: «Χριστιανικός Λυκαβηττός» ο Γεώργιος Λαμπράκης, στον 2ο τόμο του Δελτίου της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1894, σελ. 87-92). Παράπλευρα σ’ αυτόν τον ναό και σε κελί μόνασε ο ιερομόναχος Εμμανουήλ Λουλουδάκης και με τον θάνατό του τάφηκε ακριβώς δίπλα στο ναό στο πίσω μέρος. Εντός δε του Ιερού Ναού και σήμερα, υπάρχει επιγραφή, η οποία αναφέρει, ότι τον ναό έχτισε ο εν λόγω κρητικός μοναχός.
Στα χρόνια της δεκαετίας του 1880 ο ναός ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε. Το 1900 χτίστηκε ο πέτρινος εξώστης, ενώ δυο χρόνια μετά χτίστηκε με την οικονομική αρωγή του μεγαλοεπιχειρηματία Ν. Θών το καμπαναριό, στο οποίο τοποθετήθηκε καμπάνα, που είχε δωρίσει για τον σκοπό αυτό, η βασίλισσα Όλγα. Το 1958 η καμπάνα εντελώς ξαφνικά καταστράφηκε και στη θέση της τοποθετήθηκε καινούρια.
Ο λόφος
Ο λόφος του Λυκαβηττού συνιστά το υψηλότερο σημείο της Πόλης των Αθηνών. Το αρχικό όνομά του ήταν «Αγχεσμός». Και από το 1832 έλαβε το αρχαιοελληνικό όνομα «Λυκαβηττός». Για την ονομασία του Λυκαβηττού υπάρχουν αρκετές ερμηνείες, όμως περί τα μέσα του 19ου αι. ο Αθηναίος ιστοριογράφος Δ. Σουρμελής χρησιμοποιούσε και τα δυο αυτά ονόματα για να αποδώσει τον ίδιο λόφο. Συμφώνα με τη μυθολογία για τη δημιουργία του λόφου του Λυκαβηττού φέρεται ως υπαίτια η θεά Αθηνά. Αλλά κάθε μύθος γεννιέται από δυο τουλάχιστον εκδοχές. Η πρώτη λέει ότι όταν η θεά Αθηνά γύριζε στην Αθήνα από την Παλλήνη, έφερε μαζί της ένα βράχο, με τον οποίο στόχευε να οχυρώσει την Ακρόπολη. Ωστόσο καθοδόν πληροφορήθηκε για την γέννηση του Εριχθονίου από την κόρη του Κέκροπος, γεγονός που της προξένησε ταραχή κι άφησε έτσι τον βράχο, ο οποίος σχημάτισε τον Λυκαβηττό.
Η άλλη επίσης μυθολογική εκδοχή, αναφέρει ότι η Αθηνά επέστρεφε από την Πεντέλη κουβαλώντας ένα βράχο, τον οποίο θα απέθετε στην Ακρόπολη για να υψώσει περισσότερο τον ναό της προς τον ουρανό. Όμως τότε πληροφορήθηκε πως οι κόρες του Κέκροπος παραβιάζοντας τις οδηγίες της, άνοιξαν το καλάθι που τους είχε εμπιστευθεί και στο οποίο υπήρχε μέσα ο Εριχθόνιος. Ταράχτηκε τότε η θεά, της έπεσε ο βράχος και έτσι δημιουργήθηκε ο Λυκαβηττός.
Στην πιο σύγχρονη εποχή, στο λόφο λειτουργούσαν λατομεία. Από το 1830 δε, είχε ξεκινήσει ένα γαϊτανάκι αλλεπάλληλων απαγορεύσεων και απελευθέρωσης του νόμου «Περί λειτουργίας λατομείων» μέχρι το 1960, οπότε και απαγορεύτηκε οριστικά η εξόρυξη πέτρας.
Την περίοδο 1880-1915 έλαβε χώρα η δενδροφύτευση του Λυκαβηττού. Με την ηθική μέριμνα της πριγκίπισσας Σοφίας, που πρωτοστάτησε το 1912 στην δενδροφύτευση, ξεκίνησε μεγάλη εκστρατεία αναδάσωσης όλων των λόφων της Αθήνας. Και το 1915 το εγχείρημα της αναδάσωσης του Λυκαβηττού το αναλαμβάνει η «Φιλοδασική Ένωση».
