ΣΗΜΕΙΩΜΑ Γ’
Συνεχίζουμε τον σχολιασμό των λόγων της καταδίκης μου
Τέταρτο, διότι «ο Ειδικός Ταμίας ήλεγχε και διαχειριζόταν εν γνώσει και κατόπιν εντολών του τέως Δημάρχου απόλυτα τα οικονομικά του Δήμου Ρεθύμνου όπως αυτός πραγματικά ήθελε και όχι πάντοτε με γνώμονα το καθαυτό συμφέρον του Δήμου, καθ’ όσον είχε καταστήσει άβατο το γραφείο του Ταμείου με τις ευλογίες του τέως Δημάρχου», (βλ. σελ. 31).
Και ο ισχυρισμός αυτός του δικαστηρίου παρουσιάζει την ίδια νομική αδυναμία με τους προηγούμενους τρεις: είναι εντελώς ανυπόστατος. Το σχετικό Β.Δ. 17-5/15-6-59 ορίζει (άρ. 42, παρ. 2): «Το ούτω συνιστάμενον Ταμείον διεξάγει υπό την διεύθυνσιν και προσωπικήν ευθύνην του δημοτικού Ταμίου και δι’ ειδικώς οριζομένων προς τούτο εισπρακτορικών και διαχειριστικών οργάνων την ταμειακήν Υπηρεσίαν», και παρακάτω ορίζει αναλυτικά τα επί μέρους καθήκοντά του πάντοτε σε ενικό αριθμό. Τα αναφερόμενα «εισπρακτορικά και διαχειριστικά όργανα» εξαρτώνται από τον Ταμία, ο οποίος προσδιορίζει τα καθήκοντά τους και ο οποίος φέρει «προσωπική ευθύνη» για το σύνολο και όχι για μέρος της ταμειακής Υπηρεσίας, αυτό είναι το «άβατο» και είναι νομικός ορισμός, δεν χρειάζεται ούτε «εντολές», που δεν δόθηκαν ποτέ, ούτε «ευλογίες» εκ μέρους κανενός Δημάρχου. Τις ίδιες ακριβώς αρμοδιότητες είχε ο προκάτοχος του Ειδικού Ταμία Εμμ. Χαριτάκης, τις ίδιες ο προκάτοχος αυτού Γιάννης Φωτόπουλος και τις ίδιες ο προκάτοχος εκείνου Σπύρος Μιχελιδάκης εδώ και πενήντα τέσσερα (54) χρόνια, αλλά δεν έκαμαν καμιά υπεξαίρεση. Τις ίδιες έχουν όλοι οι Ειδικοί Ταμίες σε όλους τους Δήμους και είχα προσκομίσει στο Δικαστήριο ενδεικτικά αντίστοιχες Αποφάσεις του Δημάρχου Χανίων. Τα καθήκοντα και οι ευθύνες του Ειδικού Ταμία προκύπτουν άμεσα από την ίδια την Πράξη ορισμού του στη θέση αυτή, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι απόλυτα σύμφωνη με το μοναδικό θεσμικό πλαίσιο που την ίδρυσε και τη διέπει (Β.Δ. 17-5/1959), αυτή ήταν η δήθεν «εντολή» μου και όχι «εντολές» όπως μεγεθύνει σε πληθυντικό αριθμό προσθέτοντας και «ευλογίες» το δικαστήριο. Διερωτάται κάθε λογικός πολίτης από πότε η εφαρμογή του νόμου γίνεται λόγος καταδίκης από δικαστήριο. Και για το γεγονός ότι ο Ταμίας έκαμε άθλια χρήση της εξουσιοδότησης που του παρέχει το Β.Δ. 17-5/1959 δια μέσου της δικής μου Πράξης που τον όρισε Ειδικό Ταμία, είναι άλλο ζήτημα, για το οποίο θα μιλήσω εκεί που πρέπει, όταν πρέπει και όπως πρέπει.
Όσον αφορά τα κατατεθέντα περί δεύτερης υπογραφής, πλην του Ταμία, στις τραπεζικές συναλλαγές, μαρτυρούν σύγχυση του νομικού πλαισίου του Δήμου με εκείνο των Ανωνύμων Εταιριών, που είναι Ιδιωτικού Δικαίου. Όταν οι Ορκωτοί Λογιστές πιθανολόγησαν το έλλειμμα στο Ταμείο, ζήτησα από την Προϊσταμένη των Οικονομικών Υπηρεσιών και κατόπιν από τη Διευθύντρια των Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου να συνυπογράφουν με τον Ταμία, αλλά και οι δύο αρνήθηκαν προβάλλοντας την έλλειψη νομικής πρόβλεψης και κατόπιν τούτου συνυπέγραφα εγώ χωρίς να έχω ούτε εγώ καμιά νομική υποχρέωση.
Πέμπτο, καταδικάστηκα διότι «εξαιτίας της μονοπρόσωπης λειτουργίας της ταμειακής υπηρεσίας του Δήμου (ο Ταμίας) τηρούσε μόνος αποκλειστικά τα μηχανογραφικά λογιστικά βιβλία διαχείρισης του Ταμείου (Ταμειακό Απολογιστικό Πίνακα), με συνέπεια να μπορεί να προσαρμόζει τις λογιστικές εγγραφές στα χρήματα που είχε, είτε σε μετρητά στο συρτάρι του Δήμου, είτε κατατεθειμένα τους τραπεζικούς λογαριασμούς του Δήμου και να διαφεύγει τον οποιονδήποτε έλεγχο, καθώς πριν από κάθε έλεγχο «πείραζε» τις λογιστικές εγγραφές τις οποίες επανέφερε σε συμφωνία με τα πρωτότυπα παραστατικά μετά τον έλεγχο. Με αυτόν τον τρόπο παρέμεναν άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος όλες οι καταμετρήσεις που διενεργούνταν και παραπλανούσε τον κάθε έλεγχο που γινόταν από τους ελεγκτές», (σελ. 26).
Η παράγραφος αυτή της δικαστικής Απόφασης θα αρκούσε και μόνη της να αποκαλύψει και τεκμηριώσει την όλη κακοδικία, γιατί παρουσιάζει ανάγλυφα πλήρη απαξίωση των πραγματικών δεδομένων του θέματος με ότι αυτή προϋποθέτει και ότι συνεπάγεται. Συγκεκριμένα:
α. Η λειτουργία της Ταμειακής Υπηρεσίας δεν ήταν και δεν είναι «μονοπρόσωπη». Στο ίδιο γραφείο με τον Ταμία εκτελούσαν ταμειακή εργασία δύο αποκλειστικοί βοηθοί του, όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο Σημείωμα, (σήμερα είναι τέσσερις) και στο διπλανό δύο, τουλάχιστον, εισπράκτορές του. Είναι πολυπρόσωπη.
β. Το Γραφείο Εσόδων και το Λογιστήριο του Δήμου συνδέονται οργανικά και πλαισιώνουν λειτουργικά το Ταμείο στον συνεχόμενο χώρο.
Αυτός ο ανακριβής ισχυρισμός του δικαστηρίου είχε δήθεν «συνέπεια να μπορεί ο Ταμίας να προσαρμόζει τις λογιστικές εγγραφές στα χρήματα που είχε». Το συμπέρασμα αυτό εκπλήττει δυσάρεστα, όταν συνάγεται από δικαστήριο, διότι αποτελεί εφεύρημα εκ του μη όντος, και οι δύο όροι του είναι ανύπαρκτοι. Συγκεκριμένα:
· ο πρώτος όρος, περί «μονοπρόσωπης» λειτουργίας του Ταμείου, είναι εκ των πραγμάτων ανακριβής, διότι η στελέχωση του ήταν πολυπρόσωπη.