Το διάστημα 1929-34 με πρωτοβουλία του πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, κατασκευάστηκε στο Λυκαβηττό ο περίφημος «Φάρος της Ειρήνης», επ’ ευκαιρία του διεθνούς Συνεδρίου της Ειρήνης που θα γινότανε τότε στην Αθήνα. Ο φάρος δεν υπάρχει σήμερα.
Ο Τσίλλερ
Ήταν 1886 όταν ο Σάξωνας αρχιτέκτονας Έρνστ Τσίλλερ (Ernst Moritz Theodor Ziller /1837-1923), ο οποίος διαμόρφωσε κυριολεκτικά το πρόσωπο της Αθήνας, άρχισε να οραματίζεται τον εξωραϊσμό του Λυκαβηττού και την ανάδειξή του σε «άερικόν θεραπευτήριον», όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος.
Φύση, τέχνη και αρχιτεκτονική συγχωνεύονταν μοναδικά σε αυτή την εκλεκτικιστική πρόταση διαμόρφωσης τοπίου κατά τα ρομαντικά πρότυπα της Δυτικής Ευρώπης. Αλλά η προβλεπόμενη δαπάνη για το φτωχό Ελληνικό κράτος ήταν τεράστια, αφού σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του Τσίλλερ έφτανε το 1.864.200 δραχμές. Έτσι, όλα ναυάγησαν.
Πριν μερικά χρόνια σε έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης για τον Τσίλλερ, παρουσιαστήκαν δεκαεπτά υδατογραφίες και σχέδια για την αισθητική και πρακτική αξιοποίηση κάθε τμήματος του Λυκαβηττού -ο ίδιος τα είχε προσέφερε δωρεάν στο κράτος το 1914, συνοδευόμενα από πλήρη ανάλυση των έργων (και οικονομική)- που μαρτυρούν το πώς θα μπορούσε να ήταν σήμερα ο λόφος, έστω και αν υλοποιούνταν μόνον ένα τμήμα του σχεδίου αυτού.
Ο μοναχός Λουλουδάκης
Η έρευνα δεν κατάφερε να εντοπίσει σε πιο μέρος της Κρήτης γεννήθηκε ο Εμμανουήλ Λουλουδάκης. Είναι μόνον γνωστό ότι απεβίωσε το έτος 1885. Κάποια επιπλέον στοιχεία για τον ιερομόναχο μας παραθέτει ο Περικλής Γιαννόπουλος σε άρθρο του, στην εφημερίδα «Κυριακάτικη» (αρθ. φυλ. 54 με ημερομηνία 21/11/1899) όπου αρθρογραφούσε με το ψευδώνυμο: Ως Νεοέλλην. Ανοίγουμε εδώ μια παρένθεση για να δώσουμε μερικά στοιχεία για τον αρθρογράφο.
Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε το 1871 στην Πάτρα. Ήταν γιός του Ιωάννη και της Ευδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδή από την αρχοντική κρητική (βυζαντινής προέλευσης) οικογένεια Χαιρέτη. Επηρεάστηκε δε ιδιαίτερα από τις ελληνοκεντρικές ιδέες του θείου της μητέρας του Εμμανουήλ Χαιρέτη. Υπήρξε ελληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, αισθητικός και ρομαντικός οραματιστής, μαχητικός κήρυκας της αναγέννησης του Ελληνισμού μέσω της αναζήτησης και ανάδειξης της γνήσιας ελληνικότητας, όπως αυτή πηγάζει από την Ελληνική Φύση και εκφράζεται διαχρονικά στην λαϊκή παράδοση και Ιστορία. Δριμύς κατήγορος της ξενομανίας και του συμπλέγματος μειονεξίας απέναντι στη Δύση, της δουλοπρέπειας και της διαφθοράς, όπου αυτές εκδηλώνονται, από τις τέχνες έως την πολιτική. Θεωρείται πατέρας και κορυφαία μορφή του πνευματικού κινήματος του ελληνοκεντρισμού στον 20ο αι. στις τέχνες, την αισθητική, την φιλοσοφία, την πολιτική.
Στην εβδομαδιαία «Κυριακάτικη» λοιπόν, του ιστορικού εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, το άρθρο του Γιαννόπουλου με τίτλο: «Λυκαβηττός ή Λουλουδάκης», ξεκινάει σαν περιγραφή μικρού οδοιπορικού μέχρι την κορυφή του λόφου, για να εξελιχτεί –όπως ο Γιαννόπουλος συνήθιζε- σε ένα σπουδαίο φιλοσοφικό δοκίμιο. Και χρησιμοποιώντας τον υπερβατικό τρόπο και χρόνο περιστρέφεται γύρω από την ψυχή και τα βαθιά συναισθήματα που περικλείουν ή χαρακτηρίζουν το εσωτερικό «Εγώ» του ανθρώπου. Γράφει αρχικά για το μονοπάτι που οδηγούσε στον Άγιο Γεώργιο: Άλλά το όφειοειδές αύτό έργόχειρον τού όποίου αί πλευραί διαγράφονται ύπό μικρών λίθων, προφανώς σαρονομένων είς τήν πρώτην όρμήν τού ύδατος, είνε έργον τού φιλοκάλου γέροντος όστις άναχωρών τών έγκοσμίων θορύβων, έσκέφθη νά παρασκευάση καί τήν όδόν ήτις θά έφερε τόν κόσμον πρός τήν φωλεάν του…. Καί εύχριστεί τόν θεόν διότι τό έδαφος παρέσχε μόνον έλαιοχρόους σχιστολίθους, καί τήν πενίαν τού Άγίου Γεωργίου ήτις δέν έπιτρέπει άφθονωτέραν χρήσιν άσβέστου διότι άλλως παντού ένθα οί πόδες τού καλοτάτου γέροντος έφάνησαν έπί μακράν σειράν έτών, τά πάντα θά κατεχρίοντο δι΄ άσβέστου καί όλόκληρος πλευρά τού Λυκαβητού θά παρουσίαζε μανδρωμένην λευκότητα. Αίφνης ή τόν βράχον έπενδύουσα μάνδρα διακόπτεται ύπό κικλίδων θύρας σιδηράς, έσωθεν τής όποίας έν σμικροτάτω χώρω σιδηρούν κάλυμμα ύδραγωγείου κοινόν καί τής συγκρατούσης αύτό λιθίνης πλακός ή έπιγραφή: «Δεξαμενή άρχαία άνεύρεν Έμμανουήλ Λουλουδάκης 1885»…. Καί έμπροσθεν φυσικός τών βράχων έξώστης μανδρωμένος καί κενότατος καί έπί τού συμπαγούς βράχου πλάξ μαρμαρίνη φέρουσα έπιγραφήν: «Χαρείτε τους κόπους του Έμμ. Λουλουδάκη».
Και ένώ προσπαθεί τις νά έννοήση τίνι τρόπω δύναται νά χαρή έπί μάνδρας ύψηλοτέρας διακρίνει καφεόχρουν τενεκέν έπί τού όποίου διά γραμμάτων λευκών έπιγραφή άλλη: «Άπαγορεύεται αύστηρώς τό γράφειν είς τόν τοίχον καθώς καί νά πατούν είς τά πεζούλια. Ό παραβάτης έπικατάρατος του Άγίου»(!). Άλλ΄ ό άπρόοπτος αύτός κεραυνός τής φιλοδοξίας τού γέροντος, κατά τής άθώας φιλοδοξίας τών άπλών άνθρώπων οίτινες δέν έχουν άλλο μέσον ίνα διαιωνίσουν τήν διέλευσίν των άπό τής γής, έθεωρήθη ίσως λίαν αύστηρός καί τό τελευταίον μέρος τής έπιγραφής έπεχρίσθη έλαφρώς, μεταβαλλόμενον είς ύπαινιγμόν άλλά καί σημαίνον τήν θέλησιν τού γέροντος. Και συνεχίζοντας ο αρθρογράφος πιο κάτω, περιγράφει μια σκηνή με τον κρητικό ιερομόναχο.