· ο δεύτερος όρος, ότι δήθεν «εξ αιτίας της μονοπρόσωπης λειτουργίας του Ταμείου» μπορούσε ο Ταμίας να μαγειρεύει κατά το δοκούν τα οικονομικά δεδομένα του λογισμικού συστήματος του Δήμου, βασίζεται στον πρώτο και είναι κατ’ ακολουθία εξίσου ανακριβής και επομένως απουσιάζει παντελώς η σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ πραγματικών δεδομένων, δηλαδή η λογική αξία παντός συλλογισμού. Το συμπέρασμα αυτό, που εκτρέπει την έρευνα από το πραγματικό τέχνασμα της κομπίνας προς αδιέξοδη κατεύθυνση και αποτέλεσε βασικό σκεπτικό της καταδίκης μου, έχει θέση μόνο στο «Αρχείο Δικαστικών Αστοχιών».
Το ακριβές και αληθές είναι ότι το υπερόπλο, που έδιδε στον Ταμία τη δυνατότητα να προσαρμόζει τις μηχανογραφικές λογιστικές εγγραφές στα χρήματα που είχε (μετά την αφαίρεση των αφαιρεθέντων) και έτσι να παραπλανά και την Προϊσταμένη και τη Διευθύντρια και τη Δημαρχιακή Επιτροπή, στην οποία προεδρεύει ο Δήμαρχος, και το Δημοτικό Συμβούλιο (βλ. 42ο φύλλο του Παραπεμπτικού Βουλεύματος) και για μεγάλο χρονικό διάστημα τους Ορκωτούς Λογιστές, δεν ήταν η «μονοπρόσωπη», που ήταν πολυπρόσωπη, λειτουργία του Ταμείου, αλλά ο μυστικός κωδικός αριθμός, που του έδινε τη δυνατότητα να επεμβαίνει στον πυρήνα του μηχανογραφικού συστήματος του Δήμου και τον είχε παράνομα μόνο αυτός. Τον μυστικό κωδικό όφειλε να τον έχει μόνο ο Προγραμματιστής, η πιστοποιημένη εταιρεία, που έφτειαξε το λογισμικό του Δήμου και ουδείς άλλος και όμως ήταν στην κατοχή και χρήση του Ταμία.
Όλο το υπόλοιπο προσωπικό της Οικονομικής Υπηρεσίας και η Διευθύντρια είχαν μόνο τον κοινό κωδικό, με τον οποίο μπορούσαν να «μπουν» μόνο στα πρωτογενή παραστατικά στοιχεία του συστήματος, να καταχωρήσουν εντάλματα, γραμμάτια κλπ ή να τα εκτυπώσουν, αλλά δεν είχαν καμιά απολύτως δυνατότητα να «μπουν» στον πυρήνα του μηχανογραφικού συστήματος και να τροποποιήσουν καμιά απολύτως εγγραφή του. Τη δυνατότητα αυτή, δηλαδή τον μυστικό κωδικό, την είχε μόνο ο Ταμίας και πάνω σ’ αυτήν ακριβώς στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου η κομπίνα, όχι στην ανύπαρκτη μονοπρόσωπη λειτουργία του Ταμείου, όπως ανακριβώς και αυθαιρέτως ισχυρίζονται τα Πρακτικά της δίκης, αλλά στην υπαρκτή μονοπρόσωπη κατοχή του μυστικού κωδικού, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις.
Αυτό το ουσιώδες στοιχείο, το κλειδί κατανόησης της όλης κομπίνας, το είχαν στη διάθεσή τους οι δικαστικές αρχές από τις 8 Οκτωβρίου 2007, όταν ο νυν Δήμαρχος Γ. Μαρινάκης κατέθεσε στο Πταισματοδικείο Ρεθύμνης ότι «υπάρχει παραποίηση των παραστατικών στοιχείων του ηλεκτρονικού υπολογιστή», και στη συνέχεια κατατέθηκε σωρηδόν τόσο από τους Ορκωτούς, όσο και από τους κατηγορούμενους πλην του Ταμία. Ματαίως.