Νεωκόρος άσκεπής μέ μπότες καί κόμην μακράν προβάλλει έκ πλαγίας κρύπτης έλκων μετά βαθυτάτης εύλαβείας άπό τού άγκώνος τόν γηραλέον πάππον Λουλουδάκην σώμα φερόμενον πρός τήν γήν τυλιγμένον είς εύρύτατον καί πρασινότατον ζακέν, στηριζόμενον διά τής μιάς χειρός έπί ραβδίου, ένώ διά τής άλλης τής έλκομένης άπό τού άγκώνος ύψώνει βαρύν όρειχάλκινον Σταυρόν…. Ένίοτε βρυχηθμός διακόπτει τήν λειτουργίαν, άνευλαβής τις ή άπρόσεκτος έκέντησε τήν όργήν τού γέροντος.
Στη συνέχεια του άρθρου του ο Γιαννόπουλος αφού «περπατήσει» τα μονοπάτια της υψηλής του διανόησης για να αναπτύξει τις φιλοσοφικές του προσεγγίσεις και θα κλείσει το υπέροχο αυτό δοκίμιο με την εξής παράγραφο: Άλλ΄ άφού είνε βέβαιον ότι έκτός άσημάντων τινών μονάδων, όλων τών άλλων άνθρώπων ή ζωή ουδέν άλλο είνε κατά βάθος ή μία διηνεκής καί άγρία κραυγή Έγώ! Έγώ! Έγώ! συμπαθεστάτη άποβαίνει ή μορφή καλοκαγάθου γέροντος άναχωρητού κραυγάζοντος νυχθημερόν άλλ΄ άβλαβώς άπό τής ύψηλοτέρας κορυφής τής πόλεως Έγώ! Έγώ! Έγώ! Αυτά λοιπόν τα «έργα και ημέραι» -όσα τουλάχιστον μπόρεσε να εντοπίσει η έρευνα- του κρητικού ιερομόναχου Εμμανουήλ Λουλουδάκη.
Το έργο του, το ιερό παρεκκλήσιο του Αγ. Γεωργίου, στέκει εκεί ψηλά στο Λυκαβηττό για περισσότερο από έναν αιώνα κι είναι σημείο αναφοράς της πόλης των Αθηνών για τους πολίτες της, τους επισκέπτες της και τους ποιητές της.
(Σ.σ. Μια απλή κουβέντα του πατέρα μου Μάρκου, για το Λυκαβηττό κι τον κρητικό μοναχό, ήταν η αιτία για να αρχίσω ετούτο το ταξίδι στο χρόνο. Ήταν μακρύ κι επίμονο, είχε τόσο ενδιαφέρον που έκανε ένας αιώνας να δείχνει μικρός, ήταν με λίγα λόγια ένα πολύτιμο ταξίδι).
Βιβλιογραφικές αναφορές:
Γιαννόπουλος, Π. (1899, 21 Νοεμβρίου). Λυκαβηττός ή Λουλουδάκης. Κυριακάτικη, σελ. 3.
Παπαγιαννόπουλος-Παλιός, Α. Α. (1962). Λυκαβηττός. Πειραιάς: Εκδόσεις Ελληνικής Αυτογνωσίας.
Θερμού, Μ. (2014). Αλλού το όνειρο και αλλού ο Λυκαβηττός. Ανακτήθηκε Αύγουστος 8, 2014, από http://www.tovima.gr/culture/article.
Άγιος Γεώργιος Λυκαβηττού. (2014, Ιουνίου 24). Ανακτήθηκε από http://www.romnios.gr/Lykavittos.
Περικλής Γιαννόπουλος. (2014, Νοέμβριος 11). Ανακτήθηκε από http://pheidias.antibaro.gr/Giannopoulos/biography.html
*Ο Σπύρος Μ. Θεοδωράκης είναι πρώην τραπεζικός. Αρθρογραφεί στο ναυτιλιακό περιοδικό «Εφοπλιστής» και είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο σταθμό ΚΡΗΤΗ fm 87,5 (Αθήνα)