Ήξεραν, λοιπόν, οι δικαστικές Αρχές ότι ο κωδικός – υπερόπλο καθιστούσε ατελέσφορο κάθε έλεγχο στο εσωτερικό του Δήμου, όπου τα πρωτογενή στοιχεία παρέμεναν ανέπαφα και εν τάξει (βλ. π.χ. το υπ’ αριθ. Ε.Π. 13/19-10-07 έγγραφο του Δημάρχου Γ. Μαρινάκη, την κατάθεση Ορκωτών Ζαφειρόπουλου – Παπάζογλου, την κατάθεση του Ορκωτού Ι. Ζαβίτσα, της Διευθύντριας κλπ), αλλά παρά ταύτα αδιαφόρησαν και κατηύθυναν και τις ανακρίσεις και τη δικαστική διαδικασία αποκλειστικά προς το άγονο έδαφος του εσωτερικού του Δήμου, όπου όλα τα πρωτογενή παραστατικά στοιχεία, τα μόνα προσβάσιμα σε όλους, ήσαν σωστά και επομένως δεν υπήρχε καμιά απολύτως γνώση ούτε ευθύνη για το έλλειμμα ούτε στην υπαλληλική ούτε στη διοικητική ιεραρχία πλην του μοναδικού υπεύθυνου Ταμία, και όχι προς εξωδημοτικές κατευθύνσεις, όπου βρισκόταν το κλειδί της κομπίνας.
Συγκεκριμένα, οι δικαστικές αρχές όφειλαν να αναζητήσουν:
α. Πώς βρέθηκε ο μυστικός κωδικός στα χέρια του Ταμία και
β. Πού πήγε το δημοτικό χρήμα, με στόχο να αποδείξουν τη, βεβαία εκ των προτέρων, συνενοχή και άλλου ή άλλων προσώπων έξω από τον Δήμο, για να ολοκληρώσουν ορθά και δίκαια από ποινική και αστική άποψη το θέμα, και όχι να κλείσουν την κατεύθυνση αυτή, τη μόνη ρεαλιστική, με τη δήλωση ότι (ο Ταμίας έκαμε τις πράξεις αυτές) «με σκοπό να ωφελήσει τον ίδιο του τον εαυτό καθώς και τρίτα πρόσωπα, τα στοιχεία ταυτότητας των οποίων δεν εξακριβώθηκαν κατά την παρούσα διαδικασία». Δικαιούται να σκεφθεί ο καθένας ότι δεν εξακριβώθηκαν, γιατί δεν αναζητήθηκαν. Παράλληλα έπρεπε αμέσως, από τις 8-10-2007 που πληροφορήθηκαν ότι έχει «σπάσει» το μηχανογραφικό σύστημα του Δήμου, να προβούν σε δύο ενημερώσεις προς το Υπ. Εσωτερικών:
Πρώτον, ότι η ασφάλεια του λογισμικού συστήματος, που έχει συστήσει στους Δήμους της χώρας και εξαρτάται πρωτίστως από την αξιοπιστία των ιδιωτικών εταιρειών που έχει υποδείξει στους Δήμους για την προμήθειά του, ήδη έχει παραβιαστεί αφήνοντας έκθετο σε αφαίμαξη το δημοτικό χρήμα. Επομένως πρέπει όχι μόνο να το στεγανοποιήσει τεχνολογικά ή να το αντικαταστήσει με άλλο στεγανό, αλλά και να ελέγξει αν και σε άλλους Δήμους έχει συμβεί η ίδια παραβίαση-οικονομική ατασθαλία και
Δεύτερον ότι, λόγω της παλαιότητας του θεσμικού πλαισίου που ορίζει τα της λειτουργίας του Ειδικού Ταμείου των Δήμων (Β.Δ. 17-5/1959), δεν προβλέπεται μηχανισμός ελέγχου του από την υπαλληλική (οικονομική) ιεραρχία, που χειρίζεται το οικονομικό αντικείμενο του Δήμου και έχει τις σχετικές γνώσεις και ικανότητες, αλλά από τη Δημαρχιακή Επιτροπή, που αποτελείται από αιρετούς ιδιώτες και κατά τεκμήριο στερείται σχετικών εξειδικευμένων γνώσεων, παρά το γεγονός ότι από το 1959 μέχρι σήμερα τα οικονομικά μεγέθη των ΟΤΑ έχουν πολλαπλασιαστεί, οι δομές, ο τεχνολογικός εξοπλισμός και τα συστήματα λειτουργίας τους δεν έχουν πια καμιά σχέση με εκείνα του 1959 και είναι απαράδεκτος αναχρονισμός να διέπονται από ένα πεπαλαιωμένο και ανεπαρκές θεσμικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να εκσυγχρονιστεί με επικαιροποιημένες διατάξεις.
Αυτή τη διπλή ενημέρωση του Υπ. Εσωτερικών οι δικαστικές Αρχές είχαν υποχρέωση να την κάμουν για την προστασία του Δημόσιου Συμφέροντος, γιατί το έλλειμμα των 963.360 ευρώ στο Ταμείο του Δήμου Ρεθύμνης ενδέχεται να είναι σταγόνα στον ωκεανό ελλειμμάτων σε άλλους Δήμους με ασυγκρίτως μεγαλύτερη οικονομική διαχείριση που έγιναν ή είναι δυνατόν να γίνουν με τον ίδιο τρόπο. Την έκαναν την ενημέρωση αυτή οι δικαστικές αρχές; Άγνωστο.
Το βέβαιο είναι ότι οι δικαστικές αρχές στράφηκαν προς το εσωτερικό του Δήμου. Ο κυνηγός έστρεψε την πλάτη του προς το θήραμα και πυροβόλησε τον ιχνηλάτη του, ο οποίος είχε ξετρυπώσει το θήραμα από την πυκνή λόχμη της κομπίνας. Πρέπει να πω ότι, από την ώρα που διάβασα το Κλητήριο Θέσπισμα που με παρέπεμπε σε δίκη με τις αβάσιμες κατηγορίες του, από τότε κατάλαβα ότι οι δικαστικές Αρχές είχαν αστοχήσει στην εκτίμηση των δεδομένων του θέματος και ότι κινδυνευα να καταδικαστώ, όπως κι έγινε.
Ολοκληρώνουμε σήμερα τον σχολιασμό των λόγων της καταδίκης μου:
Έκτο, διότι, κατά μια κατάθεση του Ειδικού Ταμία, δήθεν κατ’ εντολή μου έδιδε χωρίς παραστατικά στοιχεία σε εργολάβους αναδόχους δημοτικών έργων μεγάλα ποσά τα οποία σημείωνε σε πρόχειρο τετράδιο, το οποίο ο Ορκωτός Λογιστής δήθεν του επέβαλε να καταστρέψει και κατόπιν τούτου οι εργολάβοι επωφελήθηκαν και δεν προσκόμισαν τα αντίστοιχα δικαιολογητικά, δηλαδή κοινώς «έφαγαν» τα ποσά αυτά.
Ο ισχυρισμός αυτός του Ειδικού Ταμία είναι μια ηχηρή αρλούμπα, όπως απέδειξα τόσο στο δικαστήριο όσο και στο από 29-9-2012 δημοσίευμά μου. Σήμερα απλά συνοψίζω και προσθέτω ορισμένα στοιχεία:
α. Διατυπώθηκε μισή ώρα πριν από την έκδοση της Απόφασης του δικαστηρίου, ανατρέποντας το σύνολο των μέχρι τότε καταθέσεών του γραπτών και προφορικών κατά την πολυετή ανακριτική διαδικασία, ότι δήθεν δεν επρόκειτο περί ελλείμματος αλλά περί λογιστικού λάθους.
β. Ο Ορκωτός Λογιστής Ι. Ζαβίτσας κατέθεσε στο δικαστήριο: «Οι Ταμίες βάσει νόμου, κρατάνε το πρόχειρο τετράδιο. Το επίσημό τους είναι το μηχανογραφικό. Δεν του ζήτησα να καταστρέψει το πρόχειρο», (σελ. 6). Ούτε θα μπορούσε βέβαια να το ζητήσει, αφού προβλέπεται από τον νόμο.
γ. Όλα τα έργα των εργολάβων, που ανέφερε ο Ταμίας ότι δήθεν του «έφαγαν» ποσά, δεν παρουσίασαν καμιά εκκρεμότητα, αλλά έκλεισαν κανονικά τόσο ως προς το τεχνικό αντικείμενό τους με Πρωτόκολλα Παραλαβής, όσο και ως προς την αποπληρωμή τους από τον Δήμο με Τελικούς Λογαριασμούς. Αν υπήρχε οποιαδήποτε εκκρεμότητα, εκεί θα φαινόταν. Αν οι εργολάβοι τού είχαν «φάει» λεφτά και αφού θυμόταν τωρα τα ονόματά τους, γιατί δεν τους κατήγγειλε τότε ούτε σε μένα ούτε σε κανένα υπάλληλο του Δήμου, αλλά τους πλήρωσε δήθεν για δεύτερη φορά, όταν έφεραν τα αναγκαία παραστατικά; Και πώς το δικαστήριο δέχτηκε αυτά τα παιδαριώδη ψεύδη;
δ. Ουδέποτε προσέφυγε κανείς εργολάβος σε μένα για να μεσολαβήσω σε τέτοια πρακτική.
Περαιτέρω σχόλια περιττεύουν, ο Ταμίας ψεύδεται και στο σημείο αυτό. Εδώ τώρα πρέπει να επισημάνω ορισμένα ανεπίτρεπτα στοιχεία της Απόφασης, όπως:
α. Ότι δεν λήφθηκαν υπ’ όψιν οι καταθέσεις και τα άλλα αδιάψευστα δεδομένα, που αποδεικνύουν ότι ήταν αδύνατον να γνωρίζω τη δημιουργία ελλείμματος στο Ταμείο, ώστε να την αποτρέψω, και στη θέση τους προβλήθηκε ο αυθαίρετος ισχυρισμός «εν γνώσει του Δημάρχου».
β. Ότι προστέθηκε στην απολογία μου εκ του μη όντος η αθωωτική για τον Ταμία φράση «Προσωπικά πιστεύω ότι (ο Ταμίας) είχε πρόσβαση στο εξωτερικό ταμπλό και όχι στον πυρήνα του συστήματος», την οποία ουδέποτε είπα ούτε ήταν δυνατόν ποτέ να εκστομίσω, διότι εγνώριζα από την πληθώρα των καταθέσεων ότι όλη η κομπίνα στήθηκε ακριβώς πάνω στο γεγονός ότι ο Ταμίας – Κάτοχος του μυστικού κωδικού είχε πρόσβαση στον πυρήνα του ηλεκτρονικού συστήματος, ενώ οι άλλοι υπάλληλοι δεν είχαν. Ούτε η έκφραση «εξωτερικό ταμπλό» περιλαμβάνεται στο λεξιλόγιό μου, σε όλες τις περιπτώσεις έχω πει και λέω «πρωτογενή παραστατικά στοιχεία». Είπα ακριβώς το αντίθετο, ότι ο μόνος που είχε πρόσβαση στον πυρήνα του μηχανογραφικού συστήματος, επομένως ο μόνος υπεύθυνος για το έλλειμμα, ήταν ο Ταμίας, που και ο ίδιος άλλωστε είχε πολλαπλά αποδεχτεί. Η προσθήκη αυτή συνιστά ανεπίτρεπτη αλλοίωση της κατάθεσής μου εκ μέρους του δικαστηρίου υπέρ του Ταμία.
γ. Ότι προστέθηκε στα Πρακτικά εκ του μη όντος η αρνητική για μένα φράση «Μετά την παραπάνω απογραφή (31-12-2002) άρχισαν ψίθυροι ότι στο Ταμείο του Δήμου υπήρχε έλλειμμα και έτσι από τον Δήμο Ρεθύμνου κατά το έτος 2003 διορίστηκε ο Ορκωτός Λογιστής Ι. Ζαβίτσας, προκειμένου να ελέγξει την οικονομική κατάσταση του Δήμου Ρεθύμνης», (σελ. 24). Και ο ισχυρισμός αυτός είναι ψευδής: Το αληθές είναι ότι ο Ι. Ζαβίτσας διορίστηκε όχι το 2003, αλλά το 2004 και όχι επειδή «άρχισαν ψίθυροι» για έλλειμμα αλλά κατόπιν της υπ’ αρ. 10/29-3-2004 Απόφασης της Δημαρχιακής Επιτροπής, που προκλήθηκε από την από 23-3-2004 Εισήγηση της Οικονομικής Υπηρεσίας, εν όψει της εφαρμογής του διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, όταν δεν υπήρχε καμιά απολύτως υποψία για έλλειμμα στο Ταμείο, όπως προκύπτει και από την κατάθεση του Ορκωτού Ι. Ζαβίτσα («Όταν πήγαμε εμείς, τότε βγήκε η φήμη», σελ. 6) ακριβέστερα, όταν πιθανολόγησαν την ύπαρξη ελλείμματος. Και ο ισχυρισμός αυτός του δικαστηρίου αποτελεί απαράδεκτη αλλοίωση της πραγματικότητας εναντίον μου.
Κατακλείοντας τον σημερινό σχολιασμό της υπ’ αριθ. 631/2012 Απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, που είναι κυρίως έντονη διαμαρτυρία και έκφραση της απογοήτευσης και της απόγνωσής μου, προσθέτω τα εξής:
Α. Αρνούμαι να δεχτώ ότι το Συμβούλιο Εφετών Θράκης επλανήθη με την υπ’ αριθ. 39/2005 Απόφασή του, με την οποία σε μια υπόθεση υπεξαίρεσης χρημάτων εκ μέρους του Ειδικού Ταμία του Δήμου Ορεστειάδας, παρόμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία της με αυτήν του Δήμου Ρεθύμνης, δεν παρέπεμψε καν τον Δήμαρχο σε δίκη, αλλά μόνο τον Ειδικό Ταμία.
Β. Αρνούμαι να δεχτώ ότι ο Άρειος Πάγος επλανήθη με την υπ’ αριθ. 2681/2008 Απόφασή του σε παρόμοια περίπτωση υπεξαίρεσης στον Δήμο Φαρσάλων, όταν δεν παρέπεμψε καν σε δίκη τον Δήμαρχο, αλλά μόνο τον Ειδικό Ταμία.
Γ. Αρνούμαι να δεχτώ ότι το ίδιο το Τριμελές Εφετείο Χανίων επλανήθη με την υπ’ αριθ. 467/2006 Απόφασή του, με την οποία αθώωσε τέως Δήμαρχο Ηρακλείου και δύο Αντιδημάρχους επί των Οικονομικών, οι οποίοι σε παρόμοια περίπτωση υπεξαιρέσεως χρημάτων εκ μέρους Ειδικού Ταμία «παρέλειψαν τον έλεγχο υφισταμένου τους» και συγκεκριμένα «αν και είχαν εγγράφως ενημερωθεί ότι είχε εντοπισθεί έλλειμμα στο Ταμείο του Δήμου ποσού 89.180.102 δρχ, παρέλειψαν να προβούν άμεσα με κάθε νόμιμο τρόπο σε οικονομικό-διαχειριστικό έλεγχο του Ταμείου…κλπ».
Παράλληλα, αρνούμαι να δεχτώ ότι το ίδιο αυτό Τριμελές Εφετείο Χανίων ορθώς καταδίκασε εμένα και μάλιστα παρά το γεγονός ότι αμέσως μετά τη διατύπωση εκ μέρους των Ορκωτών Λογιστών υπονοιών για την ύπαρξη ελλείμματος στο Δημοτικό Ταμείο τους έδωσα εντολή να πραγματοποιήσουν πλήρη διαχειριστικό έλεγχο στα οικονομικά του Δήμου για τα έτη 2003-2006 και επιπλέον συγκρότησα εσωτερική Ειδική Επιτροπή από έμπειρους οικονομικούς δημοτικούς υπαλλήλους με ανάλογη εντολή , η οποία με βάση τα πρωτογενή παραστατικά στοιχεία απέκλεισε την ύπαρξη λογιστικού λάθους προτού οι Ορκωτοί Λογιστές ολοκληρώσουν τη δική τους έρευνα, πέρα από την ανάθεση σε εξωτερικό ειδικό φορέα («ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΑΕ») τον έλεγχο των οικονομικών δεδομένων του Δήμου για τη σύνταξη των αντίστοιχων απογραφικών πινάκων. Και ακόμη, ότι προτού ολοκληρώσουν τον έλεγχό τους οι Ορκωτοί Λογιστές, έκαμα Μηνυτήρια Αναφορά στον Εισαγγελέα με όλα τα μέχρι τότε διαθέσιμα στοιχεία.
Ο αδαής περί τα νομικά φιλόλογος έχω ακούσει ότι στη Νομική Επιστήμη υπάρχει η έννοια «Ασφάλεια Δικαίου» που σημαίνει ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις ο νόμος εφαρμόζεται με ομοιόμορφο τρόπο, δηλαδή σύμφωνα με την προηγηθείσα νομολογία. Εδώ όμως η δικαστική δεοντολογία φαίνεται ότι ισχύει κατά περίπτωση μόνο, αφού αποφάσεις του ίδιου δικαστηρίου, του Τριμελούς Εφετείου Χανίων, (467/2006 και 631/2012) εφαρμόζουν με διαμετρικά αντίθετο τρόπο την ίδια νομοθεσία, με αποτέλεσμα να αλληλογρονθοκοπούνται μεταξύ τους. Πότε δίκαζε δίκαια το Τριμελές Εφετείο Χανίων, όταν αθώωνε τον Δήμαρχο και τους αντιδημάρχους Ηρακλείου ή όταν καταδίκαζε εμένα χωρίς επιβαρυντικά στοιχεία σε παρόμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία της υπόθεση; Οι Αποφάσεις αυτές σηματοδοτούν διπρόσωπη Δικαιοσύνη, τη Δικαιοσύνη – Ιανό, που κατάστρεψε τη ζωή μου.
Και όταν προσθέσω σ’ αυτήν και την ιστορική για την αυθαιρεσία της καταλογιστική Απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αισθάνομαι μια κίνηση, μια περιστροφική φυγόκεντρη κίνηση, στο στομάχι μου. Κανείς δικαστής δεν έχει δικαίωμα να παίζει με τη ζωή του πολίτη κατά τα γούστα του. Από κατήγορο οι δικαστικές Αρχές με μετέτρεψαν αυθαίρετα σε κατηγορούμενο κι εγώ τους το αντιστρέφω όχι αυθαίρετα, αλλά με συγκεκριμένα στοιχεία, από κατηγορούμενος γίνομαι κατήγορός τους.
Αν αυτή είναι η σημερινή Ελλάδα, αν έτσι την κατάντησε η απάθεια και η ολιγωρία των Ελλήνων, τότε δεν έχουν κανένα νόημα οι αγώνες και κανένα περιεχόμενο οι ελπίδες για ανάκαμψη και ένταξή της στη χορεία των προηγμένων κρατών. Όταν η ίδια η δημόσια ζωή, ανεξάρτητα από δίκιο ή άδικο, τιμωρείται από εσφαλμένες αποφάσεις των δικαστηρίων, τότε γίνεται πηγή μέγιστης ανασφάλειας και άγχους για κάθε φρόνιμο και νομοταγή πολίτη και όχι μόνο δεν θα βιαστεί να ενδιαφερθεί γι’ αυτήν, αλλά και ως απλός πολίτης θα αισθανθεί το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια του και θα κάμει σκέψεις για αυτοπροστασία, δηλαδή κατάλυση της έννομης τάξης.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ (μόνο για όσους αφορά, ξέρουν αυτοί): Γούστο εχουν κάποιοι σοβαροφανείς και λεβεντοφανείς λιγούρηδες που μόλις γυαλισε κάτι, ξετρελάθηκαν τελείως. Αλλά γούστο έχει και η διαφήμιση των χορηγών από τον χορηγούμενο.